Οι καθυστερήσεις σε
λογαριασμούς στεγαστικών
δανείων, ενοικίων ή
υπηρεσιών κοινής
ωφέλειας είναι μια άλλη
ένδειξη ότι το κόστος
στέγασης είναι πολύ
υψηλό. Στην Ελλάδα
το ποσοστο είναι υψηλό
και σε υψηλότερα ποσοστά
από τότε που χτυπησε η
οικονομική κρίση.
Όπως γράφει η Ελένη
Στεργίου στον Οικονομικό
Ταχυδρόμο, σύμφωνα με τη
Eurostat, το μερίδιο των
ατόμων που καθυστερούσαν
το 2010 ήταν στο 30.9%,
το 2015 έκανε άλμα στο
49,3% και το 2021
μειώθηκε στο 36,4%.
Στην ΕΕ, παρά το γεγονός
ότι οι τιμές και τα
ενοίκια των κατοικιών
αυξήθηκαν κατά την
περίοδο 2010-2021, το
ποσοστό των ατόμων που
καθυστερούν στεγαστικά
δάνεια, ενοίκια ή
λογαριασμούς κοινής
ωφέλειας στην ΕΕ
μειώθηκε από 12,4% το
2010 σε 9,1% το 2021. Τα
ποσοστά μειώθηκαν σε 20
κράτη – μέλη, αυξήθηκαν
σε πέντε.
Μελέτη της Eurostat
δείχνει ότι τα υψηλότερα
ποσοστά για το 2021,
κόστους στέγασης
παρατηρήθηκαν στην
Ελλάδα (32,4%), τη Δανία
(21,9%) και την Ολλανδία
(15,3%), ενώ στις
αγροτικές περιοχές ήταν
τα υψηλότερα στην Ελλάδα
(22%), τη Βουλγαρία
(13,3%) και τη Ρουμανία
(10,8%).
Οι αυξήσεις το 2022
συνεχίζουν να καίνε,
καθώς σύμφωνα με την
ΕΛΣΤΑΤ ο Δεκέμβρης του
2022, σε σχέση με τον
Δεκέμβριο του 2021,
κατέγραψε ότι τα ενοικια
αυξηθηκαν κατα 4%, οι
οικιακές υπηρεσίες 6,3%,
το πετρέλαιο θέρμανσης
1,4% και το φυσικό αέριο
50,0%.

Σε όλα αυτά, έρχεται να
προστεθεί η επιβάρυνση
από τις αυξήσεις
επιτοκίων σε όσους
πληρώνουν στεγαστικό
δάνειο, με κυμαινόμενο
επιτόκιο. Ενδεικτικά, ο
διοκτήτης που είχε
δάνειο ύψους 100.000
ευρώ, διάρκειας 20-30
χρόνια, η συνολική
επιβάρυνση φτάνει τα 200
-300 ευρώ για δάνειο.
Ακριβό μου “κεραμίδι”
Η απόκτηση στέγης,
ειδικά για τους
σημερινούς 30άρηδες,
αποτελεί πλέον μία
φαντασίωση, οι οποίοι
μάλιστα δυσκολεύονται να
αφήσουν τη γονεϊκή τους
εστία.
Από τα μεγαλύτερα
ποσοστά νέων ανθρώπων
ηλικίας 18-34 που μένουν
μαζί με τους γονείς τους
καταγράφονται στην
Ελλάδα, σύμφωνα με τα
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Επτά στους δέκα νέους
25-34 ετών δεν
εγκαταλείπουν το πατρικό
τους.
Από το 2014, το ποσοστό
για τις ηλικίες 18-34
φτάνει το 66,7% το 2017
και το 69,4% το 2019,
από 58,4% το 2008. Σε
αστικό μύθο φαίνεται να
έχει εξελιχθεί το ότι οι
Ελληνες διαθέτουν ένα
από τα μεγαλύτερα
ποσοστά ιδιοκατοίκησης
καθώς πρόσφατα στοιχεία
της Eurostat δείχνουν
ότι τα τελευταία 17
χρόνια το ποσοστό της
ιδιοκατοίκησης έχει
πέσει στο 73,3% για το
2021, έναντι 84,6% το
2005, έχοντας απολέσει
11,3%. Μόνο από το 2019
ως το 2021 το ποσοστό
ιδιοκατοίκησης μειώθηκε
2,1%.
Στην ΕΕ, το 2021, το 70%
του πληθυσμού ζούσε σε
δικό του σπίτι, ενώ το
υπόλοιπο 30% σε
ενοικιαζόμενες
κατοικίες.
Τα υψηλότερα ποσοστά
ιδιοκτησίας
παρατηρήθηκαν στη
Ρουμανία (95% του
πληθυσμού ζούσαν σε δικό
τους σπίτι), τη Σλοβακία
(92%, στοιχεία 2020),
την Ουγγαρία (92%) και
την Κροατία (91%). Σε
όλα τα κράτη – μέλη,
εκτός από τη Γερμανία, η
ιδιοκτησία ήταν πιο
συνηθισμένη.
Στη Γερμανία, η
ενοικίαση ήταν ελαφρώς
πιο συνηθισμένη, με λίγο
περισσότερο από το 50%
του πληθυσμού να είναι
ενοικιαστές. Ακολούθησαν
η Αυστρία (46%) και η
Δανία (41%).
Οι αιτίες που οι Ελληνες
σταμάτησαν να αγοράζουν
το δικό τους σπίτι και
από ιδιοκτήτες έγιναν
ενοικιαστές είναι
αρκετές, με την
ιδιοκατοίκηση να
μειώνεται την εποχή της
οικονομικής κρίσης.
Εκείνη την περίοδο
ξεκίνησαν οι
πλειστηριασμοί
κατοικιών, ενώ αρκετοί
ιδιοκτήτες με μεγάλο
τραπεζικό δανεισμό
προτίμησαν να εκποιήσουν
τα ακίνητά τους
προκειμένου να
εξοφλήσουν τα χρέη. Τα
τελευταία 20 χρόνια
(1998-2019), ο βασικός
μισθός έμεινε σταθερός,
τη στιγμή που οι αξίες
των διαμερισμάτων
αυξήθηκαν κοντά στο 60%. |