|
Τιμαριθμοποίηση σημαίνει
ότι κάθε χρόνο θα
προκύπτει και μια
τροποποιημένη κλίμακα
φορολογίας εισοδήματος
–στην Ελλάδα εφαρμόζουμε
την ίδια κλίμακα από το
2019 και μετά– ώστε να
αποφεύγεται ο κίνδυνος
μια αύξηση της τάξεως
των 1.000 ευρώ να
φορολογείται ακόμη και
με 13 ποσοστιαίες
μονάδες επιπλέον (σ.σ.
στην καλύτερη περίπτωση
η επιβάρυνση αντιστοιχεί
σε έξι ποσοστιαίες
μονάδες επιπλέον επί της
όποιας αύξησης και στη
χειρότερη στις 13
μονάδες). Με μια
διαφορά: ότι τις 13
μονάδες επιπλέον, τις…
φορτώνονται οι
περισσότεροι καθώς
αφορούν όσους σπάνε για
πρώτη φορά το όριο του
ετήσιου εισοδήματος των
10.000 ευρώ.
To
πώς έχει λειτουργήσει
μέχρι σήμερα ο
φορολογικός πληθωρισμός
προκύπτει από τους
ακόλουθους υπολογισμούς.
Το 2020, το μέσο ετήσιο
εισόδημα στην Ελλάδα
υπολογιζόταν (με βάση τα
στοιχεία του συστήματος
«Εργάνη») στα 14.704
ευρώ για τον ιδιωτικό
τομέα (σ.σ. τη
συγκεκριμένη χρονιά, ο
μέσος μισθός στον
ιδιωτικό τομέα
υπολογιζόταν στα 1.050,3
ευρώ.) Σε αυτό το ποσό
αντιστοιχούσε ετήσιος
φόρος εισοδήματος 727
ευρώ. Το 2024, η έκθεση
του συστήματος «Εργάνη»
έδειξε αύξηση του μέσου
μισθού στα 1.342 ευρώ με
το ετήσιο εισόδημα να
υπολογίζεται στα 18.790
ευρώ. Με δεδομένο το
«πάγωμα» της φορολογικής
κλίμακας, ο φόρος
εισοδήματος υπολογίζεται
πλέον στα 1.585 ευρώ.
Ετσι, προκύπτει και η
ποσοστιαία αύξηση του
118%, δηλαδή τέσσερις
φορές μεγαλύτερη σε
σχέση με την αντίστοιχη
μέση αύξηση του
εισοδήματος η οποία
υπολογίστηκε στο 28%.
Στην
5ετία από το 2020 μέχρι
το 2024, η κυβέρνηση
μετρίασε την επίπτωση
από την κατακόρυφη
αύξηση του φόρου
εισοδήματος προχωρώντας
αρχικά στην κατάργηση
της εισφοράς αλληλεγγύης
και στη συνέχεια στη
μείωση του συντελεστή
υπολογισμού των
ασφαλιστικών εισφορών,
μέρος της οποίας
αφορούσε και το εισόδημα
του εργαζομένου. Το
ερώτημα είναι τι γίνεται
από εδώ και πέρα.
H
κυβέρνηση έχει υποσχεθεί
αύξηση του μέσου μισθού
στα 1.500 ευρώ έως το
τέλος του 2027. Αυτό
σημαίνει ότι ο μέσος
μισθός θα αυξηθεί έως
τότε κατά περίπου
11,77%. Αν όμως στο ίδιο
διάστημα δεν υπάρξει
αλλαγή στη φορολογική
κλίμακα, ο φόρος
εισοδήματος θα
«φουσκώσει» κατά 29%.
Χωρίς περαιτέρω μείωση
των ασφαλιστικών
εισφορών και χωρίς
παρέμβαση στη φορολογική
κλίμακα, η αύξηση του
καθαρού μισθού θα είναι
μετά βίας μεγαλύτερη του
αναμενόμενου
πληθωρισμού, με
αποτέλεσμα να «φρενάρει»
η προσπάθεια βελτίωσης
του πραγματικού
εισοδήματος.
Το
«όπλο» που θα επιδιώξει
να χρησιμοποιήσει το
υπουργείο Οικονομικών
για να περιορίσει τις
συνέπειες του
«φορολογικού
πληθωρισμού» θα είναι ο
διαθέσιμος
δημοσιονομικός χώρος για
τη χρηματοδότηση των
φορολογικών ελαφρύνσεων
όχι μόνο του 2026 αλλά
και του 2027. Με
παρεμβάσεις στη
φορολογική κλίμακα (είτε
στους συντελεστές είτε
στα κλιμάκια) θα
επιχειρηθεί να
μετριαστεί αυτή η
διαφορά ανάμεσα στην
αύξηση του μέσου
εισοδήματος και στην
αύξηση του φόρου που θα
αναλογεί. Οσο πιο κοντά
έρθουν αυτά τα δύο
ποσοστά, τότε μεγαλώνει
το ποσοστό αύξησης των
καθαρών αποδοχών, δηλαδή
αυτών που απομένουν μετά
την αύξηση της
παρακράτησης φόρου αλλά
και των ασφαλιστικών
εισφορών. Το ζητούμενο
είναι το ποσοστό που θα
απομείνει να είναι
μεγαλύτερο από τον
ετήσιο πληθωρισμό ο
οποίος αναμένεται να
κινηθεί στην περιοχή του
2%-2,5% για την περίοδο
μέχρι το 2027,
τουλάχιστον με βάση τις
προβλέψεις που έχει
ενσωματώσει η κυβέρνηση
στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο.
Η
τιμαριθμοποίηση της
φορολογικής κλίμακας
έχει αυξημένο
δημοσιονομικό κόστος
καθώς «χτυπά» κατευθείαν
στις εισπράξεις από την
παρακράτηση του φόρου
εισοδήματος φυσικών
προσώπων. Δεδομένου ότι
η κυβέρνηση θα έχει τη
δυνατότητα να
χρηματοδοτήσει μειώσεις
φόρων και το 2027, είναι
ανοικτό το ενδεχόμενο οι
«διορθώσεις» στη
φορολογική κλίμακα να
υλοποιηθούν σε δύο
φάσεις.
|