Αρχική | Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | Marx - Soros | Contact

 
 

00:01 - 20/06/19

Χορεύοντας με τις σκιές στο Βαρώσι / Νίκος Γεωργιάδης

 

Ήταν τέλη Φλεβάρη, πριν από κάτι μήνες, όταν λίγο πριν το μεσημέρι πήρα την δημοσιά για την Αμμόχωστο. Κάμπος εύφορος. Αριστερά η πράσινη γραμμή, η ουδέτερη ζώνη οργωμένη με τα φυλάκια και από τις δύο πλευρές να στέκουν, τα περισσότερα χωρίς φρουρά, με τις σημαίες εκατέρωθεν να ξεψυχούν κρεμασμένες, ακούνητες, στους ιστούς τους.

 

 

Πέρασα την βρετανική βάση, κοίταξα τις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών, «κοιτούν την Εγγύς και Μέση Ανατολή από εδώ» είπα μέσα μου, είδα τα τακτοποιημένα κτήρια των Εγγλέζων, και μετά, γραμμή για το σύνορο. Ολιγόλεπτες διαδικασίες και ξαφνικά στα αριστερά ο αιφνιδιασμός. Κάτι σαν μυρμήγκιασμα στο σβέρκο από την αλλόκοτη εικόνα. Σύρματα και πράσινα πανιά, πινακίδες απαγορευτικές, ο φράχτης που συνεχίζεται για χιλιόμετρα, το «Τείχος» του 2019 και στο βάθος κάποια κίνηση. Μπήκα στη παλιά πόλη, αντίκρισα την εκκλησιά των Σταυροφόρων, άφησα στα αριστερά το κάστρο της Famagusta των Ιωαννιτών, ανέβηκα την ανηφόρα και έφτασα στον μαχαλά. Αιώνες τώρα, αυτός ο μαχαλάς ήταν μουσουλμανικός, τούρκικος, από τότε που οι τελευταίοι ιππότες πήραν τα μπογαλάκια τους και έφυγαν για την Μάλτα. Άφησαν το κάστρο λάφυρο στους Οθωμανούς. Ο μαχαλάς ,όπως κάθε παλιά «Μεδίνα» στις πόλεις της νοτίου και ανατολικής Μεσογείου, ακολουθεί το άναρχο σχέδιο (ανύπαρκτο σχέδιο) μίας ανθρωποκεντρικής πολεοδομίας. Στενά σοκάκια με τα σπίτια να κολλάνε το ένα πάνω στ’ άλλο, ψηλοί τοίχοι να περιβάλουν τις μικροσκοπικές αυλές, ψωριάρικα σκυλιά να γλύφουν τις πληγές τους, και μυρωδιές από τις κουζίνες, ανάκατες, μπλεγμένες, με επικυρίαρχα το κρεμμύδι και το σκόρδο. Πάντα, από τους Οθωμανούς, μιλούσαν τούρκικα σε αυτήν την γωνιά της Αμμοχώστου. Οι Ρωμιοί δεν έμεναν εκεί, προτιμούσαν άλλες γειτονιές. Κάτω, ίσια σηκωνόταν το Κάστρο, λες και Ιωαννίτες με τις μαύρες κάπες μόλις είχαν μπαρκάρει με τα καράβια τους κυνηγημένοι. Ίσα μπροστά το λιμάνι. Αριστερά το «φάντασμα». Γυρίζεις νότια –νοτιοδυτικά από την πλατεία, παίρνεις τον δρόμο που σε οδηγεί, αναπόφευκτα, στο σύνορο. Το άλλο σύνορο. Εκείνο που χωρίζει την χώρα των σκιών από την Αμμόχωστο των ζωντανών. Παρκάρεις. Προχωρείς λίγα μέτρα, μπαίνεις στην άμμο και εκεί ορθώνεται μπροστά σου το «Σκιάχτρο», ο «Σκελετός», ο ίδιος ο πόλεμος ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, τρύπες από οβίδες έχουν ανοίξει τα σωθικά του κτηρίου. Πάνω, σκουριασμένες και ερειπωμένες οι εγκαταστάσεις του ασανσέρ σε αυτό το πληγωμένο σκαρί. Για μέρες κρεμόταν από ένα καλώδιο ένα πτώμα που σάπιζε στον ήλιο. Το κατέβασαν με γερανό. Τον συνάντησε ο θάνατος την ώρα που κατέβαινε.

 

Το μάτι σου τρέχει την αμμούδα που συνεχίζεται για χιλιόμετρα. Δεξιά της, στο τέλος της παραλίας το Βαρώσι, γυμνό, νεκρό, μουγκό, λεπρό, απόκοσμο, φοβιστικό. Μία πόλη που ξαφνικά νέκρωσε εκείνο το πρωινό. «Έρχονται οι Τούρκοι». Το σινιάλο ήταν αρκετό. Μαζεύτηκαν, ούτε που το συζήτησαν, πήραν μαζί τους ότι μπορούσαν και έφυγαν. Όλοι τους, μέσα σε λίγες ώρες. Άφησαν τις πόρτες ανοικτές και το φαί στη φωτιά. «Έρχονται οι Τούρκοι» φώναξαν και έφυγαν. Δεν κοίταξαν πίσω. Πέρασαν στα μετόπισθεν, ξαπόστασαν και τότε κατάλαβαν πώς είχε πια τελειώσει. Το Βαρώσι ήταν πίσω τους βουβό, κενό.

 

Σε αυτήν την παραλία με το σύνορο πάνω στην άμμο, τα συρματοπλέγματα και τις πινακίδες, κάποτε, πριν τον πόλεμο, πριν την εισβολή, βρισκόταν μία πινακίδα. «Απαγορεύεται στους Τούρκους και στα σκυλιά». Τότε που το Βαρώσι με τα τεράστια ξενοδοχεία ανακύκλωνε την αλαζονεία και την αυταρεσκεια. Από τότε, το 1974, όταν οι Τούρκοι πάτησαν το Κάστρο, όταν οι Ρωμιοί αλαφιασμένοι και πανικόβλητοι έφυγαν κυνηγημένοι από τον φόβο, το Βαρώσι περιφραγμένο είναι μία «πεθαμένη γη». Μόνον τα πουλιά ανενόχλητα πετούν, οι γάτες και οι αρουραίοι. Στρατιές τρωκτικών άλωσαν την πόλη, μπήκαν στα σπίτια, κατέλαβαν τις πολυκατοικίες, ανέβηκαν στις ταράτσες. Έστησαν την αυτοκρατορία των τρωκτικών για δεκαετίες τώρα. Επέτρεψαν στα αναρριχητικά φυτά να θεριέψουν. Οι κισσοί κάλυψαν τις κολώνες, μετά τους τοίχους, μετά ολόκληρα τα σπίτια, μπήκαν από τα παράθυρα, έπνιξαν τις καπνοδόχους. Το Βαρώσι κατελήφθη από τους αρουραίους, τα σπουργίτια και τους κισσούς. Οι άνθρωποι έφυγαν. Έμειναν οι σκιές. Η πόλη σάπισε, νέκρωσε, αφυδατώθηκε, σώπασε.

 

Έφυγα, πήγα στο δρόμο για το λιμάνι, είδα από κοντά το Κάστρο, θεόρατο, γερό, καλοκτισμένο. Σκέφτηκα τους ηττημένους ιππότες να φθάνουν απελπισμένοι, κυνηγημένοι από τον Σαλλααντίν. Έχασαν την Ιερουσαλήμ, έχασαν την Τύρο την Χάιφα και το υπέροχο κάστρο της Γιάφα. Έφθασαν στην Famagusta τους για να ησυχάσουν, πήγαν και στη Ρόδο αλλά ο Τούρκος τους νίκησε. Μοναδικό καταφύγιο τους η Μάλτα. Έφυγαν. Άφησαν πίσω τους τις πέτρες και τα γοτθικά κωδωνοστάσια τους. Ηττήθηκαν.

 

Είχαν περάσει πια τρείς ώρες. Δεξιά και αριστερά καφενεία. Δεν σταμάτησα. Δεν ήπια ούτε ένα καφέ. Δεν κατέβασα ούτε μία γουλιά νερό. Έφυγα κυνηγημένος από τις σκιές. Στο στόμα μου η γεύση ήταν μεταλλική. Πήρα την δημοσία ανάποδα για το σύνορο. Δεξιά μου τώρα απλωνόταν το «φάντασμα».

 

Ήμουν μπερδεμένος τα τελευταία χρόνια. Βρισκόμουν στο νησί όταν εκείνο το μεσημέρι έφθασε στα χέρια των πολιτικών το «Σχέδιο Ανάν». Βλέπεις, έπινα καφέ κάθε πρωί στο «Berlin», ένα κτίσμα πάνω στο οδόφραγμα της Λήδρας. Το τελευταίο τείχος της Ευρώπης. Στο Βερολίνο είχε πέσει το «αίσχος». Μόνον στη Λευκωσία ορθωνόταν με αγένεια μπροστά τα μάτια σου.

 

Τότε, ακόμη και μέχρι πρόσφατα ήμουν μπερδεμένος. Πίστευα πώς το νησί μπορεί να ζήσει ενωμένο. Χωριστά μεν αλλά ενωμένο.

 

Εκείνο το απομεσήμερο του Φλεβάρη, όταν πέρασα το «σύνορο» και σταμάτησα δεξιά για να ξαλαφρώσω, δεν ήμουν πια μπερδεμένος. Ήταν ολοφάνερο. Ένα σύνορο, δύο κόσμοι, δύο κουλτούρες, δύο θρησκείες, δύο γλώσσες, δύο οικονομίες, δύο χαμένες μνήμες. Τίποτε το κοινό. Πολύς πόνος ανάμεσα τους, πολύ αίμα και θανατικό.

 

Η Κύπρος χάθηκε από την προδοσία των «Τρωκτικών» που στη συνέχεια έζησαν πίνοντας το αίμα των σκιών, μέχρι που και αυτές είπαν, νισάφι. Τα φασιστικά τάγματα της ΕΟΚΑ και του Ντενκτάς, του Γρίβα και των άλλων, έστησαν την στρατιά των αρουραίων, αυτά τα θρασίμια της Ιστορίας. Το χε πει ο ποιητής, το γραψε, στις Γάτες του Αι Νικόλα, αιώνες τώρα δηλητήριο, αιώνες τώρα δηλητήριο. Αυτοί κέρδισαν τελικά, έφαγαν τις σάρκες των ανθρώπων και μετά τα σωθικά της ιστορίας, τελικά ρούφηξαν και την τελευταία σταγόνα και άφησαν το Βαρώσι να θυμίζει την νίκη τους. Τώρα είναι πια αργά. Κανείς δεν θυμάται. Όλοι ξέχασαν. Οι προδότες πέθαναν. Δεν υπάρχουν πια μάρτυρες. Το έγκλημα ήταν τέλεια στημένο. Στρατιές τρωκτικών…!

 

Νίκος Γεωργιάδης (Athens Voice)

 

Greek Finance Forum

 

Σχόλια Χρηστών

HTML Comment Box is loading comments...

 

 

 

 

Δείτε όλα τα Aρθρα - Απόψεις

Plus500

Kάντε Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo -Kερδίστε bonus εγγραφής ). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....