Μετά από δεκαπέντε χρόνια
ψηφιακής κυριαρχίας, αλλά και επανειλημμένης
διατάραξης της σχέσης του με τους χρήστες, το
Facebook άλλαξε όνομα. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ
ουσιαστικά προχώρησε σε ένα soft reboot,
μετονομάζοντας τη μητρική εταιρία του Facebook
σε Meta, στρέφοντας σταδιακά το ενδιαφέρον της
στην εικονική πραγματικότητα. Από τη μία, αυτή η
απόφαση μοιάζει αυτονόητη, καθώς ένας από τους
μεγαλύτερους παίχτες του Big Data δεν θα
μπορούσε να απουσιάζει από προφανή επόμενη μέρα
των κοινωνικών δικτύων.
Από
άλλη, όμως, από το 2003
μέχρι και σήμερα, τόσο
το Facebook όσο και
προσωπικά ο Ζάκερμπεργκ
βρέθηκαν αντιμέτωποι με
αμέτρητα σκάνδαλα και
κατηγορίες, οι οποίες
για πρώτη φορά μοιάζουν
να άφησαν σημάδι.
Κοιτάζοντας σχεδόν
είκοσι χρόνια πίσω,
είναι πλέον ξεκάθαρο
πόσο άλλαξε ο κόσμος
μαζί με το Facebook,
αλλά και πόση ευθύνη
έχει το κοινωνικό δίκτυο
απέναντι στους χρήστες
του — ακόμα και αν ο
ιδρυτής του δεν ζήτησε
ποτέ να την αναλάβει.
Το
ξεκίνημα του Facebook
έχει κάτι το μυθικό. Τον
Οκτώβριο του 2003, κατά
τη διάρκεια μιας
ημιμεθυσμένης νύχτας
στον κοιτώνα του στο
Χάρβαρντ, ο Ζάκερμπεργκ
έστησε μέσα σε λίγες
ώρες το Facemash, μια
πλατφόρμα στην οποία οι
συμφοιτητές του
μπορούσαν να συγκρίνουν
ανάμεσα φωτογραφίες
φοιτητών του
πανεπιστημίου,
επιλέγοντας ποιος ή ποια
είναι περισσότερο “hot”.
Οι αρχές του
πανεπιστημίου σύντομα το
κατέβασαν ως απαράδεκτο,
όμως το Facemash —και ο
ίδιος ο Ζάκερμπεργκ—
είχαν κάνει τόσο θόρυβο,
ώστε οι δίδυμοι Τάιλερ
και Κάμερον Γουίνκελβος,
μαζί με τον συμφοιτητή
τους, Νβίντια Ναρέντα,
του ζήτησαν να συμβάλει
στη δημιουργία της
πλατφόρμας
HarvardConnection.com η
οποία αποσκοπούσε στη
δημιουργία μιας ψηφιακής
ενδοπανεπιστημιακής
κοινότητας. Ο
Ζάκερμπεργκ αρχικά
δέχτηκε, όμως σύντομα
αφοσιώθηκε στο δικό του
πλάνο. Τον Φεβρουάριο
του 2004, το προσωπικό
του δημιούργημα, The
Facebook, ήταν ζωντανό
στο διαδίκτυο. Οι
Γουίνκελβος και ο
Ναρέντα σύντομα μήνυσαν
τον πρώην συνεργάτη τους,
κερδίζοντας μια
εξωδικαστική αποζημίωση
μερικά χρόνια αργότερα.
Όπως το Facemash, έτσι
και το The Facebook
είχαν άμεση επιτυχία.
Μέσα σε μόλις μία μέρα,
περισσότεροι από χίλιοι
πεντακόσιοι φοιτητές
είχαν δημιουργήσει
λογαριασμό, ενώ τον
επόμενο μήνα η πλατφόρμα
έκανε άνοιγμα στους
φοιτητές άλλων
πανεπιστημίων της Νέας
Αγγλίας, περνώντας
σύντομα τα Καναδικά
σύνορα. Το καλοκαίρι του
2004, ο Ζάκερμπεργκ
μετακόμισε το The
Facebook στο Πάλο Άλτο
της Καλιφόρνια και
ξεκίνησε τη συνεργασία
του με τον ιδρυτή της
Napster, Σον Πάρκερ,
καθώς και με τον
συνιδρυτή του Pay Pal,
Πίτερ Τίλ, ο οποίος
επένδυσε στο κοινωνικό
δίκτυο περίπου 500.000
δολάρια. Το 2005, το The
Facebook έριξε το “the”
από το όνομα του, ενώ
από τον Σεπτέμβριο του
2006 άνοιξε τις
διαδικτυακές του πύλες
για όλους, με μόνο
κριτήριο εγγραφής τη
χρησιμοποίηση προσωπικού
email. Το 2007, το
Facebook είχε πλέον
ξεπεράσει τα έξι
εκατομμύρια ενεργών
χρηστών.
Αξίζει να σημειωθεί πως
στα πρώτα του χρόνια ως
επιχειρηματίας, ο
Ζάκερμπεργκ και οι
συμφοιτητές του
διακατέχονταν από ένα
εντυπωσιακό πανκ-ροκ
ήθος. Πέρα από το
γεγονός πως στα θεμέλια
του Facebook βρισκόταν —και
παραμένει— ο φοιτητικός
παλιμπαιδισμός του
αμετανόητου φλερτ του
Facemash, το καλοκαίρι
του 2004, ο εικοσάχρονος
Ζάκερμπεργκ αγνόησε
επιδεικτικά μια προσφορά
ύψους δέκα εκατομμυρίων
δολαρίων ώστε να
πουλήσει την εταιρία του,
ενώ από τη στιγμή που
μετακόμισε στην
Καλιφόρνια δήλωσε
ανοιχτά πως θα γυρνούσε
στη Βοστόνη μόνο αν το
Facebook αποτύγχανε. Ο
προηγούμενος
εικοσάχρονος που είχε
κάνει την ίδια ακριβώς
δήλωση σχεδόν είκοσι
χρόνια νωρίτερα ήταν ο
Μπιλ Γκέιτς· τελικά,
κανείς από τους δύο δεν
επέστρεψε.
Η
πιο καθοριστική τομή
στην ιστορία του
κοινωνικού δικτύου ήρθε
το 2009, όταν το
Facebook παρουσίασε τη
λειτουργία που σύντομα
θα μετατρεπόταν στο πιο
σκληρό νόμισμα της
σύγχρονης ιστορίας: το
Like.
Κατακτώντας τον κόσμο
Ο
ίδιος ο Γκέιτς ήταν από
τους πρώτους που
αναγνώρισαν τις
προοπτικές αυτού του
κοινωνικού δικτύου. Το
2007—και αφότου η
προσφορά εξαγοράς της
Yahoo ύψους ενός δις
απορρίφθηκε και εκείνη—η
Microsoft απέκτησε το
1.4% του Facebook για
περίπου 250 εκατομμύρια
δολάρια, εκτινάσσοντας
την τεκμαρτή αξία του
περίπου στα 15 δις. Την
ίδια χρονιά, ο
Ζάκερμπεργκ εισήγαγε το
Facebook Marketplace,
στο οποίο οι χρήστες
μπορούσαν για πρώτη φορά
να ανεβάσουν τις δικές
τους αγγελίες, ενώ το
Facebook έγινε πλέον
διαθέσιμο και σε κινητές
συσκευές. Μία εξίσου
μεγάλη αναβάθμιση ήρθε
το 2008, όταν η εταιρία
παρουσίασε το Facebook
Chat, το οποίο
μετονομάστηκε σε
Messenger το 2010, και
έγινε διαθέσιμο ως
αυτόνομη εφαρμογή. Η εισαγωγή
και η μετατροπή του chat
του Facebook ήταν σε
μεγάλο βαθμό και εκείνη
που οδήγησε στη ραγδαία
μείωση των χρηστών του —κραταιού
στα 00’s— MSN messenger.
Ωστόσο, η πιο
καθοριστική τομή στην
ιστορία του κοινωνικού
δικτύου ήρθε το 2009,
όταν το Facebook
παρουσίασε τη λειτουργία
που σύντομα θα
μετατρεπόταν στο πιο
σκληρό νόμισμα της
σύγχρονης ιστορίας: το
Like.
Αναπόφευκτα, οι αρχές
των 10’s βρήκαν το
κοινωνικό δίκτυο στην
κορυφή του κόσμου. Το
2010, το Facebook
αποτελούσε την τρίτη σε
επισκεψιμότητα
ιστοσελίδα των ΗΠΑ, πίσω
από τη Google και την
Amazon, ενώ το 2011
ανέβηκε στη δεύτερη θέση
έχοντας παράλληλα εισροή
500 εκατομμυρίων
δολαρίων σε επενδύσεις,
ανεβάζοντας τη συνολική
του αξία στα 50 δις. Το
μομέντουμ συνεχίστηκε
αμείωτο: το 2012—όταν
και η πλατφόρμα έφτασε
το ένα δισεκατομμύριο
χρήστες—το Facebook
μπήκε στο χρηματιστήριο,
εξαγοράζοντας το
Instagram για περίπου
ένα δις, ενώ το 2013
συμπεριλήφθηκε στις
πεντακόσιες μεγαλύτερες
επιχειρήσεις των ΗΠΑ
(Fortune 500).
Το
2014 το Facebook
εξαγόρασε το WhatsApp
για 16 δις, ενώ την ίδια
χρονιά εξαγόρασε και την
πλατφόρμα ψηφιακής
πραγματικότητας Oculus
για 2.3 δις, στις
λειτουργίες της οποίας
αναμένεται να επενδύσει
ακόμα περισσότερο στην
εποχή της Meta. Ως
αποτέλεσμα των
αλλεπάλληλων επενδύσεων
του, το 2015 η αξία του
Facebook έφτασε στα 200
δις, ενώ σήμερα
αποτιμάται περίπου στα
720 δις. Σε ό,τι αφορά
τον αριθμό των χρηστών
του, το Facebook
ξεκίνησε τα 2010’s με
περίπου 500 εκατομμύρια
χρήστες, ενώ πέρασε στην
επόμενη δεκαετία με
παραπάνω από 2.6 δις·
από το 2014, ο
Ζάκερμπεργκ αμείβεται με
τον συμβολικό μισθό του
ενός δολαρίου.
Τόσο ο όρος, όσο και η
παγκόσμια επιδημία των
fake news, γεννήθηκαν
και θέριεψαν στις
σελίδες, τα προφίλ, και
τα σχόλια των χρηστών
που αναγνώρισαν στο
Facebook —συνειδητά ή
υποσυνείδητα— τη
δυνατότητα να ενώνει
φωνές συχνά πέρα από τα
όρια του λούμπεν
Το
Facebook ως πολιτικό
εργαλείο
Καθόλου απροσδόκητα, το
Facebook δεν θα μπορούσε
ποτέ να αποκολληθεί από
την πολιτική λόγω της
απήχησής του. Ο πρώτος
που αντιλήφθηκε τη
χρησιμότητά του, ήταν ο
τότε άγνωστος
Γερουσιαστής από το
Ιλινόι, Μπαράκ Ομπάμα·
πίσω στο 2008, η
προεκλογική καμπάνια του
Ομπάμα αξιοποίησε σε
μέγιστο βαθμό το
Facebook ώστε να
ενισχύσει τη grassroots
φιλοσοφία της, στα
πλαίσια της οποίας οι
προσωπικές σχέσεις
μεταξύ των ψηφοφόρων και
των κατά τόπους
υπευθύνων της
εκστρατείας ήταν
απολύτως απαραίτητες.
Η
για πολλούς λόγους άνετη
νίκη του Ομπάμα έκρυψε
τα οφέλη της αξιοποίησης
του Facebook, όμως οι
εκλογές του 2008 είχαν
θέσει πλέον ένα
προηγούμενο: το πολιτικό
παιχνίδι δε θα παιζόταν
πλέον στις τηλεοράσεις
και τις εφημερίδες, αλλά
και στα κοινωνικά δίκτυα
— μέχρι να μετακινηθεί
κυρίως εκεί. Δεν είναι
καθόλου τυχαίο πως από
το 2009, το Κινεζικό
Κομμουνιστικό Κόμμα
απαγόρευσε διά παντός τη
λειτουργία του Facebook,
σε μια κίνηση που έχουν
μιμηθεί και άλλες
αυταρχικές κυβερνήσεις
ανά την υφήλιο, όπως
εκείνες της Συρίας, του
Ιράν, και του Πακιστάν,
ενώ η πρόσβαση έχει κατά
καιρούς απαγορευτεί και
σε Ρωσία, Τουρκία, Ινδία,
και Μπαγκλαντές, μεταξύ
άλλων.
Ο
πολιτικός χρόνος στον
οποίο το Facebook έγινε
για πρώτη φορά
παγκοσμίως αντιληπτό ως
πολιτικό εργαλείο ήταν
εκείνος της Αραβικής
Άνοιξης το 2011. Οι
εκτεταμένες
αντικυβερνητικές
διαδηλώσεις που
ξεκίνησαν σε Τυνησία,
Λιβύη, Αίγυπτο, Υεμένη,
Συρία, και Μπαχρέιν,
στηριχτήκαν σε τεράστιο
βαθμό στην κινητοποίηση
των πολιτών μέσω του
Facebook. Όμως, η αρχική
αισιοδοξία της συμβολής
του ως όπλο απέναντι
στον αυταρχισμό σταδιακά
ξηλώθηκε από την
παράλληλη αξιοποίηση του
ως φορέα ψευδών ειδήσεων
προς τα μέσα των 10’s.
Το
Facebook διέγραψε
δισεκατομμύρια ψεύτικους
λογαριασμούς από τον
Οκτώβριο του 2017 μέχρι
τον Μάρτιο του 2018.
Η
επιδημία των fake news
Τόσο ο όρος, όσο και η
παγκόσμια επιδημία των
fake news, γεννήθηκαν
και θέριεψαν στις
σελίδες, τα προφίλ, και
τα σχόλια των χρηστών
που αναγνώρισαν στο
Facebook —συνειδητά ή
υποσυνείδητα— τη
δυνατότητα να ενώνει
φωνές συχνά πέρα από τα
όρια του λούμπεν, που
χωρίς τα κοινωνικά
δίκτυα πιθανότατα θα
παρέμεναν στο περιθώριο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ από το
2012 μέχρι και το 2016,
ο οποίος —σαν σκοτεινό
alter ego του Ομπάμα—
τελειοποίησε τις
τεχνικές του αντιπάλου
του, παρέχοντας μέσω του
Facebook μια εναλλακτική
πραγματικότητα στους
ψηφοφόρους του,
συσπειρώνοντάς τους σε
βαθμό που κανείς δεν θα
μπορούσε να προβλέψει.
Αξίζει να σημειωθεί πως
το 2016, εταιρίες
Ρωσικών συμφερόντων
επένδυσαν περίπου
100.000 δολάρια σε
διαφημίσεις υπέρ του
Τραμπ στο Facebook.
Στον απόηχο εκείνων των
εκλογών, το Facebook
προσπάθησε σε έναν βαθμό
να αντιδράσει. Αρχικά,
το 2017 θέσπισε το
Facebook Journalism
Project ώστε να
εμβαθύνει τη σχέση του
με αξιόπιστους φορείς
ενημέρωσης, ενώ έμφαση
δόθηκε στην αξιοποίηση
fact-checkers (ειδικών,
δηλαδή, στην αναγνώριση
ψευδών ειδήσεων)· ο
ίδιος ο Ζάκερμπεργκ είχε
δηλώσει πως το Facebook
είναι σε πόλεμο με τα
fake news, τη στιγμή που
οι πρώτες μετεκλογικές
αναλύσεις γνωστοποίησαν
πως το 62% των
Αμερικάνων ενημερώνονται
πλέον κυρίως από τα
κοινωνικά δίκτυα. Όμως
το 2018, το Facebook
χρησιμοποιήθηκε με τον
ίδιο τρόπο στην καμπάνια
του Ζάιρ Μπολσονάρο,
ενός ακόμα συντηρητικού
λαϊκιστή —και δηλωμένου
υμνητή του Τραμπ— του
οποίου οι οπαδοί, χωρίς
καμία υπερβολή,
τραγουδούσαν συνθήματα
υπέρ της πλατφόρμας μετά
τη νίκη στις εκλογές της
ίδιας χρονιάς.
Προσπαθώντας να
ανταποκριθεί στις
προσδοκίες, το Facebook
διέγραψε δισεκατομμύρια
ψεύτικους λογαριασμούς
από τον Οκτώβριο του
2017 μέχρι τον Μάρτιο
του 2018. Παράλληλα, το
2019 η εταιρία θέσπισε
το Facebook News, ώστε
οι χρήστες να έχουν
πρόσβαση σε θεωρητικά
υψηλού επιπέδου ειδήσεις,
η συμπερίληψη όμως
alt-right μέσων όπως το
ακροδεξιό και
συνομωσιολογικό
Breitbart προκάλεσε
μεγάλες αντιδράσεις.
Επίσης, τον Μάρτιο του
2019, ο Μπρέντον Τραντ
επέλεξε το Facebook ως
μέσω αναμετάδοσης της
φονικής του επίθεσης σε
τζαμί στο Κράιστσερτς
της Νέας Ζηλανδίας·
αμέσως μετά την επίθεση,
η πλατφόρμα ξεκίνησε μια
εκτεταμένη εκκαθάριση
ακροδεξιών σελίδων και
λογαριασμών που
προωθούσαν φυλετική και
θρησκευτική βία, ενώ το
2020 η εταιρία αποφάσισε
να μπλοκάρει
λογαριασμούς που
αρνούνται το Ολοκαύτωμα.
Το 2020 ουσιαστικά
αποτέλεσε το μεγαλύτερο
τεστ για το κοινωνικό
δίκτυο, όταν κατά τη
διάρκεια του πρώτου
κύματος της πανδημίας
αλλά και της παράλληλης
προεκλογικής καμπάνιας
των Αμερικανικών εκλογών
του Νοεμβρίου, το
Facebook τροποποίησε τον
αλγόριθμο του έτσι ώστε
οι χρήστες να
προειδοποιούνται σχετικά
με τις ειδήσεις που
πιθανότατα αναμετέδιδαν
ανακρίβειες.
Και
στις δύο περιπτώσεις, οι
προσδοκίες που είχαν
καλλιεργηθεί σε μεγάλο
βαθμό διαψεύστηκαν. Από
τη μία αμέτρητες
συνωμοσίες και fake news
αναμεταδόθηκαν σχετικά
με την πανδημία, ενώ οι
προειδοποιήσεις της
πλατφόρμας σε πολλές από
τις διαφημίσεις του
Τραμπ δεν απέδωσαν
ιδιαίτερα, καθώς η
διάδοση τους ανάμεσα
στους οπαδούς του
συνεχίστηκε αμείωτη.
Αξίζει πάντως να
σημειωθεί, πως μετά την
επίθεση των οπαδών του
Τραμπ στο Καπιτώλιο στις
6 του περασμένου
Ιανουαρίου, το Facebook
έθεσε σε αναστολή κάθε
λογαριασμό του πρώην
πλέον Ρεπουμπλικάνου
Προέδρου μέχρι το 2023.
Το
σκάνδαλο της Cambridge
Analytica έφερε στο
προσκήνιο μερικές από
τις σκοτεινές πτυχές των
κοινωνικών δικτύων
Το
σκάνδαλο της Cambridge
Analytica
Θα
μπορούσε κανείς να πει
πως το Facebook όντως δε
θα μπορούσε να έχει όλη
την ευθύνη σχετικά με το
σύνολο του περιεχομένου
που φιλοξενεί. Άλλωστε,
τα fake news αποτελούν
το μεγαλύτερο πρόβλημα
κάθε πλατφόρμας
ενημέρωσης, οπότε θα
ήταν μάλλον παράλογο να
περίμενε κανείς από το
Facebook να μετατραπεί
σε μια όαση πολιτικής
αλήθειας και
δημοσιογραφικής
ακεραιότητας. Όμως, εκεί
που χάθηκε η μπάλα για
τον Ζάκερμπεργκ, ήταν
στο σκάνδαλο της
Cambridge Analytica, στα
πλαίσια του οποίου η
συγκεκριμένη εταιρία
απέκτησε πρόσβαση στα
δεδομένα περίπου πενήντα
εκατομμυρίων χρηστών,
αποσκοπώντας στην
επιρροή της εκλογικής
τους συμπεριφοράς.
Πιο
συγκεκριμένα, από το
2015 η Cambridge
Analytica παρείχε τα
δεδομένα των χρηστών
στις καμπάνιες τόσο του
Τεντ Κρουζ, όσο και του
Ντόναλντ Τραμπ, ενώ με
την αποκάλυψη του
σκανδάλου τον Μάρτιο του
2018, αποδείχθηκε
παράλληλα πως η εταιρία
είχε λειτουργήσει με τον
ίδιο τρόπο και στην
εκστρατεία υπέρ του
Brexit στο δημοψήφισμα
του 2016. Ουσιαστικά, η
Cambridge Analytica
διαμόρφωνε τα
ψυχογραφικά προφίλ των
χρηστών, παρέχοντας
στους πελάτες της
πληροφορίες σχετικά με
τα πολιτικά μηνύματα που
θα είχαν περισσότερη
απήχηση.
Τον
Απρίλιο του 2018, ο
Ζάκερπεργκ κλήθηκε στο
Καπιτώλιο ώστε να δώσει
εξηγήσεις. Μετά από μια
διήμερη ακρόαση, ο
ιδρυτής και επικεφαλής
του Facebook ζήτησε
συγνώμη για την προδοσία
της εμπιστοσύνης των
χρηστών, δηλώνοντας πως
το κοινωνικό δίκτυο δεν
πρέπει ποτέ να
λειτουργεί ως φορέας
fake news, λόγου μίσους,
και εξωτερικής πολιτικής
επιρροής.
Ως
αποτέλεσμα όμως, το 2019
το Αμερικανικό
ομοσπονδιακό εμπορικό
επιμελητήριο επέβαλε στο
Facebook πρόστιμο ύψους
σχεδόν 5 δις, ενώ το
2020 ζήτησε τη διάσπαση
του ομίλου, με την
κατηγορία της σύστασης
μονοπωλίου.
Παρότι η διάσπαση δεν
επιβλήθηκε, λόγω της
αποκάλυψης των
οργουελικών διαστάσεων
του, το Facebook έχασε
άμεσα πάνω από 50 δις σε
αξία· αξίζει να
σημειωθεί πως το 2018, ο
επικεφαλής τεχνολογίας
του Facebook έδωσε
κατάθεση σε επιτροπή του
Βρετανικού κοινοβουλίου,
εκπροσωπώντας τον
Ζάκερμπεργκ, ενώ ο
επικεφαλής του Facebook
ταξίδεψε στις Βρυξέλλες
ώστε να δώσει εξηγήσεις
σε αντιπροσωπεία
Ευρωβουλευτών. Το 2018,
τέλος, ήταν η πρώτη
χρονιά που το κοινωνικό
δίκτυο είδε μια παροδική
μείωση στον αριθμό των
καινούργιων ημερήσιων
χρηστών στις ΗΠΑ και τον
Καναδά.
Το
σκάνδαλο της Cambridge
Analytica έφερε στο
προσκήνιο μερικές από
τις σκοτεινές πτυχές των
κοινωνικών δικτύων. Στα
τέλη των 10’s,
δημοσιεύτηκαν πολλές
μελέτες σχετικά με την
επίδραση του Facebook
και του Instagram στην
ψυχική υγεία τόσο των
ενήλικων, όσο—κυρίως—των
ανηλίκων, καθώς και στην
επιρροή της συμπεριφοράς
σε θέματα οικογενειακών,
φιλικών, και σεξουαλικών
σχέσεων.
Παράλληλα, δόθηκε
ιδιαίτερη έμφαση στο
ζήτημα της προστασίας
των δεδομένων των
χρηστών, αλλά και στον
βαθμό στον οποίο τρίτα
μέρη—όπως απλές
εφαρμογές—είχαν πρόσβαση
σε αυτά. Σύμφωνα με τη
Φράνσις Χάουγκεν, πρώην
υπάλληλο του Facebook
από το 2018 μέχρι το
2021, η εταιρία
βρίσκεται σε μια μόνιμη
σύγκρουση ανάμεσα στο τι είναι
ηθικά σωστό, και τι εξυπηρετεί
περισσότερο τους
στρατηγικούς της
σχεδιασμούς και την
αύξηση των κερδών της.
Στις αρχές του Οκτωβρίου,
η Χάουγκεν κατέθεσε στο
Κογκρέσο σχετικά με τις
πρακτικές του Facebook
που εναντιώνονται στα
συμφέροντα του
καταναλωτή και που
πιθανώς προωθούν τη βία,
δηλώνοντας πως η εταιρία
του Ζάκερμπεργκ θα
παραμείνει «επικίνδυνη»
ακόμα και αν διασπαστεί.
Το
meta θα υπηρετεί αυτό που
υπηρετούσε και το
Facebook, να φέρει
δηλαδή του χρήστες του
πιο κοντά.
Το
meta και το μέλλον
Με
τα ψηφιακά σύννεφα να
μαζεύονται απειλητικά
πάνω από το Facebook,
δεν μοιάζει παράλογη η
κατηγορία πως η
μετονομασία της μητρικής
εταιρίας σε meta
αποτελεί αντιπερισπασμό.
Στην ανακοίνωση του, ο
Ζάκερμπεργκ είπε πως η
εταιρία δεν πρέπει πλέον
να καθορίζεται από ένα
μόλις προϊόν,
προσθέτοντας πως το
metaverse θα αποτελέσει
σταδιακά το επίκεντρο
του ενδιαφέροντος, και
όχι το Facebook.
Από
τη μία, η ψύχωση του
Ζάκερμπεργκ με την
ψηφιακή πραγματικότητα
είναι ξακουστή, από την
άλλη, όμως, ήταν
ξεκάθαρη η στόχευση της
ανακοίνωσης ώστε να
υποβαθμιστεί η σημασία
του Facebook στα
μελλοντικά του σχέδια.
Το πιθανότερο είναι πως
αυτό θα συνέβαινε έτσι
και αλλιώς, καθώς το
Facebook έχει ήδη
αλλάξει πολύ σαν
κοινωνικό δίκτυο.
Ενδεικτικά, το ποσοστό
των χρηστών άνω των 45
ετών είναι διπλάσιο
συγκριτικά με το
αντίστοιχο του Instagram
—όπου οι νεότεροι
χρήστες
υπερεκπροσωπούνται— ενώ
η δημοφιλία του Tik Tok
στους εφήβους έχει
αποτελέσει το πρώτο
σημαντικό ανταγωνιστικό
πλήγμα για τον
Ζάκερμπεργκ από το 2004.
Με άλλα λόγια, το
Facebook ίσως να έχει
ήδη απομακρυνθεί πολύ
από τον αρχικό του
χαρακτήρα, με τα
γεγονότα των τελευταίων
πέντε περίπου χρόνων να
υποβαθμίζουν ακόμα
περισσότερο την απήχηση
του σε καινούργιους
χρήστες.
Σε
κάθε περίπτωση, το meta
πιθανότατα θα
καθορίζεται από τη
βασική αρχή των
κοινωνικών δικτύων: την
παροχή μιας
προσωποποιημένης
εμπειρίας στον χρήστη.
Το ερώτημα πλέον για τον
Ζάκερμπεργκ θα αφορά την
ποιότητα, αλλά και την
ασφάλεια της ψηφιακής
ζωής των χρηστών των
εφαρμογών του, με τις
απαιτήσεις να είναι
πλέον τόσο υψηλές, όσο
και το μερίδιο της
αγοράς που ελέγχει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το
meta θα υπηρετεί αυτό που
υπηρετούσε και το
Facebook, να φέρει
δηλαδή του χρήστες του
πιο κοντά. Ο ίδιος ο
Ζάκερμπεργκ είχε πει
πριν μερικά χρόνια πως «ορισμένοι
δεν μπορούν να
καταλάβουν πως κάποιος
μπορεί να φτιάχνει
πράγματα απλά επειδή του
αρέσει».
Όμως, αυτά που έφτιαξε
από το 2004 μέχρι σήμερα,
όχι μόνο άρεσαν, αλλά
και άλλαξαν σε μεγάλο
βαθμό τον τρόπο που
δισεκατομμύρια άνθρωποι
αντιλαμβάνονται την
πραγματικότητα, και τον
εαυτό τους μέσα σε αυτή.
Ο Ζάκερμπεργκ καλείται
πλέον να αλλάξει
προσέγγιση και να δώσει
έμφαση σε πτυχές του
κόσμου που έφτιαξε, τις
οποίες όμως είχε για
χρόνια αγνοήσει — σε μια
στιγμή που μοιάζει να
μην έχει άλλη επιλογή.