Μάλιστα, πρόσφατη έρευνα
της Avrasya κατέδειξε
ότι η εκλογική επιρροή
της αξιωματικής
αντιπολίτευσης φτάνει
στο 30,4% έναντι 27,6%
του ερντογανικού
κόμματος. Το κατώφλι του
10% υπερβαίνουν άλλα δύο
αντιπολιτευόμενα κόμματα:
το ακροδεξιό «Καλό Κόμμα»
(IYI) της Ακσενέρ με
12,9% και το
φιλοκουρδικό «Δημοκρατικό
Κόμμα των Λαών» (HDP) με
11%.
Αντίθετα, το συγκυβερνών
Κόμμα Εθνικιστικής
Δράσης (MHP) του
Μπαχτσελί κατρακυλά στο
6,5% από το 11,9% που
είχε επιτύχει στις
προηγούμενες εκλογές.
Περαιτέρω, στην ίδια
έρευνα το 56% των
πολιτών ανέφερε ότι δεν
σκοπεύει να ψηφίσει τον
Ερντογάν για πρόεδρο
στις επόμενες εκλογές,
έναντι του 30,2% που
δήλωσε ότι θα τον
επιλέξει και του 13,8%
που απάντησε ότι «εξαρτάται
από τους άλλους
υποψήφιους».
Θα ήταν, όμως,
εξαιρετικά βεβιασμένο να
ισχυριστεί κανείς σήμερα
ότι ο Ερντογάν οδεύει σε
εκλογική ήττα. Άλλωστε,
η συγκεκριμένη μέτρηση
έγινε στη δίνη της
οικονομικής κρίσης, με
τον πληθωρισμό στο 21%,
και κανείς δεν γνωρίζει
υπό ποιες συνθήκες θα
διεξαχθούν οι επόμενες
προεδρικές εκλογές, που
αναμένονται τον Ιούνιο
του 2023. Μέχρι στιγμής,
όμως, το κυριότερο όπλο
του Ερντογάν δεν είναι η
συγκυρία, αλλά οι
διαφωνίες των αντιπάλων
του.
Παρά το μέτωπο που έχει
συγκροτηθεί εναντίον του,
η τουρκική αντιπολίτευση
δεν έχει κατορθώσει να
καταλήξει σε ένα κοινά
αποδεκτό πρόσωπο που θα
αναμετρηθεί με τον
Ερντογάν. Και απ’ ό,τι
φαίνεται αυτό δεν θα
είναι ιδιαίτερα εύκολο.
Ιδίως σε έναν άτυπο
αντικυβερνητικό
συνασπισμό όπου μετέχουν
κεμαλικοί,
υπερσυντηρητικοί,
σοσιαλδημοκράτες, αλλά
ακόμη και ισλαμιστές,
καθώς και πρώην
συνεργάτες του Ερντογάν.
Mιχάλης
Χατζηκωνσταντίνου
(Ναυτεμπορική) |