Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις
μεταρρυθμίσεις ακόμη και μετά το τέλος της
περιόδου της αυξημένης εποπτείας από τους
πιστωτές, έτσι ώστε να βοηθήσει στην αναβάθμιση
της αξιολόγησης του χρέους της από το καθεστώς junk, σύμφωνα
με τον επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, μεταδίδει το
Bloomberg.
"Η διαδικασία ανάκτησης
της επενδυτικής βαθμίδας
μπορεί να υποστηριχθεί
από μια συνεπή
στρατηγική με πολιτικές
που θα αντιμετωπίζουν
τις εναπομένουσες
ανισορροπίες της
ελληνικής οικονομίας",
αναφέρει ο Martin
Bijsterbosch σε γραπτή
απάντηση σε ερωτήσεις
του πρακτορείου.
Αυτές οι ανισορροπίες
προέρχονται από το υψηλό
δημόσιο χρέος και τα
προβλήματα στις τράπεζες
της χώρας, αναφέρει. Οι
μεταρρυθμίσεις που
απομένουν περιλαμβάνουν
τον εκσυγχρονισμό της
δημόσιας διοίκησης και
την ενίσχυση του
χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το Bloomberg σημειώνει
ότι η Ελλάδα υπόκειται
στη λεγόμενη ενισχυμένη
επιτήρηση από τους
επίσημους πιστωτές της
από το 2018, όταν
ολοκλήρωσε το τρίτο
πρόγραμμα διάσωσης. Αν
και η διαδικασία δεν
αναμένεται να
ολοκληρωθεί μέχρι τον
Αύγουστο, οι αποδόσεις
των κρατικών ομολόγων
ήδη αυξάνονται με "φόντο"
την προοπτική μιας
αυστηρότερης
νομισματικής πολιτικής
από την ΕΚΤ φέτος.
"Παρά τις δυσκολίες από
την πανδημία, οι
ελληνικές αρχές
προχώρησαν με την
υλοποίηση μιας
μεταρρυθμιστικής
ατζέντας κάτι που
αναμένεται να ενισχύσει
τα θεμέλια για την
οικονομική ανάπτυξη",
σύμφωνα με τον
Bijsterbosch, ο οποίος
κάλεσε την ελληνική
κυβέρνηση να συνεχίσει
τις μεταρρυθμίσεις "και
μετά το τέλος της
διαδικασίας ενισχυμένης
εποπτείας".
Ο ίδιος χαρακτήρισε "εξαιρετικό"
το σχέδιο της Ελλάδας να
χρησιμοποιήσει τα
κονδύλια της Ευρωπαϊκής
Ένωσης για την πανδημία,
σημειώνοντας ότι θα
μπορούσε να βοηθήσει στη
βελτίωση της
πιστοληπτικής ικανότητας
της χώρας. Η Ελλάδα
παραμένει δύο βαθμίδες
μακριά από την
επενδυτική βαθμίδα - ένα
επίπεδο που αναμένει να
ανακτήσει το αργότερο το
2023, αναφέρει το
Bloomberg.
Το εθνικό σχέδιο για την
βοήθεια της Ε.Ε. - το
οποίο είναι γνωστό ως
Ελλάδα 2.0 και
περιλαμβάνει τη
χρηματοδότηση πράσινων
και ψηφιακών
πρωτοβουλιών - "αντιμετωπίζει
μεγάλα και μακροχρόνια
τρωτά σημεία της
ελληνικής οικονομίας και
περιλαμβάνει σημαντικά
ποσά κοινοτικής
χρηματοδότησης",
σημειώνει ο Bijsterbosch.
Στον χρηματοπιστωτικό
τομέα, η μεγαλύτερη
πρόκληση παραμένουν τα
μη εξυπηρετούμενα δάνεια,
τα οποία αν και
μειώθηκαν από το υψηλό
των 107 δισ. ευρώ το
2016, παρέμειναν στα 21
δισ. ευρώ περίπου τον
Σεπτέμβριο.
Ο Bijsterbosch
επισημαίνει πάντως την "ουσιαστική
πρόοδο" από τις τράπεζες
στη μείωση των κόκκινων
δανείων, ενώ την ίδια
στιγμή, ο αντίκτυπος της
πανδημίας στο νέο
δανεισμό είναι μέχρι
τώρα περιορισμένος.
Ακόμα και έτσι, τονίζει
ότι οι τράπεζες πρέπει
να "επιταχύνουν τον
ρυθμό" της αναδιάρθρωσης
ή να αναζητήσουν άλλες
λύσεις για την
αντιμετώπιση του
ζητήματος.
"Τα μη αναδιαρθρωμένα
επισφαλή δάνεια, ακόμη
και αν δεν είναι πλέον
στο τραπεζικό σύστημα,
εξακολουθούν να
αποτελούν βάρος",
δηλώνει. "Καθώς η
οικονομία ανακάμπτει, η
ενίσχυση του όγκου των
δανείων που έχουν
εξυγιανθεί αποτελεί
ολοένα και πιο σημαντική
προτεραιότητα".
Ο Bijsterbosch σημείωσε
και τις άλλες προκλήσεις
για τις τράπεζες,
αναφέροντας τα εξής:
-Ενώ το νέο πλαίσιο
αφερεγγυότητας είναι ένα
σαφές βήμα προόδου, το
λεγόμενο σύστημα πώλησης
και επαναμίσθωσης [sale
and lease-back] πρέπει
ακόμα να ολοκληρωθεί
-Πρέπει να γίνουν
περισσότερα για την
εκκαθάριση του όγκου των
συχνά μακροχρόνιων
υποθέσεων αφερεγγυότητας
των νοικοκυριών
-Η καθυστέρηση στην
πληρωμή των κρατικών
εγγυήσεων πρέπει να
αντιμετωπιστεί ταχύτερα
-Τα ευρωπαϊκά δάνεια που
σχετίζονται με την
πανδημία θα πρέπει να
χορηγούνται με βάση
έγκυρες οικονομικές
εκτιμήσεις, ενώ η
χρηματοδότηση θα πρέπει
επίσης να παρέχεται σε
υγιείς μικρότερες
επιχειρήσεις χωρίς άλλες
πηγές χρηματοδότησης.