Καθώς οι δημοσιονομικοί κανόνες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν σε αναστολή, το
2022 θα είναι άλλο ένα έτος υποστηρικτικής
δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, αν και
μικρότερου μεγέθους και διαφορετικής φύσης σε
σύγκριση με το 2020 και το 2021, όπως σημειώνει
η Citirgroup. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στην
περιοχή πιθανότατα θα εξακολουθήσει να μειώνεται
σε σύγκριση με το 2020-21, σε περίπου 4,5% του
ΑΕΠ το 2022.
Όπως γράφει η
Ελευθερία Κούρταλη στο
capital.gr (παρουσιάζοντας
την έκθεση της
Citi), όμως κανένα από
τα μεγαλύτερα κράτη μέλη
της Ευρωζώνης εκτός από
τη Γερμανία δεν
προβλέπει επιστροφή στο
όριο για το έλλειμμα του
3% του ΑΕΠ πριν από το
2024 το νωρίτερο. Οι
κυβερνήσεις θα
καταργήσουν σταδιακά τα
έκτακτα μέτρα που
υιοθετήθηκαν κατά τη
διάρκεια των lockdowns
για να αντισταθμίσουν
τις ζημιές των
επιχειρήσεων και να
προστατεύσουν τις θέσεις
εργασίας, αλλά αρκετά
κράτη μέλη σχεδιάζουν να
εισαγάγουν νέα
επεκτατικά μέτρα στους
προϋπολογισμούς του
2022. Αυτά στοχεύουν στη
στήριξη της συνολικής
ζήτησης – π.χ.
φορολογικές περικοπές,
υψηλότερες δημόσιες
επενδύσεις και
επιδοτήσεις για την
άμβλυνση του ενεργειακού
σοκ, ενώ τα κεφάλαια του
Ταμείου Ανάκαμψης θα
προστεθούν στα εγχώρια
κίνητρα για την ενίσχυση
του ΑΕΠ.
Η πρόκληση των
δημοσιονομικών κανόνων -
Μείωση κατά 6,5% ετησίως
στο χρέος/ΑΕΠ της
Ελλάδας
Η συζήτηση σχετικά
με το εάν και πώς θα
αλλάξουν οι
δημοσιονομικοί κανόνες
της Ε.Ε επιταχύνεται και
μια απόφαση από τους
υπεύθυνους χάραξης
πολιτικής είναι
αναπόφευκτη το 2022. Η
Citi εξακολουθεί να
εκτιμά ότι η Ευρώπη θα
προσπαθήσει να αποφύγει
την πρόωρη δημοσιονομική
σύσφιξη που υιοθετήθηκε
μετά το 2008 -2009 και
τη χρηματοπιστωτική
κρίση που πυροδότησε μία
διπλή ύφεση η οποία και
μπορούσε να είχε
αποφευχθεί.
Η δημοσιονομική "γενναιοδωρία"
τουλάχιστον στη Γαλλία,
την Ιταλία και την
Ισπανία είναι δυνατή
επειδή οι προϋπολογισμοί
για το 2022 δεν θα
περιοριστούν από
ευρωπαϊκούς ή εθνικούς
δημοσιονομικούς κανόνες.
Ωστόσο, όταν το Σύμφωνο
Σταθερότητας και
Ανάπτυξης της Ε.Ε
ενεργοποιηθεί εκ νέου, η
κληρονομιά της αύξησης
του δανεισμού κατά τη
διάρκεια της πανδημίας
θα δείξει τα "δόντια"
της. Έτσι, 13 από τα 19
κράτη μέλη της Ευρωζώνης
(όλες οι χώρες δηλαδή,
εκτός από τις Ιρλανδία,
Σλοβακία, Ολλανδία,
Λιθουανία, Λετονία,
Λουξεμβούργο και Εσθονία)
θα υπερβούν το όριο του
60% για το χρέος προς
ΑΕΠ, από 10 χώρες που
ήταν πριν ξεσπάσει η
πανδημία το 2019.
Σύμφωνα με το
δημοσιονομικό σύμφωνο,
θα αναγκαστούν να
μειώσουν τον δείκτη
χρέους κατά το 1/20 της
υπέρβασης του 60% κάθε
χρόνο, κάτι που θα
απαιτούσε τη μείωσή του
μεταξύ του 0,6% του ΑΕΠ
ετησίως για τη Γερμανία
και 6,5% του ΑΕΠ για την
Ελλάδα ή 4,5% του ΑΕΠ
για την Ιταλία – κάτι το
οποίο μαθηματικά είναι
σχεδόν αδύνατο.
Όπως επισημαίνει η
Citi, ο κανόνας για το
χρέος ήταν πάντα δύσκολο
να εφαρμοστεί και κανένα
μέλος της Ευρωζώνης δεν
είχε τεθεί ποτέ σε
διαδικασία υπερβολικού
ελλείμματος (EDP) λόγω
της παραβίασής του.
Ωστόσο, έξι κράτη μέλη
της Ευρωζώνης θα
υπερβούν τον κανόνα του
3% του ΑΕΠ για το
έλλειμμα σύμφωνα με τις
προβλέψεις για το 2023
που περιέχονται στα
προσχέδια των
προϋπολογισμών ή στις
προβλέψεις του ΔΝΤ.
Πέντε από αυτά τα κράτη
θα παραβιάζουν και τα
δύο κριτήρια το 2023 (Μάλτα,
Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία
και Ισπανία). Και αυτή
είναι η ομάδα των χωρών
που κινδυνεύει
περισσότερο από
σημαντική αναγκαστική
λιτότητα, τουλάχιστον
θεωρητικά.
Οι προτάσεις και η
τεράστια ανηφόρα της
Ελλάδας
Η δημοσιονομική
λιτότητα που απαιτείται
ειδικά από τον κανόνα
του χρέους, είναι
απίθανο να είναι
ρεαλιστική σε πολλές
περιπτώσεις, σημειώνει η
αμερικανική τράπεζα.
Πολλά κράτη μέλη
πιθανότατα δεν θα
συμμορφωθούν και έτσι θα
υπονόμευαν περαιτέρω την
αξιοπιστία των κανόνων.
Ως εκ τούτου, η Κομισιόν
έχει ξεκινήσει μια
διαβούλευση για τη
μεταρρύθμιση των
δημοσιονομικών κανόνων
της Ευρωζώνης και
ανάμεσα στις μέχρι τώρα
προτάσεις είναι οι εξής:
Μία πρόταση του ESM
για αύξηση του ορίου του
δημόσιου χρέους από το
60% του ΑΕΠ στο 100% του
ΑΕΠ. Από τις έξι χώρες
που θα κατέληγαν σε
διαδικασία υπερβολικού
ελλείμματος λόγω
υπέρβασης του ορίου του
ελλείμματος του 3% του
ΑΕΠ, μόνο τέσσερις θα
εξακολουθήσουν να
πλήττονται και τρεις από
αυτές (Βέλγιο, Ισπανία
και Γαλλία) θα έχουν
σχετικά ήπιες ανάγκες
προσαρμογής (μία μείωση
του χρέος /ΑΕΠ κάτω του
1% του ΑΕΠ ετησίως
σύμφωνα με τον κανόνα
του 1/20). Μόνο η Ιταλία
και η Ελλάδα θα είχαν να
ανέβουν ένα κυριολεκτικά
τεράστιο βουνό.
Επίσης, υπάρχει μια
σειρά προτάσεων για την
αντικατάσταση των
κανόνων για το χρέος και
το έλλειμμα με έναν
κανόνα δαπανών, όπου η
αύξηση των κρατικών
δαπανών περιορίζεται από
τη δυνητική αύξηση του
ΑΕΠ ( πχ του Pisani-Ferry).
Άλλοι (π.χ. το μέλος
του Γερμανικού
Συμβουλίου Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων Peter
Bofinger) έχουν ζητήσει
δημοσιονομικούς κανόνες
τύπου "χρυσού κανόνα"
όπου μόνο οι τρέχουσες
δαπάνες και τα
φορολογικά έσοδα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη,
και οι καθαρές δημόσιες
επενδύσεις να
εξαιρούνται.
Υπάρχει επίσης μια
σειρά προτάσεων για τη
μείωση των δεικτών
χρέους, με
αμοιβαιοποίηση μεταξύ
των κρατών μελών ή - σε
μια λιγότερο ευνοϊκή
εκδοχή - με
αναδιαρθρώσεις κρατικών
χρεών.
Όπως καταλήγει η
Citi, η μεταρρύθμιση των
δημοσιονομικών κανόνων
θα πρέπει να είναι
βασικό θέμα για το
Eurogroup των υπουργών
Οικονομικών καθώς και
για το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο το 2022. Το
αποτέλεσμα θα μπορούσε
να είναι καθοριστικό για
το αν η Ευρώπη θα
επαναλάβει τα λάθη της
μετά την κρίση του 2008.
Τότε, η πρόωρη
δημοσιονομική σύσφιξη
και η έλλειψη δέσμευσης
από τα νομισματικά και
δημοσιονομικά backstops
της Ευρωζώνης προκάλεσαν
μια ύφεση διπλής πτώσης
που θα μπορούσε να είχε
αποφευχθεί.