|
|
|
|
|
|
Σύμφωνα με τα στοιχεία
αυτά, πέρυσι το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην
Ελλάδα σε
όρους αγοραστικής
δύναμης (Purchasing
Power Standards) αντιστοιχούσε
στο 62% του μέσου όρου
της ΕΕ έναντι
66% το 2019 και ήταν το
δεύτερο χαμηλότερο στο
σύνολο των 27 χωρών της
περιοχής μετά από αυτό
της Βουλγαρίας, το οποίο
αυξήθηκε στο 55% από 53%
το 2019.

Είναι χαρακτηριστικό
επίσης πως με βάση τα
επίσημα στατιστικά, πολύ
χαμηλή είναι και η μέση
πραγματική κατανάλωση (actual
individual consumption,
AIC) στην Ελλάδα το
2020, η οποία υποχώρησε
στο 74% του μέσου όρου
της ΕΕ από
77% το προηγούμενο έτος
και είναι η έκτη
χαμηλότερη μετά από τη
Βουλγαρία (61%), την
Κροατία (68%), την
Ουγγαρία και Λετονία
(70%) και τη Σλοβακία
(71%)
Η
πολύ χαμηλή θέση της
χώρας μας όσον αφορά το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ
οφείλεται και στο
γεγονός ότι
το επίπεδο τιμών είναι
σημαντικό υψηλότερο σε
σχέση με το σύνολο
σχεδόν των χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης, με
αποτέλεσμα σε όρους
αγοραστικής δύναμης να
υστερούμε έναντι ακόμη
και χωρών που έχουν
χαμηλότερο ονομαστικό
κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, το ίδιο
ισχύει και για τη μέση
κατανάλωση που είναι
εκφρασμένη επίσης σε
όρους αγοραστικής
δύναμης.
Η Ελλάδα έχει μείνει
πολύ πίσω από τις άλλες
χώρες της περιφέρειας
της Ευρωζώνης,
με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
στην Πορτογαλία να
αντιστοιχεί στο 76% του
μέσου όρου της ΕΕ και
στην Ισπανία στο 84%.
Όπως σχολιάζει και η
Ημερησία, προβληματισμό
προκαλεί και το γεγονός
Βέβαια, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η Ελλάδα,
με βάση όλες τις έρευνες
έχει πολύ μεγαλύτερη
παραοικονομία από τον
μέσο όρο της ΕΕ, με το
ποσοστό της να υπολογίζεται
έως και το 25-30% της
επίσης οικονομίας. Αυτό
σημαίνει ότι το βιοτικό
επίπεδο των Ελλήνων
είναι μάλλον υψηλότερο
από αυτό που δείχνουν τα
στατιστικά στοιχεία της
Eurostat, αλλά και πάλι
η υποχώρηση της θέσης
τους σε σχέση με τους
άλλους Ευρωπαίους είναι
σαφής.
|
|