|
Εκτίμηση της Goldman
Sachs είναι ότι η ΕΚΤ θα υπογραμμίσει
την ανάγκη για ευελιξία,
αναγνωρίζοντας ότι η
μετάβαση από το έκτακτο
πρόγραμμα αγοράς PEPP
στο τακτικό πρόγραμμα
APP θα γίνει ομαλά με
κάποιου είδους «γέφυρα», προκειμένου
να στηριχθούν η ελληνική
και άλλες οικονομίες και
να αποτραπεί η αστάθεια
στην αγορά. Η αύξηση των
επιτοκίων δεν θα έρθει
πριν το 2024.
Σημειώνει πάντως ότι όσο
θα μειώνεται η στήριξη
της νομισματικής
πολιτικής, την επόμενη
πενταετία η
δημοσιονομική πολιτική
θα είναι πιο σημαντική
από ποτέ. Είναι ένα
μεταβαλλόμενο πλαίσιο
στο οποίο η Νότια Ευρώπη
δεν θα χάνει, αλλά θα
κερδίζει διαφορετικού
είδους στήριξη.
Αναφερόμενος τέλος στην ενεργειακή
κρίση ο κ. Tadei εκφράζει
ανησυχία για το
ενδεχόμενο η αρνητική
επίδραση στην προσφορά
να έχει μεγαλύτερη
διάρκεια από ό,τι o
αντίκτυπος της Covid. «Η
πράσινη μετάβαση είναι
μία μετάβαση για την
οποία δεν έχουμε
διασφαλίσει τα
απαιτούμενα επίπεδα
παραγωγής ενέργειας»
σχολιάζει.
Ακολουθεί ολόκληρη η
συνέντευξη:
Η ελληνική κυβέρνηση και
οι αναλυτές έχουν
ανεβάσει αισθητά τον
πήχυ για την ανάπτυξη
της εφετινής χρονιάς,
ενώ εκτιμούν ότι η
δυναμική ανάκαμψη θα
συνεχιστεί και το 2022.
Ωστόσο υπάρχει έντονη
αβεβαιότητα για την
εξέλιξη της πανδημίας
και τον αντίκτυπό της.
Ποια είναι η πρόβλεψη
της Goldman Sachs;
Συμμεριζόμαστε την
εποικοδομητική άποψη για
την ελληνική οικονομία.
Η συνεχής και άνευ
προηγουμένου στήριξη από
το Ταμείο Ανάκαμψης,
ένας στέρεος ρυθμός
εμβολιασμών και μία
σταθερή κυβέρνηση είναι
όλα απαραίτητα συστατικά
για μία γρήγορη ανάκαμψη
και μία βιώσιμη ανάπτυξη
στη συνέχεια. Ωστόσο
εξαιτίας της νέας
έξαρσης της Covid έχουμε
υποβαθμίσει κατά 0,4%
την πρόβλεψή μας για την
παγκόσμια ανάπτυξη -
κάτι που εν μέρει θα
αντισταθμιστεί από
ισχυρότερη ανάπτυξη το
2023. Η Ευρωζώνη
φαίνεται να τα πηγαίνει
σχετικά καλύτερα σε
σχέση με τον υπόλοιπο
κόσμο, με βραδύτερη
ανάπτυξη στο πρώτο μισό
του 2022, που θα
καλυφθεί από την
ισχυρότερη ανάπτυξη στο
δεύτερο μισό. Δεδομένης
της αβεβαιότητας που
συνδέεται με τη
μετάλλαξη Όμικρον, ο
σημερινός κίνδυνος
συνολικά για την
ευρωπαϊκή οικονομία
είναι υψηλότερος στις
αρχές του 2022. Σε κάθε
περίπτωση η αναζωπύρωση της
Covid μπορεί να ανακόψει
την ταχύτητα της
ανάκαμψης, να την
καθυστερήσει, αλλά είναι
απίθανο να αφαιρέσει την
ευκαιρία.
Η ενεργειακή κρίση και ο
υψηλός πληθωρισμός
επίσης συνιστούν σοβαρό
κίνδυνο για τις
ευρωπαϊκές οικονομίες.
Πιστεύετε ότι τα μέτρα,
που λαμβάνονται από τις
κυβερνήσεις είναι αρκετά;
Θα μπορούσε να υπάρξει
μία πιο ισχυρή απάντηση
σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Βλέπουμε τις κυβερνήσεις
να επενδύουν ολοένα και
περισσότερους
δημοσιονομικούς πόρους
για να μετριάσουν τον
αντίκτυπο των
ενεργειακών τιμών στα
νοικοκυριά και τις
μικρές επιχειρήσεις. Η Ιταλία ανακοίνωσε
ότι σχεδόν θα
διπλασιάσει, στα 4 δισ.
ευρώ, τη στήριξη για το
2022. Στην Ευρώπη η
απάντηση στην κρίση έχει
λάβει δύο διαφορετικές
κατευθύνσεις: χώρες όπως
η Ιταλία, η Γαλλία και
η Ισπανία έχουν
εκμεταλλευθεί τον
δημοσιονομικό χώρο που
έχουν για να μειώσουν
φόρους και τέλη στις
ενεργειακές τιμές. Άλλες,
συμπεριλαμβανομένης της
Ελλάδας, έχουν παράσχει
σημαντική άμεση στήριξη
σε νοικοκυριά και
μικρομεσαίες
επιχειρήσεις. Δεν
εκπλήσσει το γεγονός ότι
η πρώτη απάντηση
πολιτικής, αυτή δηλαδή
που περιλαμβάνει
χαμηλότερους φόρους και
τέλη, έχει τον
ισχυρότερο
αποπληθωριστικό
αντίκτυπο. Σε γενικές
γραμμές μπορούμε να
πούμε ότι το σοκ των
ενεργειακών τιμών δεν
είναι απλά ένα πρόβλημα
πληθωρισμού, αλλά επίσης
ένας «φόρος» στο
διαθέσιμο εισόδημα, που
κατά μέσο όρο είναι 0,3%
στην Ευρωζώνη. Δεν είναι
τεράστιο το ποσό, αλλά
μπορεί κανείς πολύ καλά
να δει ότι η απάντηση
των κυβερνήσεων μπορεί
να ενισχυθεί περαιτέρω
εάν οι ενεργειακές τιμές
αυξηθούν ξανά στις αρχές
του 2022. Το πραγματικό
ερώτημα είναι εάν η
μείωση των επενδύσεων
στην ενέργεια και τα
εμπορεύματα θα
δημιουργήσουν μία
αρνητική επίδραση στην
προσφορά που θα έχει
μεγαλύτερη διάρκεια από
ό,τι οι ανησυχίες για
την Covid. H πράσινη
μετάβαση είναι μία
μετάβαση για την οποία δεν
έχουμε διασφαλίσει τα
απαιτούμενα επίπεδα
παραγωγής ενέργειας.
Ο συνδυασμός νέων
lockdown και υψηλών
τιμών συνιστά μία
δύσκολη εξίσωση για την
ΕΚΤ. Τι θα πρέπει να
περιμένουμε στο μέτωπο
της νομισματικής
πολιτικής την επόμενη
χρονιά;
Η ίδια αβεβαιότητα που
όλοι αντιμετωπίζουμε
ισχύει και για τους
αξιωματούχους στην
κεντρική τράπεζα. Είναι
λοιπόν λογικό να
περιμένουμε ένα
επιφυλακτικό μήνυμα από
την ΕΚΤ, αλλά υπάρχουν
κάποια δεδομένα που
ξεχωρίζουν.
Πρώτον η προοπτική του
πληθωρισμού. Τα μέλη του
Διοικητικού Συμβουλίου
διατηρούν την πεποίθηση
ότι η σημερινή έξαρση
του πληθωρισμού είναι
εν πολλοίς προσωρινή και
ότι ο δείκτης θα
υποχωρήσει κάτω από τον
στόχο του 2% έως τα τέλη
του 2022, αλλά ορισμένοι
αξιωματούχοι της ΕΚΤ
έχουν δώσει έμφαση στον
ανοδικό κίνδυνο των
προοπτικών του
πληθωρισμού
υπογραμμίζοντας την
ανάγκη για ευελιξία στην
πολιτική.
Το δεύτερο έχει να κάνει
με την ακολουθία της
πολιτικής. Σε αντίθεση
με την Τράπεζα της
Αγγλίας, που συζητά
αύξηση των επιτοκίων
πριν λήξη το πρόγραμμα
αγοράς κρατικών ομολόγων,
η στρατηγική της ΕΚΤ
έχει ξεκαθαρίσει ότι τα
επιτόκια είναι εργαλεία
για που προσφέρουν
guidance για το μέλλον.
Αυτό σημαίνει ότι είναι
εξαιρετικά απίθανο να
έχουμε κάποια κίνηση στα
επιτόκια πριν
τερματιστούν τα
προγράμματα αγοράς
κρατικών ομολόγων. Η
αλλαγή αυτής της
ακολουθίας θα ήταν μία
δραστική ανατροπή του
πλαισίου πολιτικής της
ΕΚΤ.
Τρίτον, η πρόεδρος
Λαγκάρντ και άλλα μέλη
του Διοικητικού
Συμβουλίου, βλέπουν
περιορισμένο αντίκτυπο
της Covid στην ευρωπαϊκή
οικονομία και έχουν
επανεβαβαιώσει ότι το
PEPP είναι ένα έκτακτο
πρόγραμμα αντιμετώπισης
της πανδημίας, που έχει
προγραμματιστεί να λήξει
τον Μάρτιο του 2022.
Επομένως περιμένουμε από την
ΕΚΤ να είναι
επιφυλακτική, να
υπογραμμίσει την ανάγκη
για ευελιξία, αναγνωρίζοντας
ότι η μετάβαση από το
PEPP (μέσω του οποίου
σήμερα αγοράζει κρατικά
ομόλογα ύψους 70 δισ.
ευρώ μηνιαίως) στο
τακτικό πρόγραμμα APP (που
έχει οριστεί στα 20 δισ.
ευρώ τον μήνα) θα είναι
ομαλή με κάποιου είδους
«γέφυρα» για να αποφύγει
την αστάθεια στην αγορά.
Μετά τη γέφυρα αυτή
περιμένουμε το APP να
συνεχιστεί έως τα τέλη
του 2023 και την αύξηση
των επιτοκίων να μην
έρχεται πριν από το
2024.
Πώς θα επηρεάσουν όλα
αυτά τις αγορές;
Εξαρτάται από το πόσο
αποτελεσματική θα είναι
η επικοινωνία σχετικά με
την ευελιξία της
πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει
όλα τα εργαλεία για να
απαντήσει στην αστάθεια
των αγορών. Είναι το
πόσο γρήγορα θα
απαντήσει στην αστάθεια,
αυτό που θα κάνει τη
διαφορά. Όλοι
καταλαβαίνουν ότι η
κατάσταση είναι πολύ
αβέβαιη και κανείς δεν
απαιτεί από την ΕΚΤ να
προβλέψει το μέλλον.
Αυτό που έχει σημασία
είναι η ικανότητά της να
ενεργοποιήσει μία άμεση
και αποτελεσματική
απάντηση όταν χρειαστεί.
Περιμένουμε από την ΕΚΤ
να επαναβεβαιώσει ένα
μήνυμα ευελιξίας και «προαιρετικότητας»,
πιθανόν χωρίς να δώσει
πολλές λεπτομέρειες για
το πώς και πότε θα
απαντήσει στις
προκλήσεις, που ίσως
αναδυθούν στο προσεχές
μέλλον. Ο αντίκτυπος
στις αγορές θα εξαρτηθεί
από το πόσο οι επενδυτές
θα πειστούν ότι η ΕΚΤ θα
δώσει ισχυρή απάντηση σε
περίπτωση που η
επιδείνωση των
οικονομικών συνθηκών
αποτελέσει κίνδυνο
κατακερματισμού της
αγοράς κρατικού χρέους.
Η Ελλάδα και άλλες χώρες
της λεγόμενης
περιφέρειας έχουν μέχρι
στιγμής βρει ισχυρή
στήριξη από την πολιτική
της ΕΚΤ, που διατηρεί σε
χαμηλά επίπεδα τις
αποδόσεις των ομολόγων.
Θα διατηρηθεί αυτή η
στήριξη;
Αυτή η στήριξη έχει έναν
στόχο και χτίστηκε πάνω σε
δύο παραδοχές. Ο στόχος
είναι να αποφευχθεί ο
κατακερματισμός και να
διατηρηθεί η ενιαία
αγορά ως το πιο
σημαντικό επίτευγμα της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Οι δύο παραδοχές ήταν το
άνευ προηγουμένου πλήγμα
στην οικονομική
δραστηριότητα εξαιτίας
της πανδημίας και οι
υποτονικές προοπτικές
του πληθωρισμού. Ο
στόχος εξακολουθεί να
είναι εκεί, αλλά οι δύο
παραδοχές σιγά - σιγά
αλλάζουν. Εν τω μεταξύ η
Ευρωπαϊκή Ένωση έχει
ενεργοποιήσει άνευ
προηγουμένου
δημοσιονομική στήριξη,
αδιανόητη σε μέγεθος και
εύρος πριν από την ύφεση,
που προκάλεσε η Covid. H
δημοσιονομική στήριξη
από το Ταμείο Ανάκαμψης
έχει πολύ ξεκάθαρη
περιφερειακή στόχευση,
με τον Νότο (Ιταλία,
Ισπανία, Πορτογαλία και
Ελλάδα) να είναι στο
προσκήνιο προσελκύοντας
σχεδόν το 65% των 550
δισ. Μόνο για την Ελλάδα
το πρόγραμμα προσφέρει
δημοσιονομική στήριξη
έως και το 18% του ΑΕΠ
σε 5 χρόνια. Είναι άνευ
προηγουμένου πόροι για
τη χρηματοδότηση
επενδύσεων σε
στρατηγικούς τομείς, τον
περαιτέρω εκσυγχρονισμό
της οικονομίας και την
υλοποίηση διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων που έχει
ανάγκη η ελληνική
οικονομία. Καθώς η
νομισματική στήριξη θα
μειώνεται, τουλάχιστον
στη μορφή που την έχουμε
δει έως τώρα, εισερχόμαστε
σε έναν κόσμο όπου η
δημοσιονομική πολιτική
θα είναι για τα επόμενα
πέντε χρόνια στην Ευρώπη
πιο σημαντική από ό,τι
ήταν εδώ και δεκαετίες. Είναι
ένα εξελισσόμενο πλαίσιο
πολιτικής, στο οποίο η
Νότια Ευρώπη δεν θα
χάνει, αλλά θα κερδίζει
μία διαφορετικού είδους
στήριξη.
Τα ελληνικά ομόλογα
εξακολουθούν να είναι σε
καθεστώς junk. Πόσο
σύντομα μπορούμε να
περιμένουμε να ανέβουν
στην επενδυτική βαθμίδα;
Όλα εξαρτώνται από την
ικανότητα της χώρας να
μπει στο μονοπάτι
διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων. Πρέπει
να πω - και συγγνώμη εάν
επαναλαμβάνομαι- ότι το
Ταμείο Ανάκαμψης
προσφέρει ένα μοναδικό
παράθυρο ευκαιρίας να το
πετύχει αυτό πιο σύντομα
παρά αργά. Αυτό επίσης
δημιουργεί και
μεγαλύτερη ευθύνη στην
ικανότητα της κυβέρνησης
να διασφαλίσει την
κατάλληλη εφαρμογή. Ένα
καθυστερημένο Ταμείο
Ανάκαμψης θα είναι ένα
αποτυχημένο ταμείο
ανάκαμψης. Αυτός είναι ο
μεγαλύτερος κίνδυνος
κατά τη γνώμη μας.
Εάν είχατε μία συμβουλή
για την ελληνική
κυβέρνηση, ποια θα ήταν
αυτή;
Δεν είναι ο ρόλος μας να
δίνουμε συμβουλές σε μία
κυβέρνηση. Έχω μάθει από
προσωπική εμπειρία ότι η
διακυβέρνηση είναι μία
από τις πιο δύσκολες
δουλειές που μπορεί να
ανατεθεί σε κάποιον.
Επιτρέψτε μου απλώς να
ευχηθώ καλή τύχη στην
ελληνική κυβέρνηση στο
έργο της να βοηθήσει τη
χώρα να αξιοποιήσει την
ευκαιρία που προσφέρεται
από την ευρωπαϊκή
στήριξη. Νομίζω όλοι
έχουμε ανάγκη από την
τύχη αυτή. |