Οι Έλληνες
πλοιοκτήτες επωφελούνται από τις υψηλότερες
τιμές του φυσικού αερίου και από την προσπάθεια
της Ευρώπης να περιορίσει την εξάρτησή της από
τη Ρωσία, καθώς επένδυσαν εγκαίρως σε
δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν υγροποιημένο φυσικό
αέριο LNG, επισημαίνει η οικονομική εφημερίδα
Handelsblatt.
Σύμφωνα με την εφημερίδα,
η κρίση του φυσικού
αερίου εξαναγκάζει την
Ευρώπη να επανεξετάσει
την εξάρτησή της από τη
Ρωσία, ενώ σε περίπτωση
ρωσικής εισβολής στην
Ουκρανία, υπάρχει
κίνδυνος ελλείψεων στον
εφοδιασμό. Το LNG μπορεί
να βοηθήσει στην
εξασφάλιση του
εφοδιασμού της Ευρώπης,
τονίζεται στο
δημοσίευμα.
«Αυτή είναι μία καλή
είδηση για τους Έλληνες
εφοπλιστές, καθώς έχουν
επενδύσει μεγάλα
κεφάλαια τα τελευταία
χρόνια στην κατασκευή
δεξαμενόπλοιων LNG και
σήμερα διαθέτουν τον πιο
σύγχρονο στόλο αυτών των
εξειδικευμένων πλοίων
στον κόσμο», αναφέρει
χαρακτηριστικά η
εφημερίδα και παραθέτει
στοιχεία από τη βάση
δεδομένων Vessels Value,
σύμφωνα με τα οποία η
Ελλάδα διέθετε στο τέλος
του 2021 δεξαμενόπλοια
LNG αξίας 19,11
δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτό τοποθετεί τους
Έλληνες πλοιοκτήτες
παγκοσμίως στην κορυφή,
με δεύτερη την Ιαπωνία
με 18,1 δισεκατομμύρια
δολάρια και τρίτη την
Κίνα με 10,5
δισεκατομμύρια. Οι
Γερμανοί πλοιοκτήτες έως
τώρα αγνοούσαν σχεδόν
πλήρως τη συγκεκριμένη
τάση, με τον αντίστοιχο
στόλο τους να αξίζει
μόλις 440 εκατομμύρια
δολάρια.
Ο ελληνικός στόλος LNG
αυξήθηκε πέρυσι από 82
σε 105 μονάδες, ενώ κατά
μέσο όρο τα πλοία είναι
ηλικίας μόλις 5,3 ετών.
Επιπλέον, από τα 127
δεξαμενόπλοια LNG που
κατασκευάζονται αυτή τη
στιγμή, τα 57 ανήκουν σε
Έλληνες πλοιοκτήτες.
Όπως αναφέρει η
Handelsblatt, ο
παγκόσμιος όγκος
συναλλαγών LNG έχει
διπλασιαστεί την
τελευταία δεκαετία και
οι Έλληνες πλοιοκτήτες
εντόπισαν νωρίς την τάση
προς το υγροποιημένο
αέριο, επενδύοντας
στοχευμένα σε τέτοια
δεξαμενόπλοια από τη
δεκαετία του '90. Είχαν
μάλιστα σημαντική
επιρροή στον σχεδιασμό
των πλοίων, όπως στην
ανάπτυξη ιδιαίτερα
ελαφρών δεξαμενών αερίου.
Μέχρι τώρα, τα πλοία των
Ελλήνων πλοιοκτητών
ναυλώνονταν κυρίως στην
Ασία, καθώς η Κίνα, η
Ιαπωνία, η Νότια Κορέα
και η Ταϊβάν είναι
παραδοσιακά οι
μεγαλύτεροι αγοραστές
LNG. Από τους
σημαντικότερους
προμηθευτές στην ίδια
περιοχή είναι η
Αυστραλία. Στο μεταξύ οι
ΗΠΑ εξελίσσονται σε μια
από τις πιο σημαντικές
χώρες-προμηθευτές
φυσικού αερίου για τον
εφοδιασμό της Ευρώπης.
Αναμένεται μάλιστα να
ξεπεράσουν και την
Αυστραλία και το Κατάρ
και να γίνουν οι
μεγαλύτεροι εξαγωγείς
LNG στον κόσμο.
Από τις αρχές του 2016,
συνεχίζει το δημοσίευμα,
οι ναύλοι για τα
δεξαμενόπλοια LNG έχουν
εξαπλασιαστεί. «Οι
πλοιοκτήτες επωφελούνται
επιπλέον από την
τρέχουσα κρίση, καθώς με
την αύξηση της τιμής του
φυσικού αερίου
εκτοξεύονται και οι
ναύλοι. Ενώ η ημερήσια
τιμή για ένα πλοίο
χωρητικότητας 160.000
κυβικών μέτρων ήταν
50.000 δολάρια στο τέλος
Σεπτεμβρίου 2021,
περισσότερα από 200.000
δολάρια πληρώνονταν ήδη
από τον Οκτώβριο και
μετά», εξηγεί ο
συντάκτης και σημειώνει
ότι παρατηρητές τής
αγοράς περιμένουν μείωση
των τιμών εντός του
2022, η μεταφορά ωστόσο
του LNG εκτιμάται ότι θα
παραμείνει εξαιρετικά
κερδοφόρα συναλλαγή,
καθώς οι δυνατότητες
μεταφοράς του είναι
περιορισμένες. Σύμφωνα
μάλιστα με παρατηρητές
της ελληνικής
ναυτιλιακής αγοράς, η
παγκόσμια ζήτηση για
χωρητικότητα LNG θα
διπλασιαστεί μέχρι το
2040.
Το δημοσίευμα αναφέρεται
ακόμη στην κατασκευή
τερματικού σταθμού LNG
στα ανοιχτά της
Αλεξανδρούπολης, από την
ελληνοβουλγαρική
κοινοπραξία Gastrade, η
οποία, με ειδική πλωτή
εγκατάσταση, θα μπορεί
από το 2023 να παραδίδει
LNG στα δεξαμενόπλοια,
όπου θα αποθηκεύεται
προσωρινά και μετά θα
επαναεριοποιείται. «Η
Αλεξανδρούπολη μπορεί
έτσι να διαδραματίσει
σημαντικό ρόλο στην
ενεργειακή ασφάλεια της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τεχνικά θα ήταν δυνατόν
μέσω της εγκατάστασης να
προμηθεύονται φυσικό
αέριο ακόμα και η
Μολδαβία και η Ουκρανία»,
αναφέρει η Gastrade στην
Handelsblatt.