Η
Ελλάδα θα μπορούσε να δει την πιστοληπτική
ικανότητα της να αναβαθμίζεται και από τους
τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης μέσα στο
πρώτο εξάμηνο του 2022, πιστεύει η JP Morgan. Εκτιμά,
μάλιστα, ότι ο κύκλος αναβαθμίσεων ίσως να
ανοίξει από αυτή την Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου,
με το προγραμματισμένο review της Fitch. Η
επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα
αναμένεται στα τέλη του 2022 ή τις αρχές του
2023. Στο πλαίσιο αυτό, ο οίκος συστήνει στους
πελάτες του να διατηρήσουν τις long θέσεις τους
στα ελληνικά 10ετή ομόλογα έναντι των
αντίστοιχων πορτογαλικών.
Εν μέσω αισιόδοξων
μακροοικονομικών και
πολιτικών προοπτικών και
με φόντο τις προβλέψεις
της για σταθερά spreads
παρά τη μείωση της
στήριξης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, η JP
Morgan (την έκθεση
παρουσιάζει το Money
Review) εκτιμά ότι οι
αναβαθμίσεις θα είναι
περισσότερες από τις
υποβαθμίσεις στην
Ευρωζώνη το 2022.
«Βλέπουμε υψηλές
πιθανότητες για
περαιτέρω αναβαθμίσεις
των χωρών με χαμηλή
αξιολόγηση όπως είναι η
Κύπρος και κυρίως η
Ελλάδα», αναφέρουν
χαρακτηριστικά οι
αναλυτές. Στις υπόλοιπες
χώρες, ο οίκος βλέπει
περιορισμένα περιθώρια
για αναβαθμίσεις, καθώς
δίνει πιθανότητες 50% ή
και παραπάνω μόνο στην
Ιρλανδία, εντοπίζοντας,
πάντως, περιθώρια για
θετικές κινήσεις και
στην Ιταλία.
Ποιες είναι οι πιο
ενδιαφέρουσες
ημερομηνίες για την
ελληνική αξιολόγηση; Η
JP Morgan θεωρεί ότι οι
αναβαθμίσεις των οίκων
μπορεί να έρθουν σε
καθένα από τα
προγραμματισμένα reviews
του πρώτου εξαμήνου.
Δηλαδή στις 14
Ιανουαρίου (Fitch), στις
18 Μαρτίου (Moody’s και
DBRS) και στις 22
Απρίλιου (S&P).
Long στα ελληνικά
ομόλογα
Σε αυτό το περιβάλλον, η
JP Morgan επιμένει στις
long θέσεις της στα
ελληνικά ομόλογα,
επικαλούμενη τις
εποικοδομητικές
προοπτικές που θεωρεί
ότι εμφανίζει η Ελλάδα
αλλά και την αξιοπιστία
της στήριξης των
εγχώριων ομολόγων μέσω
των επανεπενδύσεων του
προγράμματος PEPP της
ΕΚΤ.
Στη συνεδρίαση του
Δεκεμβρίου, η ΕΚΤ
ανακοίνωσε ότι θα
χρησιμοποιήσει τις
επανεπενδύσεις των
ομολόγων του PEPP που
λήγουν με ευελιξία, για
να αντιμετωπίσει τον
πιθανό κατακερματισμό
της αγοράς και ειδικά
για να στηρίξει τα
ελληνικά ομόλογα.
Όπως επισημαίνει JP
Morgan, ο μέσος μηνιαίος
ρυθμός αγοράς ομολόγων
από την ΕΚΤ στο πλαίσιο
του PEPP ήταν περίπου
1,5-2 δισ. ευρώ από τον
Μάρτιο του 2020. Ο μέσος
μηνιαίος ρυθμός
αποπληρωμών των ομολόγων
του PEPP το 2021 ήταν
περίπου 15 δισ. ευρώ. «Επομένως,
μία δέσμευση για τη
στήριξη της Ελλάδας μέσω
της ενεργής στροφής των
ροών από τα ομόλογα του
PEPP που λήγουν προς
τους ελληνικούς τίτλους
είναι αρκετά αξιόπιστη
και εποικοδομητική κατά
την άποψή μας», τονίζουν
οι αναλυτές.
Στο μέτωπο της προσφοράς,
εκτιμούν ότι η Αθήνα θα
εκδώσει ομόλογα 12 δισ.
ευρώ το 2022. Με αυτή
την πρόβλεψη, ακόμα εάν
η ΕΚΤ διαθέσει το πολύ 1
δισ. ευρώ τον μήνα για
την αγορά ελληνικών
ομολόγων, θα είναι
αρκετά για να καλυφθεί
όλη η προσφορά ελληνικών
τίτλων του 2022, εξηγούν.
Άλλωστε, η Αθήνα
εξακολουθεί να διατηρεί
ένα μεγάλο μαξιλάρι
ρευστότητας (άνω των 30
δισ. ευρώ), το οποίο της
δίνει την ευελιξία να
παραμείνει εκτός των
αγορών για 1-2 χρόνια,
εάν οι συνθήκες
χρηματοδότησης
επιδεινωθούν σημαντικά,
σημειώνεται.
Η JP Morgan χαρακτηρίζει
ελκυστικές τις
αποτιμήσεις των
ελληνικών ομολόγων και
βλέπει αρκετά πιθανή την
έκδοση ενός 10ετούς
τίτλου τις επόμενες
εβδομάδες. «Περιμένουμε
ότι η έκδοση θα πάει
καλά και θα συστήσουμε
στους επενδυτές να τη
χρησιμοποιήσουν σαν
ευκαιρία για να
ενισχύσουν τις
overweight θέσεις τους
στην Ελλάδα», αναφέρουν
οι αναλυτές.