«This time could be different». Η κρίση του
κορωνοϊού δεν είναι άλλη μία κρίση χρέους για
την Ελλάδα, εκτιμά η Societe Generale.
Όπως η κρίση χρέους
της περασμένης δεκαετίας,
που δημιούργησε μόνιμες
ουλές κυρίως στην Ελλάδα
αλλά και σε πολλές ακόμα
χώρες της περιφέρειας,
οι οποίες χρειάστηκαν
πάνω από δέκα χρόνια για
να ανακάμψουν, έτσι και
η κρίση του κορωνοϊού
είναι ένα ακόμα
σταυροδρόμι, αναγνωρίζει
ο γαλλικός επενδυτικός
οίκος. «Όμως αυτή η φορά
θα μπορούσε να είναι
διαφορετική, ειδικά για
την Ελλάδα», αναφέρεται
στην έκθεση την οποία
παρουσιάζει το Money
Review.
Πρώτα από όλα, η
Societe Generale εκτιμά
ότι το θετικό momentum
στην πιστοληπτική
ικανότητα της χώρας θα
συνεχιστεί μέσα στο
2022. Όπως θυμίζει, η
S&P αναβάθμισε την
Ελλάδα σε BB positive
από BB- stable τον
Απρίλιο. Η τελευταία
αναβάθμιση από τη
Moody’s ήταν τον
Νοέμβριο του 2020, στο
Ba3 stable από B1
stable. Και η Fitch
κράτησε την σκληρή στάση
της, με δεδομένες τις
επιπτώσεις του κορωνοϊού
και άλλαξε την
αξιολόγησή της σε BB
stable από BB positive
τον Απρίλιο του 2020,
χωρίς άλλη κίνηση έκτοτε.
Όπως σημειώνουν οι
αναλυτές, η Ελλάδα είναι
καλύτερα προετοιμασμένη
από ό,τι προηγουμένως. Η
χώρα υλοποιεί μία σειρά
από διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις στα
δημοσιονομικά, τη
χρηματοοικονομική
σταθερότητα, την αγορά
εργασίας και το δημόσιο,
με τη βοήθεια της Ε.Ε.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις
απομακρύνουν τα «βαρίδια»
για την ανάπτυξη και
βελτιώνουν την ικανότητα
της κυβέρνησης να
μειώσει το χρέος. Στο
πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα
εμφάνισε δημοσιονομικό
πλεόνασμα στο 1,1% του
ΑΕΠ το 2020, με την
Societe Generale να
τονίζει ότι μεγάλο μέρος
της βελτίωσης των
τελευταίων δέκα ετών
έχει υπάρξει δομικό. Ο
τραπεζικός τομέας,
παρότι αποτελεί ακόμα
ένα αδύναμο σημείο, έχει
βελτιωθεί, με τα κόκκινα
δάνεια να πέφτουν στο
20% τον Ιούνιο του 2021
από το 49% το 2017.
«Επομένως, η Ελλάδα
είναι πολύ καλύτερα
τοποθετημένη για μία
γρήγορη ανάκαμψη από την
κρίση αυτή τη φορά»,
καταλήγουν οι αναλυτές
της SocGen.
Άλλωστε, η
χρηματοδότηση είναι
φθηνότερη από ό,τι για
τις άλλες χώρες της
περιφέρειας. Η Ελλάδα
έχει λάβει μεγάλο ποσό
δανείων από τον EFSF και
τον ESM με πολύ χαμηλά
επιτόκια (περίπου 1,1%)
και μακρινή ωρίμανση.
Και αυτά τα δάνεια
αποτελούν τώρα το 54%
του συνολικού χρέους της
χώρας. Το μερίδιο του
χρέους που βρίσκεται
στην αγορά είναι μόλις
25% και η ισχυρή στήριξη
από την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα κρατά
τις αποδόσεις των
ελληνικών ομολόγων
σχετικά χαμηλές.
Ως αποτέλεσμα, η
βιωσιμότητα του
ελληνικού χρέους
βρίσκεται σε ένα καλό
μονοπάτι, με το κόστος
του χρέους να είναι
χαμηλότερο σε σχέση με
χώρες όπως η Ισπανία και
η Ιταλία. Σε συνδυασμό
και με τα κονδύλια του
Ταμείου Ανάκαμψης, η
κυβέρνηση έχει άφθονους
πόρους για να
ανοικοδομήσει την
οικονομία, χωρίς να
προκαλέσει επιδείνωση
των δημόσιων οικονομικών,
τονίζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, η
Socitete Generale
επισημαίνει ότι το
momentum της ελληνικής
πιστοληπτικής
αξιολόγησης είναι θετικό,
με την απόσταση από την
επενδυτική κατηγορία να
έχει μειωθεί σημαντικά
και να διαμορφώνεται
μόνο στις δύο βαθμίδες
για την S&P και τη
Fitch. «Σε σύγκριση με
άλλες χώρες της μη
επενδυτικής κατηγορίας
εκτός της Ευρωζώνης, η
Ελλάδα έχει μπροστά της
περιθώρια για
αναβαθμίσεις»,
σημειώνεται.
Οι εκδόσεις ομολόγων
του 2022
Κατόπιν τούτων, η
Societe Generale εκτιμά
ότι η Ελλάδα θα βγει
στις αγορές για να
δανειστεί 11 δισ. ευρώ
το 2022, έναντι 14 δισ.
ευρώ το 2021. Η πρώτη
έξοδος αναμένεται τον
Ιανουάριο, ενδεχομένως
με ένα 15ετές ή 20ετές ομόλογο.
Και το δεύτερο εξάμηνο
του 2022 η Ελλάδα θα
εκδώσει και το πρώτο της
πράσινο ομόλογο.
Ο οίκος
επαναλαμβάνει την άποψη
που έχει εκφράσει ότι η
ΕΚΤ δεν θα εγκαταλείψει
την Ελλάδα, με τη λήξη
του έκτακτου
προγράμματος αγοράς
τίτλων για την πανδημία,
του PEPP. Στο μέτωπο
αυτό, η Societe Generale
βλέπει τρεις πιθανές
λύσεις:
1) Η χαλάρωση
του κριτηρίου του
προγράμματος ποσοτικής
χαλάρωσης (APP) για
αξιολόγηση επενδυτικής
κατηγορίας.
2) Η προσθήκη
ενός waiver στο APP,
όπως συνέβη με το PEPP.
3) Η δημιουργία
ενός ειδικού
προγράμματος στο οποίο
θα συμπεριληφθούν τα
ελληνικά ομόλογα.
Σε κάθε περίπτωση, η
Societe Generale εκτιμά
ότι η Αθήνα θα
επιχειρήσει να καλύψει
μεγάλο μέρος του
χρηματοδοτικού της
προγράμματος για το 2022
κατά το πρώτο τρίμηνο
του έτους, δηλαδή πριν
από τη λήξη του PEPP.
Όμως ακόμα και εάν η ΕΚΤ
σταματήσει να αγοράζει
ελληνικά ομόλογα, αυτό
δεν θα είναι
καταστροφικό, με
δεδομένο το ευρύτερο
υποστηρικτικό πλαίσιο (ΕΚΤ,
Ταμείο Ανάκαμψης).