Σαν
βεβαιότητα αντιμετωπίζουν πλέον οι αναλυτές των
μεγάλων επενδυτικών οίκων την αύξηση των
επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
τουλάχιστον μία φορά μέσα στο 2022. Και ενώ η
ξαφνική συνειδητοποίηση ότι το τέλος της εποχής
του πολύ φθηνού χρήματος βρίσκεται πολύ πιο
κοντά από ό,τι όλοι περίμεναν προκαλεί έντονες
πιέσεις στα ομόλογα (με την απόδοση του
ελληνικού 10ετούς στο 2,45% σήμερα, πολύ μακριά
από τα χαμηλά του 0,5% του 2021), οι αναλυτές
της Morgan Stanley και της UBS δεν πιστεύουν
ότι το ευνοϊκό σκηνικό για τα ευρωπαϊκά
χρηματιστήρια έχει ανατραπεί.
Όπως γράφει το Money
Review, η Morgan Stanley
αναθεωρεί τις προβλέψεις
της για τις επόμενες
κινήσεις της ΕΚΤ και
πλέον περιμένει ότι η
ποσοτική χαλάρωση θα
τελειώσει τον Σεπτέμβριο,
με τα επιτόκια να
αυξάνονται κατά 10
μονάδες βάσης τον
Δεκέμβριο και να
επιστρέφουν στο 0% έως
τον Μάρτιο του 2023.
Όμως όπως τονίζουν οι
αναλυτές του οίκου, «είναι
δύσκολο να χαρακτηρίσει
κανείς αυτή την άποψη ως
περιοριστική ή να πει
ότι σηματοδοτεί μια
σημαντική σύσφιγξη των χρηματοοικονομικών
συνθηκών».
Στο πλαίσιο αυτό, η
Morgan Stanley προβλέπει
ότι οι υπερ-αποδόσεις
των ευρωπαϊκών μετοχών
θα συνεχιστούν, με
δεδομένο το αρκετά
ευνοϊκό μακροοικονομικό
περιβάλλον, τις bullish
τάσεις στα εταιρικά
κέρδη και τις
αποτιμήσεις που έχουν
ήδη προεξοφλήσει την
νομισματική σύσφιγξη.
Σε αντίθεση με την
αμερικανική οικονομία,
τα στατιστικά στοιχεία
στην Ευρώπη εξακολουθούν
να ξαφνιάζουν θετικά,
ενώ στο 2,3%, ο
πληθωρισμός στην
Ευρωζώνη αποτελεί
μικρότερη πρόκληση από
το 5,5% των ΗΠΑ,
τονίζουν οι αναλυτές.
Με τις τάσεις στα
εταιρικά κέρδη να
παραμένουν θετικές και
με τις αποτιμήσεις να
αφήνουν περιθώρια ανόδου
9% από τα τρέχοντα
επίπεδα, η Morgan
Stanley συστήνει στους
πελάτες της να
παραμείνουν overweight
στον χρηματοοικονομικό
κλάδο, τα εμπορεύματα
και τον FTSE 100.
Από την πλευρά της, η
UBS περιμένει τώρα δύο
αυξήσεις επιτοκίων από
την ΕΚΤ μέσα στο 2022.
Συγκεκριμένα, οι
αναλυτές του ελβετικού
επενδυτικού οίκου
εκτιμούν ότι η Κριστίν
Λαγκάρντ θα ανακοινώσει
στις 10 Μαρτίου το
πρόωρο τέλος του
προγράμματος ποσοτικής
χαλάρωσης APP από τα
τέλη του Αυγούστου και
στη συνέχεια θα
προχωρήσει σε δύο
αυξήσεις επιτοκίων, κατά
25 μονάδες βάσης η
καθεμία, τον Σεπτέμβριο
και τον Δεκέμβριο. Ο
οίκος περιμένει την
αύξηση των επιτοκίων του
ευρώ κατά 100 μονάδες
βάσης ακόμα στο διάστημα
2023-2024, στο 1%.
«Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ
έχει γίνει πιο αυστηρή»,
παραδέχονται οι αναλυτές
της UBS. «Αλλά θεωρούμε
ότι οι μετοχές της
Ευρωζώνης είναι σε καλή
θέση να αντιμετωπίσουν
τις δυσκολίες από την
σταδιακή νομισματική
σύσφιγξη», προσθέτουν.
H UBS δηλώνει ότι οι
μετοχές της Ευρωζώνης
είναι ανάμεσα στις
αγαπημένες της
επενδύσεις, εκτιμώντας
ότι θα βρεθούν μεταξύ
των κερδισμένων της
ισχυρής παγκόσμιας
ανάπτυξης.
Οι αναλυτές του οίκου
στηρίζουν τη θετική τους
στάση για τα ευρωπαϊκά
χρηματιστήρια σε τρεις
λόγους:
1. Η Κριστίν
Λαγκάρντ διαβεβαίωσε ότι
θα βοηθήσει ώστε να
αποφευχθούν οι όποιες
διαταραχές για τις πιο
χρεωμένες χώρες της
Ευρωζώνης, λέγοντας ότι
θα χρησιμοποιήσει όλα τα
εργαλεία για να
διασφαλίσει τη σωστή
μετάδοση της
νομισματικής πολιτικής
σε όλες τις χώρες-μέλη.
2. Τα θεμελιώδη
τόσο των οικονομιών όσο
και των εταιρικών κερδών
παραμένουν ισχυρά. Η
ανάκαμψη της Ευρωζώνης
έχει υπάρξει ραγδαία και
η UBS δεν πιστεύει ότι
έχει τελειώσει (βλέπει
+4,2% στο ΑΕΠ φέτος),
ενώ τα εταιρικά
αποτελέσματα για τις
εταιρείες του MSCI EMU
αναμένεται να αυξηθούν
κατά 8% το 2022.
3. Οι μη
απαιτητικές αποτιμήσεις
προστατεύουν έναντι της
επιβαρυντικής δράσης των
υψηλότερων αποδόσεων.
Έπειτα από την
αναβάθμιση κατά 27% στις
προβλέψεις του consensus
για τα εταιρικά
αποτελέσματα, το PE των
μετοχών του MSCI EMU
διαμορφώνεται στο 15x,
δηλαδή σε discount 14%
έναντι των διεθνών
χρηματιστηρίων.
Σε επίπεδο κλάδων, η UBS
εκφράζει προτίμηση για
την ενέργεια, τα
financials και τις
πρώτες ύλες, ενώ τονίζει
ότι οι εταιρείες του
κλάδου υπηρεσιών θα
ωφεληθούν περισσότερο
από την άρση των
περιοριστικών μέτρων.