Ο περιορισμός των απωλειών αμάχων στον
πόλεμο θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός, όχι απλώς
επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεούνται να το
κάνουν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά και
επειδή οι απώλειες αμάχων πιστεύεται ότι
διευκολύνουν τους τρομοκράτες να στρατολογούν
ακολούθους.
--------------
Η απόσυρση των ΗΠΑ
από το Αφγανιστάν τον
περασμένο Αύγουστο έβαλε
τέλος σε έναν πόλεμο 20
ετών. Αλλά, όπως
υπογράμμισε μια σειρά
πρόσφατων ερευνών της [εφημερίδας]
New York Times,
σηματοδότησε επίσης την
αρχή των εκ των υστέρων
αναλύσεων για το τι
έκαναν σωστά οι Ηνωμένες
Πολιτείες και, σε
ορισμένες περιπτώσεις,
τι έκαναν λάθος.
Ένα αμερικανικό
drone στον διάδρομο του
αεροδρομίου της Κανταχάρ,
στο Αφγανιστάν, τον
Απρίλιο του 2016. Josh
Smith / Reuters
-------------------------------------
Αντλώντας από
έγγραφα του Πενταγώνου
που ελήφθησαν μέσω του
Νόμου περί Ελευθερίας
της Πληροφορίας (Freedom
of Information Act), οι
Times αποκάλυψαν [2] ότι
τα χτυπήματα των ΗΠΑ με
drones (μη επανδρωμένα
αεροσκάφη) σκότωσαν έναν
τρομακτικό αριθμό αμάχων
στο Αφγανιστάν —πιθανότατα
εκατοντάδες
περισσότερους από τους
188 που το Υπουργείο
Άμυνας έχει αναγνωρίσει
ότι σκοτώθηκαν σε
τέτοιες επιθέσεις από το
2018— ένα μοτίβο που
φαίνεται να είναι
συνεπές με τις
επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο
Ιράκ και στην Συρία. Οι
αποφάσεις στόχευσης
μερικές φορές
αμαυρώθηκαν από την
προκατάληψη επιβεβαίωσης
(confirmation bias): οι
αναλυτές του Πενταγώνου
είδαν αυτό που ανέμεναν
να δουν, συχνά
ταυτοποιώντας τους
αμάχους που έσπευδαν να
βοηθήσουν όσους
χτυπήθηκαν από τα
αμερικανικά πλήγματα ως
τρομοκράτες, χτυπώντας
επίσης και αυτούς. Αυτή
η αναφορά είναι ένα
σημαντικό πρώτο βήμα
προς την λογοδοσία για
τις αδυναμίες του
πολέμου με drones που
εξαπέλυσε η Ουάσιγκτον
μετά την 11η Σεπτεμβρίου
[2001], ένα [βήμα] πάνω
στο οποίο η κυβέρνηση
του προέδρου Τζο
Μπάιντεν θα πρέπει να
οικοδομήσει, καθώς
ολοκληρώνει την δική της
αξιολόγηση των
χτυπημάτων με drones
εκτός συμβατικών -ή
κηρυγμένων- εμπόλεμων
ζωνών.
Αλλά καμία λογοδοσία
για τον πόλεμο των
drones δεν θα ήταν
πλήρης χωρίς να
καθοριστεί εάν
λειτούργησαν ποτέ οι
πολιτικές που
αποσκοπούσαν στη μείωση
των απωλειών αμάχων από
τα χτυπήματα των ΗΠΑ.
Για να απαντήσουμε σε
αυτό το ερώτημα,
μελετήσαμε δεδομένα
χτυπημάτων από το
Πακιστάν, όπου το
Πεντάγωνο και η CIA
φέρεται να διεξήγαγαν
σχεδόν 400 χτυπήματα
στην δεκαετή περίοδο
πριν η κυβέρνηση του
προέδρου Μπαράκ Ομπάμα
αυστηροποιήσει τις
προϋποθέσεις στόχευσης.
Το 2013, η κυβέρνηση
μετατόπισε επίσημα το
πρότυπό της από την «εύλογη
βεβαιότητα» μηδενικών
απωλειών αμάχων στην «σχεδόν
βεβαιότητα». Η ανάλυσή
μας δείχνει ότι αυτή η
αλλαγή πολιτικής μείωσε
δραματικά τις απώλειες
αμάχων στο Πακιστάν
χωρίς να δώσει στους
τρομοκράτες αισθητό
πλεονέκτημα,
υποδηλώνοντας ότι
αντιστοίχως αυστηρά
πρότυπα στόχευσης θα
μπορούσαν επίσης να
σώσουν αθώες ζωές σε
θέατρα όπως το Ιράκ και
η Συρία.
ΕΠΙΔΙΩΚΟΝΤΑΣ ΤΗΝ
ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Σύμφωνα με το μη
κερδοσκοπικό Γραφείο
Ερευνητικής
Δημοσιογραφίας (Bureau
Of Investigative
Journalism), το οποίο
συλλέγει δεδομένα από
ρεπορτάζ, επίσημες
δηλώσεις, δελτία Τύπου
και άλλα έγγραφα,
χτυπήματα των ΗΠΑ με
drones στο Αφγανιστάν
[3], στο Πακιστάν, στην
Σομαλία, και στην Υεμένη
από το 2002 έως το 2020
σκότωσαν μεταξύ 10.000
και 17.000 ανθρώπους.
Από 800 έως 1.750 νεκροί
πιστεύεται ότι ήταν
άμαχοι, το υψηλότερο
ποσοστό εξ αυτών στο
Πακιστάν. Ωστόσο, αυτά
τα συγκεντρωτικά
δεδομένα καμουφλάρουν
διαφορές στο ποσοστό των
θανατώσεων με την πάροδο
του χρόνου -και στα
κριτήρια που
χρησιμοποίησαν
διαφορετικές κυβερνήσεις
των ΗΠΑ για να
εξισορροπήσουν την
ανάγκη στόχευσης υπόπτων
ως τρομοκρατών με την
προϋπόθεση της
προστασίας των αμάχων.
Το τελευταίο έτος
της διακυβέρνησης του
προέδρου Τζορτζ Μπους [του
νεότερου] παρατηρήθηκε
δεκαπλάσια αύξηση των
χτυπημάτων από τα τρία
προηγούμενα χρόνια
αθροιστικά. Η κυβέρνηση
Ομπάμα επιτάχυνε αυτή
την τάση, διεξάγοντας
τρεις φορές περισσότερα
χτυπήματα τα πρώτα δύο
χρόνια από όσα [διεξήγαγε]
η κυβέρνηση Μπους σε
ολόκληρη την δεύτερη
θητεία της. Η επακόλουθη
εκτόξευση των απωλειών
αμάχων, η οποία ανήλθε
σε τρεις θανάτους αμάχων
ανά χτύπημα το 2009,
προκάλεσε επικρίσεις από
τα Ηνωμένα Έθνη και από
παρατηρητήρια όπως η
Διεθνής Αμνηστία. Αυτό
ήταν το πλαίσιο όταν ο
Ομπάμα υιοθέτησε ένα
σύνολο αυστηρότερων
προϋποθέσεων για τα
πλήγματα των ΗΠΑ σε
ακήρυχτα [πολεμικά]
θέατρα,
συμπεριλαμβανομένου του
Πακιστάν.
Οι επικριτές έχουν
προτείνει ότι η πολιτική
πέτυχε ελάχιστα. Ο
νομικός εμπειρογνώμονας
Jameel Jaffer υποστήριξε
στο βιβλίο του, The
Drone Memos, του 2016,
ότι οι «αυστηρότεροι
περιορισμοί του Ομπάμα
στις επιθέσεις με drones
φαίνεται να είχαν
αποτέλεσμα μόνο
περιθωριακό». Ωστόσο,
μια τέτοια ανάλυση
βασίζεται σε συνολικούς
αριθμούς θυμάτων αμάχων
και όχι στον ρυθμό
μεταβολής των θανάτων
αμάχων με την πάροδο του
χρόνου. Επίσης, δεν
εξετάζει τους
μηχανισμούς μέσω των
οποίων το πρότυπο «σχεδόν
βεβαιότητας» του Ομπάμα
μπορεί να έχει επηρεάσει
τα αποτελέσματα επί
τόπου. Επιπλέον, μέχρι
το 2017, το ερώτημα της
αποτελεσματικότητας της
πολιτικής του Ομπάμα
φαινόταν ακαδημαϊκό,
αφού ο πρόεδρος Ντόναλντ
Τραμπ επέστρεψε στο πιο
ανεκτικό πρότυπο της «εύλογης
βεβαιότητας».
Η ανάλυσή μας
υιοθετεί μια διαφορετική
προσέγγιση, εστιάζοντας
στην επίδραση που είχε
το πρότυπο της σχεδόν
βεβαιότητας του Ομπάμα
στο ποσοστό των
αναφερόμενων απωλειών
αμάχων μετά από
επιθέσεις των ΗΠΑ με
drones, καθώς και στο
ποσοστό στο οποίο τα
χτυπήματα έπληξαν τους
επιδιωκόμενους στόχους.
Ξεκινώντας το 2011, οι
αξιωματούχοι των ΗΠΑ
άρχισαν να συζητούν πιο
περιοριστικές
κατευθυντήριες γραμμές
στόχευσης και ο Ομπάμα
φαίνεται να είχε αρχίσει
να αυξάνει τις
προϋποθέσεις για
εγκρίσεις χτυπημάτων σε
ακήρυχτες ζώνες
σύγκρουσης —συγκεκριμένα
στο Πακιστάν. Σε
αντίθεση με τα χτυπήματα
των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν
[4] και στο Ιράκ, τα
οποία συνεχίστηκαν υπό
το πιο ανεκτικό πρότυπο
της εύλογης βεβαιότητας,
επειδή ήταν συχνά για
την υπεράσπιση των
στρατιωτών των ΗΠΑ, τα
χτυπήματα στο Πακιστάν
άρχισαν να εξαρτώνται
από την σχεδόν
βεβαιότητα ότι δεν θα
υπήρχε παράπλευρη ζημία.
Ο απώτερος στόχος του
Ομπάμα, μας είπαν
ανώτεροι αξιωματούχοι
που ήταν υπεύθυνοι για
την σύνταξη, την
εφαρμογή, και τον έλεγχο
της αναμόρφωσης, ήταν να
ενθαρρύνει τους
διοικητές και τους
αξιωματούχους των
υπηρεσιών πληροφοριών να
διεξάγουν πιο ακριβή
χτυπήματα, τα οποία θα
βοηθούσαν επίσης στην
αποκατάσταση της εικόνας
των Ηνωμένων Πολιτειών
στο εξωτερικό, μετά την
δημόσια κατακραυγή για
τους θανάτους αμάχων.
Σχεδόν αμέσως αφότου
η κυβέρνηση ξεκίνησε τις
διαβουλεύσεις για την
πολιτική της, το 2011,
οι απώλειες αμάχων από
τα χτυπήματα των ΗΠΑ στο
Πακιστάν μειώθηκαν
αισθητά. Η ανάλυσή μας
των δεδομένων για τα
χτυπήματα [5] από το
Γραφείο Ερευνητικής
Δημοσιογραφίας,
αποκαλύπτει ότι οι
διαβουλεύσεις και η
επακόλουθη αλλαγή
πολιτικής είχαν ως
αποτέλεσμα, κατά μέσο
όρο, τη μείωση κατά 12
των απωλειών αμάχων ανά
μήνα ή κατά δύο των
απωλειών αμάχων ανά
χτύπημα. Με αυτόν τον
τρόπο, η πολιτική αύξησε
την ακρίβεια των
χτυπημάτων των ΗΠΑ -το
ποσοστό των απωλειών που
ήταν οι επιδιωκόμενοι
στόχοι των χτυπημάτων-
στο 95% στο Πακιστάν. Με
άλλα λόγια, υπό την
πολιτική του Ομπάμα, τα
χτυπήματα των ΗΠΑ στο
Πακιστάν προσέγγισαν
σχεδόν την τέλεια
ακρίβεια.
Αν ο Ομπάμα δεν είχε
αλλάξει την πολιτική,
εκτιμούμε ότι τα
χτυπήματα των ΗΠΑ στο
Πακιστάν θα είχαν ως
αποτέλεσμα ακόμη αρκετές
εκατοντάδες θανάτους
αμάχων μεταξύ του 2011
και του τέλους της
δεύτερης θητείας του, το
2017. Η μείωση των
απωλειών αμάχων είναι
κάτι περισσότερο από ένα
στατιστικό τεχνούργημα:
ακολούθησε μια σκόπιμη
προσπάθεια της
κυβέρνησης Ομπάμα να
επιβάλει αυστηρότερες
διαδικασίες στόχευσης,
συμπεριλαμβανομένης της
ανάθεσης λιγότερων
αποφάσεων για χτύπημα σε
διοικητές στο πεδίο, οι
οποίοι, σύμφωνα με τους
New York Times, συχνά
ταυτοποιούσαν εσφαλμένα
τους μαχητές λόγω
γνωστικής προκατάληψης
(cognitive bias). Η
πολιτική του Ομπάμα ήταν
ρητά σχεδιασμένη για να
ενσταλάξει μια κουλτούρα
«αποτελεσματικής και
διακριτικής χρήσης βίας»
για να ξεπεραστεί αυτή η
μεροληψία, η οποία
μπορεί να προκύψει από
πιέσεις στο πεδίο της
μάχης, όπως το άγχος, ο
φόβος, και η επιθυμία να
προστατευθούν οι φίλιες
δυνάμεις, ακόμα κι αν
κάτι τέτοιο σημαίνει να
τεθούν οι άμαχοι σε
μεγαλύτερο κίνδυνο.
ΨΕΥΔΕΣ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η περίπτωση του
Πακιστάν δείχνει ότι ένα
πρότυπο σχεδόν
βεβαιότητας για τις
επιθέσεις με drones των
ΗΠΑ μπορεί να μειώσει
τις απώλειες αμάχων.
Αλλά ένα τόσο αυστηρό
πρότυπο επιβάλλει
ανταλλάγματα. Η
μετακίνηση των αποφάσεων
στόχευσης ψηλότερα στην
ιεραρχία μπορεί να
οδηγήσει σε μεγαλύτερα
χρονοδιαγράμματα
έγκρισης για τα
χτυπήματα. Ένας αναλυτής
πολιτικής από τον οποίο
πήραμε συνέντευξη
προειδοποίησε ότι η
πολιτική του Ομπάμα είχε
ως αποτέλεσμα «χαμένες
ευκαιρίες» για την
εξουδετέρωση τρομοκρατών.
Αλλά η έρευνά μας
δείχνει ότι οι
περιπτώσεις στις οποίες
ο χρόνος είναι
καθοριστικής σημασίας
είναι σπάνιες. Το τυπικό
χτύπημα επωφελείται από
την «κόκκινη ομαδοποίηση»,
μια πρακτική που
περιλαμβάνει την είσοδο
μιας εξωτερικής ομάδας
αναλυτών και διοικητών
για να αμφισβητήσουν τα
πλεονεκτήματα ενός
χτυπήματος με βάση το
πλήρες σώμα των
πληροφοριών, λαμβάνοντας
υπόψη τυχόν κενά
πληροφοριών. Το γεγονός
ότι δεν υπήρξαν
σημαντικές τρομοκρατικές
επιθέσεις σε αμερικανικό
έδαφος κατά την διάρκεια
της προεδρίας του Ομπάμα
υποδηλώνει ότι το
υψηλότερο όριο στόχευσης
στο Πακιστάν δεν είχε
αισθητό κόστος για την
εθνική ασφάλεια.
Εάν ένα υψηλότερο
όριο στόχευσης πέτυχε να
μειώσει τις απώλειες
αμάχων στο Πακιστάν
χωρίς να θέσει σε
κίνδυνο Αμερικανούς,
υπάρχει λόγος να
πιστεύουμε ότι παρόμοιες
προσαρμογές στόχευσης θα
μπορούσαν να αποφέρουν
τα ίδια αποτελέσματα σε
άλλες χώρες όπου οι
Ηνωμένες Πολιτείες [6]
διεξάγουν επί του
παρόντος χτυπήματα με
drones. Ένας παράγοντας
περιπλοκής είναι η
παρουσία σημαντικού
αριθμού δυνάμεων των ΗΠΑ
επί τόπου. Στα
κηρυχθέντα θέατρα
επιχειρήσεων, συχνά
πραγματοποιούνται
χτυπήματα για την
υποστήριξη ή την
υπεράσπιση των
στρατιωτών των ΗΠΑ. Ως
αποτέλεσμα, οι επικριτές
των αυστηρότερων
προτύπων στόχευσης
προειδοποιούν ότι αυτά
τα πρότυπα θα μπορούσαν
να εκθέσουν τους
στρατιώτες των ΗΠΑ σε
μεγαλύτερους κινδύνους
στο πεδίο της μάχης,
καθώς θα μπορούσε να
περιοριστεί η ικανότητα
των διοικητών να
χρησιμοποιούν χτυπήματα
με drones για στενή
αεροπορική υποστήριξη.
Αυτή η ανταλλαγή είναι
λιγότερο έντονη σε
ακήρυχτα θέατρα
επιχειρήσεων, όπου
υπάρχουν λιγότεροι
στρατιώτες των ΗΠΑ επί
τόπου. Ωστόσο, η
κυβέρνηση Μπάιντεν [7]
θα πρέπει να επιτύχει
την σωστή ισορροπία
μεταξύ της στρατιωτικής
αναγκαιότητας και της
προστασίας των ζωών των
αμάχων στην συνεχιζόμενη
αναθεώρηση του
προγράμματος drones των
Ηνωμένων Πολιτειών.
Ανεξάρτητα από το
συγκεκριμένο θέατρο
επιχειρήσεων, ο
περιορισμός των απωλειών
αμάχων στον πόλεμο θα
πρέπει να είναι
αυτοσκοπός, όχι απλώς
επειδή οι Ηνωμένες
Πολιτείες υποχρεούνται
να το κάνουν σύμφωνα με
το διεθνές δίκαιο, αλλά
και επειδή οι απώλειες
αμάχων πιστεύεται ότι
διευκολύνουν τους
τρομοκράτες να
στρατολογούν ακολούθους.
Η ανάλυσή μας προτείνει
ότι η μείωση των θανάτων
αμάχων από επιθέσεις
drones των ΗΠΑ δεν
χρειάζεται να είναι εις
βάρος της
αποτελεσματικής
αντιτρομοκρατίας. Ένα
αυστηρότερο όριο για
επιθέσεις με drones των
ΗΠΑ μπορεί να μειώσει
τις απώλειες αμάχων
χωρίς να ενθαρρύνει τον
εχθρό.
Ο PAUL LUSHENKO
είναι αντισυνταγματάρχης
του Στρατού των ΗΠΑ,
διδακτορικός φοιτητής
στο Πανεπιστήμιο
Cornell, και συνεκδότης
του Drones and Global
Order: Implications of
Remote Warfare for
International Society
[1].
Η SARAH KREPS είναι
καθηγήτρια Διακυβέρνησης
στην έδρα «John L.
Wetherill» και
διευθύντρια του Tech
Policy Lab στο
Πανεπιστήμιο Cornell.
Ο SHYAM RAMAN είναι
διδακτορικός φοιτητής
στο Πανεπιστήμιο Cornell
και επίκουρος
Οικονομολόγος Υγείας στο
MITRE.