Η αύξηση
στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι
διαχειρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες,
εκτιμούν οι αναλυτές της JP Morgan και της
Morgan Stanley, σημειώνοντας πάντως πως οι
αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ θα έχουν θετικό
αποτύπωμα στα μεγέθη τους.
Οπως επισημαίνει η JP
Morgan, η επιθετική
στροφή της ΕΚΤ έχει
μετατοπίσει την εστίαση
των επενδυτών στα
κεφάλαια των τραπεζών
και την πορεία του
καθαρού επιτοκιακού
κόστους. Με την απόδοση
του ελληνικού 10ετούς να
κινείται κοντά στο 2,5%
από 0,9% τον Σεπτέμβριο
του 2021 και το spread
έναντι της Γερμανίας στο
2,2% από 1,1%, η JP
Morgan εκτιμά ότι ο
αρνητικός αντίκτυπος
στους κεφαλαιακούς
δείκτες CET1 των
ελληνικών τραπεζών
φτάνει τις 40 μονάδες
βάσης. Υπολογίζει ότι τη
μεγαλύτερη επίπτωση θα
έχει η Eurobank στις 70
μ.β. και τη χαμηλότερη η
Εθνική στις 10 μ.β.
Όπως γράφει η Ελευθερία
Κούρταλή στην Καθημερινή,
από την πλευρά της η
Morgan Stanley εκτιμά
πως μια διεύρυνση του
spread των ομολόγων κατά
50 μ.β., έχει μικρή
επίπτωση στους
κεφαλαιακούς δείκτες
CET1 των ελληνικών
τραπεζών, της τάξης των
7-12 μ.β.
Οι οικονομολόγοι της JP
Morgan αναμένουν την
πρώτη αύξηση των
επιτοκίων της ΕΚΤ τον
Δεκέμβριο με τρεις
επιπλέον αυξήσεις 25 μ.β.
το επόμενο έτος. Οι
ελληνικές τράπεζες έχουν
σχετικά υψηλή έκθεση
στην αύξηση των
επιτοκίων, αν και τα
πολύ χαμηλά επίπεδα των
επιτοκίων σημαίνουν ότι
το όφελος θα γίνει πιο
ορατό μετά τις πρώτες
αυξήσεις κατά 50-100 μ.β.
Με βάση τις αυξήσεις που
αναμένει για το
2022-2023, η JP Morgan
υπολογίζει αύξηση 8%-11%
στα κέρδη ανά μετοχή των
ελληνικών τραπεζών το
2024, προσθέτοντας κατά
μέσο όρο 70 μονάδες
βάσης στην απόδοση ιδίων
κεφαλαίων ROTE. Αυτό
μπορεί να αντισταθμίσει
με βιώσιμο τρόπο την
πίεση στα κεφάλαια
μεσοπρόθεσμα, με
δυνατότητα πρόσθετου
οφέλους από πιθανές
περαιτέρω αυξήσεις
επιτοκίων το 2024.
Οι αυξήσεις επιτοκίων
ενισχύουν το θετικό
story της ανάπτυξης των
ελληνικών τραπεζών,
αναφέρουν από την πλευρά
τους οι αναλυτές της
Morgan Stanley.
Κάθε 50 μ.β. αύξησης στα
επιτόκια προσθέτει 2%
στα καθαρά έσοδα από
τόκους για την Alpha
Bank και την Πειραιώς
και 4% για τη Eurobank,
κάτι που μεταφράζεται σε
θετική επίπτωση 6%, 8%
και 10% αντίστοιχα για
τη χρήση 2023.