Επειδή η
Huawei υποχρεούται από τον νόμο να συνεργάζεται
με τις κινεζικές επιχειρήσεις πληροφοριών εφόσον
της ζητηθεί, και επειδή επωφελείται επί μακρόν
από την κρατική υποστήριξη, οι χώρες που
εξαρτώνται από την εταιρεία είναι ευάλωτες στις
πιέσεις του Πεκίνου.
----------------------
Η Huawei πονάει. Από
πέρυσι που οι Ηνωμένες
Πολιτείες έθεσαν
εξαγωγικούς περιορισμούς
στην εταιρεία, ο
κινεζικός
τηλεπικοινωνιακός
γίγαντας έχει αποκοπεί
από βασικά στοιχεία της
αλυσίδας εφοδιασμού
ημιαγωγών. Οι διπλωμάτες
των ΗΠΑ έχουν επίσης
πείσει έναν αυξανόμενο
αριθμό ξένων ηγετών,
πολλοί από τους οποίους
σε προηγμένες
δημοκρατίες, να
κρατήσουν την Huawei έξω
από τα 5G δίκτυά τους.
Αυτά τα τιμωρητικά μέτρα
έχουν επιπτώσεις, και τα
έσοδα της εταιρείας
έχουν μειωθεί επί
τέσσερα συνεχόμενα
τρίμηνα.
Συγκέντρωση σε έκθεση
ηλεκτρονικών ειδών
ευρείας κατανάλωσης,
στην Σαγκάη, τον Ιούνιο
του 2019. Aly Song /
Reuters
Αλλά η Huawei
προσαρμόζεται επίσης. Ο
μεγαλύτερος προμηθευτής
τηλεπικοινωνιακού
εξοπλισμού στον κόσμο
κάνει ήδη στροφή από τον
εξοπλισμό δικτύων και τα
τηλέφωνα στο cloud
computing, τις υπηρεσίες
ηλεκτρονικής
διακυβέρνησης, και άλλα
προϊόντα που εξαρτώνται
λιγότερο από προηγμένους
ημιαγωγούς. Εν τω μεταξύ,
η Huawei συνεχίζει να
προωθεί επιθετικά την
τεχνολογία της στον
αναπτυσσόμενο κόσμο,
όπου έχει γίνει ευρέως
αποδεκτή. Ισχυροποιώντας
την παρουσία της σε
μεγάλες αναδυόμενες
αγορές όπως η Βραζιλία,
η Ινδονησία, και η
Νιγηρία, η Huawei
παίρνει θέση για να
αναδυθεί ξανά.
Η προσπάθεια της
εταιρείας να καλωδιώσει
τον αναπτυσσόμενο κόσμο
έχει δημιουργήσει νέες
προκλήσεις ασφάλειας.
Κυβερνητικοί διακομιστές
(servers) στην Αιθιοπία,
κάμερες παρακολούθησης
στο Πακιστάν, και ένα
κέντρο δεδομένων στην
Παπούα Νέα Γουινέα —που
παρέχονται όλα από την
Huawei— διέρρευσαν
δεδομένα ή τα άφησαν
ολοφάνερα εκτεθειμένα.
Επειδή η Huawei
υποχρεούται από τον νόμο
να συνεργάζεται με τις
κινεζικές επιχειρήσεις
πληροφοριών εφόσον της
ζητηθεί, και επειδή
επωφελείται επί μακρόν
από την κρατική
υποστήριξη, οι χώρες που
εξαρτώνται από την
εταιρεία είναι ευάλωτες
στις πιέσεις του Πεκίνου.
Η κινεζική κατασκοπεία
και οι προσωρινές
διακοπές του δικτύου
είναι πιο πιθανές από
όσο μια καταστροφική
βλάβη του δικτύου, αλλά
δεν μπορούν να
αποκλειστούν σοβαρές
επιθέσεις και απόπειρες
κυβερνο-καταναγκασμού.
Τα ζωτικά συστήματα -οι
επικοινωνίες, τα
χρηματοικονομικά, οι
μεταφορές, η ενέργεια
και η υγεία- γίνονται
όλο και πιο ψηφιακά.
Εάν οι Ηνωμένες
Πολιτείες και οι
σύμμαχοί τους
ενδιαφέρονται σοβαρά για
τον ανταγωνισμό [2] με
την Κίνα οικονομικά,
τεχνολογικά και
στρατηγικά, πρέπει να
εντείνουν την επέκταση
της ψηφιακής
δραστηριότητάς τους στον
αναπτυσσόμενο κόσμο. Από
το 2017, τα ψηφιακά
έσοδα αυξάνονται
περισσότερο από δύο
φορές ταχύτερα στις
αναπτυσσόμενες χώρες από
όσο στις ανεπτυγμένες,
σύμφωνα με τον Ruchir
Sharma, τον επικεφαλής
σχεδιαστή παγκόσμιας
στρατηγικής της Morgan
Stanley Investment.
Δεκαέξι από τις 30
κορυφαίες χώρες με τα
μεγαλύτερα ψηφιακά έσοδα
ως ποσοστό του ΑΕΠ
βρίσκονται τώρα στον
αναπτυσσόμενο κόσμο και
δεδομένου ότι η μισή
ανθρωπότητα εξακολουθεί
να έχει περιορισμένη ή
καθόλου πρόσβαση στο
Διαδίκτυο, οι
δυνατότητες για
περισσότερη ανάπτυξη
είναι τεράστιες. Η
άνοδος της Huawei από
αντιγραφέα σε παγκόσμιο
«οδοστρωτήρα» ήρθε με
μια σειρά ισχυρισμών για
ψεύδη, εξαπάτηση, και
κλοπή (η εταιρεία άφησε
μια σειρά δικαστικών
προσφυγών στο πέρασμά
της), αλλά η επιτυχία
της δεν τροφοδοτήθηκε
μόνο από κακοήθη
δραστηριότητα. Η
στρατηγική της Huawei
εξαρτιόταν από την
εξυπηρέτηση των ταχέως
αναπτυσσόμενων αγορών
χαμηλού εισοδήματος —μέρη
με μεγαλύτερο ρίσκο όπου
οι αμερικανικές και
ευρωπαϊκές εταιρείες
τεχνολογίας συχνά
διστάζουν να επενδύσουν.
Και στον αναπτυσσόμενο
κόσμο, το κόστος συχνά
υπερτερεί της ασφάλειας.
Για να πετύχουν, οι
Ηνωμένες Πολιτείες και
οι σύμμαχοί τους πρέπει
να προσφέρουν οικονομικά
προσιτές εναλλακτικές
της κινεζικής
τεχνολογίας.
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΟΤΙΑ
Η ώθηση της Huawei σε
παραμελημένες αγορές
ξεκίνησε μέσα από την
Κίνα. Όταν ο Ren
Zhengfei ίδρυσε την
εταιρεία το 1987, έδωσε
στους νέους υπαλλήλους
του ένα φυλλάδιο που
τους καθοδηγούσε να «πάνε
στην ύπαιθρο», όπου «περιμένει
ένας τεράστιος κόσμος
και πολλά επιτεύγματα».
Ο Zhengfei σύντομα
εφάρμοσε την ίδια
προσέγγιση στο εξωτερικό.
Καθώς οι αμερικανικές
και ευρωπαϊκές εταιρείες
επικεντρώνονταν σε
μεγαλύτερες, πιο
πλούσιες αγορές στα τέλη
της δεκαετίας του 1990
και στις αρχές της
δεκαετίας του 2000, η
Huawei επικεντρώθηκε σε
αγροτικές και λιγότερο
ανεπτυγμένες περιοχές.
Με την πάροδο του χρόνου,
η εταιρεία απέκτησε
ταλέντο στην προσφορά
τεχνολογίας χαμηλού
κόστους σε πληθυσμούς
χαμηλού εισοδήματος σε
όλο τον κόσμο, από
πόλεις και κωμοπόλεις
στην Αφρική έως
αγροτικές περιοχές των
Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Huawei έμαθε επίσης
πώς να κάνει φίλους σε
υψηλές θέσεις. Έχει
φλερτάρει κυβερνητικούς
αξιωματούχους και έχει
κερδίσει συμβόλαια σε
ανοιχτούς διαγωνισμούς
καθώς και σε κλειστές
αγορές όπως η Αιθιοπία,
όπου η κυβέρνηση
υποδέχθηκε την Huawei
πριν από μια δεκαετία,
αλλά μόλις πρόσφατα
άρχισε να χαλαρώνει το
μονοπώλιό της στον τομέα
των τηλεπικοινωνιών.
Στην Σερβία, έγγραφα που
διέρρευσαν πρόσφατα
υποδηλώνουν [3] ότι η
Huawei έκανε σκιώδεις
πληρωμές για να
αποκτήσει συμβόλαια με
μια κρατική εταιρεία
τηλεπικοινωνιών. Αυτοί
και άλλοι ισχυρισμοί,
καθώς και περιστατικά
ασφαλείας, απέτυχαν σε
μεγάλο βαθμό να
επιβραδύνουν την πρόοδο
της Huawei.
Το κινεζικό κράτος έχει
παράσχει ουσιαστική
υποστήριξη. Μεταξύ του
1998 και του 2019, το
Πεκίνο έδωσε στην Huawei
έως και 75
δισεκατομμύρια δολάρια
σε φορολογικές
ελαφρύνσεις, δάνεια,
πιστώσεις, και άλλη
χρηματοδότηση, σύμφωνα
με έρευνα της Wall
Street Journal [4].
Κινέζοι αξιωματούχοι
έχουν επίσης υψώσει
εμπόδια στους ξένους
προμηθευτές
τηλεπικοινωνιών στο
εσωτερικό,
προστατεύοντας την
Huawei και άλλους
εγχώριους παρόχους, και
άσκησαν πιέσεις σε ξένες
κυβερνήσεις για να
βοηθήσουν την Huawei να
εξασφαλίσει συμφωνίες
στο εξωτερικό.
Για πολλά χρόνια, καθώς
η Huawei εισέβαλε στις
ξένες αγορές, οι
Ηνωμένες Πολιτείες ως
επί το πλείστον την
αγνόησαν και, σε
ορισμένες περιπτώσεις,
την βοήθησαν. Το 2003, η
κυβέρνηση του Αφγανιστάν
υπέγραψε συμβόλαιο με
την Huawei και την ZTE,
έναν άλλο κινεζικό
τηλεπικοινωνιακό γίγαντα,
για ένα δίκτυο κινητής
τηλεφωνίας. Το επόμενο
έτος, η Ασιατική Τράπεζα
Ανάπτυξης (Asian
Development Bank - ADB),
στην οποία η Ιαπωνία και
οι Ηνωμένες Πολιτείες
είναι οι μεγαλύτεροι
μέτοχοι, χορήγησε δάνειο
στην Roshan, τον
μεγαλύτερο πάροχο
κινητής τηλεφωνίας του
Αφγανιστάν. Η Roshan
αγόρασε αρχικά εξοπλισμό
από τους Ευρωπαίους
κατασκευαστές Alcatel
και Siemens, αλλά μετά
από περαιτέρω εξέταση, η
ADB ενέκρινε την
αντικατάστασή του με
εξοπλισμό Huawei, ο
οποίος, όπως παρατήρησε,
είχε χαμηλότερο κόστος
και μεγαλύτερη ευελιξία.
Η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ
εισβολή στο Ιράκ ήταν
ένα δώρο για την Huawei.
Το 2013, ένας υπάλληλος
της Huawei αναλογιζόταν
την προσοδοφόρα αγορά
που έχτισε η εταιρεία
κατά την διάρκεια της
υπό την ηγεσία των ΗΠΑ
κατοχής της χώρας,
ανακαλώντας στην μνήμη
του «τα ζοφερά Hummers
και τα τανκς του στρατού
των ΗΠΑ που περιπολούσαν
στους δρόμους» ενώ η
εταιρεία έκανε ένα πάρτι
«γιορτάζοντας το
επιτυχημένο λανσάρισμα
νέων δικτύων και την
ανάθεση νέων συμβάσεων».
Μεταξύ αυτών των
συμβάσεων ήταν μια
συμφωνία 275
εκατομμυρίων δολαρίων
για την κατασκευή ενός
εθνικού ασύρματου
δικτύου.
Η Huawei έκανε πρόοδο
ακόμη και στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Πριν από μια
δεκαετία, οι πάροχοι
ασύρματων δικτύων σε
δώδεκα πολιτείες, πολλοί
από τους οποίους
εξυπηρετούσαν μικρές
πόλεις, άρχισαν να
στρέφονται προς την
Huawei για
τηλεπικοινωνιακό
εξοπλισμό, αφότου οι
Βορειοαμερικάνοι
ανταγωνιστές της
πτώχευσαν. Επισκέφθηκα
μια τέτοια πόλη το 2019
-την Γλασκώβη, στην
βορειοανατολική Μοντάνα.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε
πρόσφατα διακόψει την
εγκατάσταση του
εξοπλισμού της Huawei, ο
οποίος τώρα
αντικαθίσταται. Αλλά οι
περισσότεροι κάτοικοι με
τους οποίους μίλησα
ακούγονταν λιγότερο
ανήσυχοι για την
κινεζική κατασκοπεία και
περισσότερο για έναν
μεγάλο μηνιαίο
λογαριασμό, απηχώντας τα
συναισθήματα των
κατοίκων των
αναπτυσσόμενων χωρών.
Η Huawei μπορεί επίσης
να είναι ελκυστική στους
πολιτικούς που αναζητούν
τεχνολογία για την
επίλυση πιεστικών
προβλημάτων. Για να
καταλάβετε το γιατί,
φανταστείτε ότι είστε ο
δήμαρχος μιας μεγάλης
πόλης σε μια
αναπτυσσόμενη χώρα της
Ασίας. Αντιμετωπίζετε
μια αλληλουχία κρίσεων
που αλληλοενισχύονται. Η
πανδημία της COVID-19
σχεδόν διέλυσε [5] το
υγειονομικό σας σύστημα
και προκάλεσε οικονομικό
χάος. Το χρέος είναι
επικίνδυνα υψηλό,
περιορίζοντας την
ικανότητά σας να
δανείζεστε και να
χρηματοδοτείτε
αναπτυξιακά έργα. Το
έγκλημα απειλεί να
τρομάξει τους ξένους
επενδυτές. Ετοιμάζεστε
για επανεκλογή σε δύο
χρόνια και οι πολιτικές
σας προοπτικές είναι
τόσο αβέβαιες όσο και το
μέλλον της πόλης.
Η διαφήμιση της Huawei
για την «ασφαλή πόλη»
μπορεί να ακουστεί σαν
απάντηση στις προσευχές
σας. Η εταιρεία
προσφέρει θερμικές
κάμερες για την
αναγνώριση ατόμων με
πυρετό, λογισμικό
αναγνώρισης προσώπου για
την εύρεση
καταζητούμενων
εγκληματιών, και
στατιστικές αναλύσεις
ώστε να προειδοποιεί την
αστυνομία για
ασυνήθιστες συμπεριφορές.
Μετρώντας τις ροές
κυκλοφορίας και
εφαρμόζοντας τους νόμους
για την οδήγηση, η
Huawei υπόσχεται ότι η
τεχνολογία της θα
συμβάλει στην βελτίωση
της συμφόρησης [στους
δρόμους]. Αυτά τα
συστήματα «έξυπνων
πόλεων» δίνουν έμφαση
στην δημόσια ασφάλεια
και εγείρουν σημαντικές
ανησυχίες για την
ιδιωτικότητα, αλλά
υπόσχονται επίσης
μετασχηματιστικά
πλεονεκτήματα. Για να
γλυκάνουν την συμφωνία,
οι κρατικές τράπεζες της
Κίνας ενδέχεται να
προσφέρουν ένα δάνειο
που θα είναι αποπληρωτέο
σε διάστημα δύο
δεκαετιών.
Η ικανότητα της Huawei
να συνδυάζει υλικές
υποδομές με ψηφιακές
υπηρεσίες και κρατική
χρηματοδότηση, της έχει
αποφέρει συμβόλαια από
δεκάδες [6] κυβερνήσεις
για υποδομές cloud και
υπηρεσίες ηλεκτρονικής
διακυβέρνησης. Το μενού
των επιλογών της
εκτείνεται από μικρά,
αρθρωτά κέντρα δεδομένων
(data centers) μεγέθους
ενός εμπορευματοκιβωτίου
έως πολυεπίπεδα κτίρια
γεμάτα servers. Η
εταιρεία προσφέρει
ψηφιοποίηση εγγράφων,
εθνικά συστήματα
ταυτοποίησης,
φορολογικές υπηρεσίες,
επικοινωνίες για
περιπτώσεις κρίσεων,
υποστήριξη εκλογών, και
πολλά άλλα. Υπόσχεται
μεγάλα οικονομικά οφέλη
και προσφέρει
χρηματοδότηση, οδηγώντας
τους υπεύθυνους λήψης
αποφάσεων να συμπεράνουν
ότι αυτά τα συστήματα
ουσιαστικά θα
αυτοχρηματοδοτηθούν.
Οι ξένοι ηγέτες συχνά
διατυμπανίζουν αυτές τις
συμφωνίες ως ενισχυτικές
της «ψηφιακής κυριαρχίας»
των χωρών τους. Αλλά
στην πραγματικότητα,
μπορούν να δημιουργήσουν
ψηφιακή εξάρτηση. Τον
Ιούνιο, για παράδειγμα,
η Σενεγάλη ανακοίνωσε
ότι μεταφέρει όλα τα
κρατικά δεδομένα,
συμπεριλαμβανομένων
εκείνων των κρατικών
επιχειρήσεων όπως η
εθνική εταιρεία
ηλεκτρικής ενέργειας, σε
ένα νέο εθνικό κέντρο
δεδομένων. Η Τράπεζα
Εξαγωγών-Εισαγωγών της
Κίνας παρέχει
χρηματοδότηση και η
Huawei παρέχει τον
εξοπλισμό και την
τεχνογνωσία. Συμφωνίες
όπως αυτή ανοίγουν τον
δρόμο για μελλοντικές
υπηρεσίες και
αναβαθμίσεις εξοπλισμού,
και το κόστος μετάβασης
σε άλλον προμηθευτή
μπορεί να είναι
απαγορευτικό. Η Σενεγάλη
ίσως να εγκλωβιστεί στην
κινεζική τεχνολογία για
τα επόμενα χρόνια.
ΤΟ ΝΕΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ
Η προσπάθεια της Κίνας
να γίνει ο κυρίαρχος
πάροχος ψηφιακής
υποδομής στον κόσμο
ενέχει σημαντικούς
κινδύνους [7] για τις
αναπτυσσόμενες χώρες.
Ωστόσο, οι
προειδοποιήσεις για την
ασφάλεια δεν θα
κερδίσουν αυτή την
αναμέτρηση. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες μπορούν να
απαγορεύσουν τον μη
αξιόπιστο εξοπλισμό από
τα εγχώρια δίκτυά τους.
Μπορούν να πιέσουν στους
συμμάχους τους για να
κάνουν το ίδιο. Αλλά
στον υπόλοιπο κόσμο, θα
πρέπει να προσφέρουν
πειστικές εναλλακτικές.
Ο τρόπος με τον οποίο θα
πρέπει να ανταγωνιστούν
οι Ηνωμένες Πολιτείες
[8] θα εξαρτηθεί από την
συγκεκριμένη εξεταζόμενη
τεχνολογία, αλλά η χώρα
έχει πολλές ευκαιρίες
που μπορεί να αδράξει.
Οι εγχώριες επενδύσεις
σε υποδομές και στην
Έρευνα και Ανάπτυξη
μπορούν να βοηθήσουν
στην αναβάθμιση
τεχνολογιών που
μετατοπίζουν το
παγκόσμιο πεδίο
ανταγωνισμού προς όφελός
τους. Για παράδειγμα, η
ευρύτερη υιοθέτηση του
Open RAN, το οποίο
επιτρέπει στους
χειριστές να συνδυάσουν
λογισμικό και εξοπλισμό,
θα μπορούσε να βοηθήσει
τους προμηθευτές των ΗΠΑ
να προσφέρουν πιο
προσιτά και
ανταγωνιστικά προϊόντα
στο 5G. Μπορεί να
χρειαστούν αρκετά χρόνια
για να ωριμάσει αυτή η
προσέγγιση, αλλά μόνο το
περίπου 15% των χρηστών
κινητής τηλεφωνίας στον
κόσμο αναμένεται να
χρησιμοποιούν 5G έως το
2025. Η «κούρσα» μόλις
ξεκινά.
Καθώς οι Ηνωμένες
Πολιτείες προσπαθούν να
προφτάσουν στο 5G,
μπορούν να προωθήσουν
τις τεχνολογίες τους σε
άλλους τομείς όπου οι
αμερικανικές εταιρείες
έχουν ήδη το πάνω χέρι.
Για παράδειγμα, οι
πάροχοι cloud των ΗΠΑ
είναι οι πιο προηγμένοι
στον κόσμο. Αλλά για να
επιτύχουν σε αγορές
χαμηλού εισοδήματος,
αυτές οι εταιρείες θα
πρέπει να συνδυάσουν τις
υπηρεσίες τους με υλική
υποδομή, ευκαιρίες
κατάρτισης, και
χρηματοδότηση για να
μειώσουν το αρχικό
κόστος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
έχουν επίσης τα
πλεονεκτήματα του
πρωτοπόρου στις
δορυφορικές επικοινωνίες.
Αρκετές εταιρείες των
ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης
της SpaceX του Elon Musk
και της Project Kuiper
της Amazon,
κατασκευάζουν
σχηματισμούς δορυφόρων
χαμηλής τροχιάς για να
παρέχουν γρήγορη,
αξιόπιστη ευρυζωνική
σύνδεση παγκοσμίως.
Ορισμένοι χρησιμοποιούν
διαδορυφορικές συνδέσεις
λέιζερ, οι οποίες
μπορούν να μειώσουν την
ανάγκη εγκατάστασης
ακριβών επίγειων
υποδομών και να
ματαιώσουν τις
αυταρχικές προσπάθειες
ελέγχου του Διαδικτύου.
Αλλά για να γίνουν αυτές
οι υπηρεσίες προσιτές σε
άτομα στις αγορές
χαμηλού εισοδήματος
πιθανότατα θα απαιτηθεί
κάποια μορφή οικονομικής
βοήθειας, είτε μέσω
πολυμερών τραπεζών
ανάπτυξης είτε από έναν
συνασπισμό εταίρων και
συμμάχων των ΗΠΑ.
Αυτό το είδος
συνεργασίας είναι
απαραίτητο για να γίνουν
πιο διαθέσιμες οι
προσιτές εναλλακτικές
λύσεις, και αρκετές
προσπάθειες αποκτούν
δυναμική. Ως μέρος της
τριμερούς συνεργασίας
για τις υποδομές, η
Αυστραλία, η Ιαπωνία,
και οι Ηνωμένες
Πολιτείες
συγχρηματοδοτούν ένα
υποθαλάσσιο καλώδιο προς
το νησιωτικό έθνος
Παλάου του Ειρηνικού. Η
Quad (Quadrilateral
Security Dialogue), η
οποία προσθέτει την
Ινδία στην ίδια ομάδα,
ανακοίνωσε πρόσφατα ένα
σύνολο αρχών για την
διακυβέρνηση της
τεχνολογίας και
δημιούργησε μια ομάδα
για τον συντονισμό των
δραστηριοτήτων υποδομής.
Κατά την πρώτη του
σύνοδο, τον Σεπτέμβριο,
το Συμβούλιο Εμπορίου
και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ
(U.S. – E.U. Trade and
Technology Council)
δημιούργησε μια ομάδα
εργασίας που θα βοηθήσει
στην χρηματοδότηση της
ψηφιακής συνδεσιμότητας
στις αναπτυσσόμενες
χώρες. Τελικά, αυτές οι
προσπάθειες θα επιτύχουν
ή θα αποτύχουν με βάση
την ικανότητά τους να
θέτουν πρότυπα και να
κινητοποιούν πόρους προς
πραγματικά έργα.
Οι έξυπνες πόλεις, οι
οποίες μπορούν να
περιλαμβάνουν τα πάντα,
από κάμερες
παρακολούθησης με
τεχνητή νοημοσύνη μέχρι
κάδους απορριμμάτων που
στέλνουν ειδοποιήσεις
όταν πρέπει να αδειάσουν,
προσφέρουν ιδιαίτερα
σημαντικές ευκαιρίες
στις Ηνωμένες Πολιτείες
να προσφέρουν απτά
αποτελέσματα. Ήταν
ενθαρρυντικό ότι κατά
την διάρκεια μιας
πρόσφατης συνόδου
κορυφής με τον Σύνδεσμο
Κρατών της
Νοτιοανατολικής Ασίας
(Association of
Southeast Asian Nations
- ASEAN), οι Ηνωμένες
Πολιτείες ανακοίνωσαν
ένα ταμείο
επιχειρηματικής
καινοτομίας για έξυπνες
πόλεις, καθώς και έξυπνα
προγράμματα ενέργειας
και μεταφορών. Θα
μπορούσαν να
οικοδομήσουν σε αυτές
τις προσπάθειες
συνεργαζόμενες με τους
συμμάχους των ΗΠΑ για να
προσφέρει μια
πιστοποίηση «Αειφόρου
Πόλης» που δίνει έμφαση
στην περιβαλλοντική
διαχείριση, την
κοινωνική υπευθυνότητα,
και την ασφάλεια των
δεδομένων (data). Οι
πόλεις θα μπορούσαν να
λάβουν τεχνική βοήθεια
για να βοηθηθούν να
αποκτήσουν την
πιστοποίηση, και
οικονομικά κίνητρα που
θα τις βοηθήσουν να
επιτύχουν ορόσημα και να
μειώσουν το κόστος. Οι
εταιρείες που κρίνονται
βιώσιμες θα μπορούσαν να
έχουν προτεραιότητα όταν
ανταγωνίζονται για έργα
σε συμμετέχουσες πόλεις.
Αυτή η προσέγγιση θα
προκαλούσε μια ευνοϊκή
σύγκριση με τις
κινεζικές εξαγωγές «ασφαλών
πόλεων», οι οποίες συχνά
στερούνται διαφάνειας
και ασφαλιστικών
δικλείδων, ενώ έχουν
αντιμετωπίσει προβλήματα
απόδοσης και παραβιάσεις
δεδομένων.
Αυτά και άλλα
υποστηρικτικά βήματα δεν
θα είναι γρήγορα, εύκολα
ή φθηνά. Η κυβέρνηση των
ΗΠΑ αντιμετωπίζει τις
δικές της προκλήσεις
συντονισμού, και παρόλο
που υπάρχει αυξανόμενη
συναίνεση μεταξύ των
συμμάχων και των εταίρων
των ΗΠΑ σχετικά με την
ανάγκη να ανταγωνιστούν
την ηγετική θέση της
Κίνας στην ψηφιακή
υποδομή, θα χρειαστεί
χρόνος για να εργαστούν
συντονισμένα οι αρμόδιοι
φορείς κάθε χώρας. Ο
κόσμος έχει τεράστιες
τεχνολογικές ανάγκες που
καμία χώρα ή εταιρεία
δεν μπορεί να καλύψει
από μόνη της. Ωστόσο, το
παρελθόν της Huawei και
η απόφασή της να
επιμείνει στον
αναπτυσσόμενο κόσμο θα
πρέπει να χρησιμεύουν ως
προειδοποιήσεις για το
κόστος του εφησυχασμού.
Η ηγετική θέση [9] στις
τεχνολογίες επόμενης
γενιάς θα απαιτήσει
ανταγωνισμό στις αγορές
επόμενης γενιάς.
Ο JONATHAN E. HILLMAN
είναι Senior Fellow στο
Κέντρο Στρατηγικών και
Διεθνών Σπουδών, όπου
διευθύνει το
Reconnecting Asia
Project. Είναι ο
συγγραφέας του βιβλίου
με τίτλο The Digital
Silk Road: China's Quest
to Wire the World and
Win the Future [1]
(Harper Business, 2021),
από το οποίο έχει
προσαρμοστεί αυτό το
άρθρο.