Μόλις λίγους μήνες από την έναρξη της θητείας
του ως εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου (ICC), ο Karim Khan έχει ήδη
αποτύχει σε μια σημαντική δοκιμασία. Ο Khan
ανακοίνωσε στα τέλη Σεπτεμβρίου ότι, παρόλο που
το γραφείο του θα συνεχίσει την έρευνα για
πιθανά εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας στο Αφγανιστάν από το 2003, θα
δώσει προτεραιότητα στις φερόμενες βαναυσότητες
από τους Ταλιμπάν και το Ισλαμικό Κράτος του
Χορασάν (ISIS-K) και θα βάλει σε δεύτερo πλάνο «άλλες
πτυχές αυτής της έρευνας», συγκεκριμένα, τα
φερόμενα εγκλήματα από τις Αφγανικές Δυνάμεις
Εθνικής Ασφάλειας (Afghan National Security
Forces), τον αμερικανικό στρατό, και την
Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central
Intelligence Agency, CIA).
Το κτήριο του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου
στην Χάγη της Ολλανδίας,
τον Ιανουάριο του 2019.
Piroschka van de Wouw/Reuters
Για την κυβέρνηση των
ΗΠΑ, αυτή είναι
αναμφίβολα μια
ευπρόσδεκτη εξέλιξη,
τουλάχιστον
βραχυπρόθεσμα. Η Fatou
Bensouda, η προκάτοχος
του Khan, αντιμετώπισε
τεράστιες πιέσεις από
την Ουάσιγκτον να μην
προχωρήσει σε έρευνα.
Παρόλα αυτά, το ICC
αποφάσισε τον Μάρτιο του
2020 ότι η έρευνα θα
μπορούσε να προχωρήσει
και ότι θα περιελάμβανε
πιθανές θηριωδίες των
ΗΠΑ. Η απόφαση
επαινέθηκε από ομάδες
για τα ανθρώπινα
δικαιώματα και προκάλεσε
την οργή των Ηνωμένων
Πολιτειών. Η κυβέρνηση
Τραμπ έφτασε στο σημείο
να διατάξει διπλωματικές
και οικονομικές κυρώσεις
σε βάρος αξιωματούχων
του ICC,
συμπεριλαμβανομένης της
Bensouda, σε μια
προσπάθεια να τους
εκφοβίσει. Λίγο αφότου
οι δικαστές του ICC
αποφάσισαν να
προχωρήσουν [την έρευνα],
η αφγανική κυβέρνηση, με
επικεφαλής τον τότε
πρόεδρο Ashraf Ghani,
ζήτησε την αναβολή της
έρευνας του ICC,
λέγοντας ότι η
διενέργεια εγχώριων
ερευνών σήμαινε ότι δεν
υπήρχε ανάγκη παρέμβασης
ενός διεθνούς
δικαστηρίου. Τώρα, με
τους Ταλιμπάν να
ελέγχουν την Καμπούλ,
αυτό δεν ισχύει πλέον,
κάτι που ωθεί τον Khan
να αρχίσει ξανά την
έρευνα, αλλά αυτή την
φορά με μια
αυτοεπιβαλλόμενη, πιο
περιορισμένη εντολή.
Με το να οριοθετήσει την
δική του έρευνα, ο Khan
επιτρέπει στις Ηνωμένες
Πολιτείες να γλιτώσουν
και αφήνει τους Αφγανούς
που έπεσαν θύματα αυτών
των εγκλημάτων χωρίς
καμία διέξοδο για
δικαιοσύνη ή λογοδοσία.
Δεν είναι μόνο ένας
κακός τρόπος για τον
Khan να ξεκινήσει την
θητεία του ως
εισαγγελέας͘͘͘͘͘͘͘͘͘͘͘˙
συμβάλλει επίσης στην
αντίληψη ότι η αναζήτηση
της δικαιοσύνης από το
ICC δεν είναι ισόρροπη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
μπορεί να επικροτούν
τώρα αυτήν την κίνηση,
αλλά δεν είναι προς το
συμφέρον της χώρας να
χάσει το ICC την
αξιοπιστία του ως
διεθνής θεσμός.
Η απόφαση του Khan έχει
επιπτώσεις πολύ πέρα από
τις Ηνωμένες Πολιτείες
και το Αφγανιστάν, και
θα την προσέξουν άλλες
χώρες που αντιμετωπίζουν
πιθανές έρευνες.
Πράγματι, το διακύβευμα
για το δικαστήριο και
την αξιοπιστία του δεν
θα μπορούσε να είναι
μεγαλύτερο. Το ICC
κατηγορείται εδώ και
χρόνια ότι είναι
νεοαποικιακός θεσμός, με
τις έρευνές του να
επικεντρώνονται σε χώρες
του Παγκόσμιου Νότου.
Ειδικότερα, όλες οι
αρχικές έρευνες του
δικαστηρίου (και οι
περισσότερες από τις
τρέχουσες) αφορούσαν
αφρικανικές χώρες και,
μέχρι στιγμής, όλοι οι
κατηγορούμενοι ήταν
Αφρικανοί. Η άρνηση να
ερευνήσει μια ισχυρή
χώρα του Παγκόσμιου
Βορρά, όπως οι Ηνωμένες
Πολιτείες, θα μπορούσε
να ρίξει λάδι σε αυτή
την φωτιά. Ο Khan θα
χρειαστεί να αποδείξει
ότι το ICC έχει το
σθένος να εξετάσει
δύσκολες έρευνες
εναντίον ισχυρών χωρών.
Διαφορετικά, το ICC θα
θεωρείται ευρέως ως ένας
προκατειλημμένος και
αναξιόπιστος θεσμός —το
ακριβώς αντίθετο από
αυτό που θα έπρεπε να
είναι ένα δικαστήριο.
ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΑΡΧΗ
Ενώ ήταν ακόμη υποψήφιος
για προϊστάμενος
εισαγγελέας, ο Khan
κοινοποίησε ένα όραμα
[1] για την
εκτυλισσόμενη κληρονομιά
του ICC δηλώνοντας ότι «Το
έργο του Δικαστηρίου
μπορεί και πρέπει να
αφήσει πίσω του μια
κληρονομιά που ίσως να
εμπνεύσει εμπιστοσύνη
στους διεθνείς θεσμούς».
Αλλά πώς μπορούν οι
κοινότητες που
πλήττονται από σοβαρά
εγκλήματα να διατηρήσουν
την εμπιστοσύνη τους στο
ICC όταν αυτό αμελεί να
διερευνήσει συγκεκριμένα
μέρη;
Η υποβάθμιση του ρόλου
των ΗΠΑ στην έρευνα για
το Αφγανιστάν [2] θέτει
σε αμφισβήτηση την
δέσμευση του Khan να
υπηρετεί δίκαια όλα τα
θύματα —ή τουλάχιστον
την δέσμευσή του να
προσπαθήσει. Οι
πληροφορίες που
συγκεντρώθηκαν κατά την
προκαταρκτική εξέταση
του ICC στο Αφγανιστάν,
από το 2006 έως το 2017,
έδειξαν [3] μεταξύ άλλων
ότι προσωπικό των ΗΠΑ
χρησιμοποίησε «βασανιστήρια,
βάναυση μεταχείριση,
προσβολές της προσωπικής
αξιοπρέπειας, και
βιασμούς» στις
ανακρίσεις. Αυτές οι
φερόμενες πράξεις
συνιστούν εγκλήματα
πολέμου σύμφωνα με το
διεθνές δίκαιο —και
είναι λάθος να μην
διερευνηθούν περαιτέρω.
Μια σημαντική παράμετρος
για την συνέχιση μιας
έρευνας είναι, όπως
αναφέρει το
Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων (Human
Rights Watch) [4], η
ανάγκη των θυμάτων «να
αναγνωριστούν δημόσια τα
βάσανά τους˙ να
γνωρίζουν ποιοι δράστες
είναι υπεύθυνοι για ποια
εγκλήματα˙ να ακούσουν
τις εξηγήσεις των
δραστών σχετικά με το
γιατί διαπράχθηκαν τα
εγκλήματα˙ και να δουν
τους δράστες να
τιμωρούνται». Ως έχει,
τα περισσότερα θύματα
των εγκλημάτων των ΗΠΑ
στο Αφγανιστάν είναι
απίθανο να εισπράξουν
ποτέ αναγνώριση, πόσω
μάλλον επανόρθωση.
Η αφαίρεση χρόνου,
προσήλωσης, και
προσπάθειας από την
αμερικάνικη πλευρά της
έρευνας δεν είναι κακή
μόνο για τα θύματα.
Θέτει επίσης ένα
ανησυχητικό προηγούμενο
για το ICC, το οποίο
έχει αποστολή [5] να «βοηθήσει
στον τερματισμό της
ατιμωρησίας των δραστών
των πιο σοβαρών
εγκλημάτων … και έτσι να
συμβάλει στην πρόληψη
τέτοιων εγκλημάτων». Η
διακοπή των ερευνών για
λόγους άσχετους με την
ουσία είναι σαφώς
ασυμβίβαστη με τέτοιους
στόχους.
ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΗΝ
ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ
Η Ουάσιγκτον είχε μια
περίπλοκη σχέση με το
ICC από την ίδρυσή του.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
συμμετείχαν στις
διαπραγματεύσεις που
οδήγησαν στην δημιουργία
του δικαστηρίου, αλλά
ήταν μια από τις επτά
χώρες που καταψήφισαν το
Καταστατικό της Ρώμης,
το οποίο ίδρυσε το ICC
το 1998. Αν και ο
πρόεδρος Μπιλ Κλίντον
υπέγραψε τελικά την
συνθήκη το 2000, αυτή
δεν στάλθηκε ποτέ στην
Γερουσία των ΗΠΑ προς
επικύρωση. Και το 2002,
ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους
[ο νεώτερος] απέσυρε την
υπογραφή [των ΗΠΑ] για
την συνθήκη του ICC και
είπε στον Γενικό
Γραμματέα των Ηνωμένων
Εθνών ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν είχαν
καμία πρόθεση να
προσχωρήσουν ποτέ στο
δικαστήριο. Την ίδια
στιγμή, οι Ηνωμένες
Πολιτείες εξαπέλυαν
στρατιωτικές
επιχειρήσεις σε ολόκληρη
την Μέση Ανατολή στο
όνομα της καταπολέμησης
της τρομοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι δεν
είναι μέλος του ICC, οι
Ηνωμένες Πολιτείες
μπορούν να υπαχθούν στην
δικαιοδοσία του εάν
πληρούνται ορισμένες
προϋποθέσεις. Το
Καταστατικό της Ρώμης
εξουσιοδοτεί το
δικαστήριο να διερευνά
και, όταν χρειάζεται, να
διώκει εγκλήματα πολέμου,
εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας, γενοκτονία,
και το έγκλημα της
επιθετικότητας όταν ένα
κράτος-μέλος
αποδεικνύεται ότι «δεν
επιθυμεί ή δεν μπορεί»
να το κάνει από μόνο
του. Το Καταστατικό της
Ρώμης παρέχει επίσης στο
ICC δικαιοδοσία επί
κρατών μη-μελών που δεν
επιθυμούν ή δεν μπορούν
να διερευνήσουν και να
διώξουν τους υπηκόους
τους για πιθανά
εγκλήματα στην
επικράτεια ενός
κράτους-μέλους.
Δεδομένου ότι το
Αφγανιστάν είναι μέλος
του ICC από το 2003, τα
πιθανά εγκλήματα των ΗΠΑ
στην χώρα εμπίπτουν στην
αρμοδιότητα του
δικαστηρίου. Αν
οποιαδήποτε αμερικανική
κυβέρνηση διεξήγαγε
ειλικρινείς, στιβαρές
έρευνες για την
συμπεριφορά του
αμερικανικού στρατού και
του προσωπικού [των
υπηρεσιών] πληροφοριών
στο Αφγανιστάν, το ICC
δεν θα είχε δικαιοδοσία
επί των υπηκόων των ΗΠΑ,
καθώς η κυβέρνηση των
ΗΠΑ θα είχε αποδειχθεί «και
πρόθυμη και ικανή». Αλλά
κάθε κυβέρνηση απέτυχε
να το κάνει.
Το 2006, το ICC άνοιξε
μια «προκαταρκτική
εξέταση» των ισχυρισμών
για εγκλήματα πολέμου
και εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας που
σχετίζονται με τον
πόλεμο στο Αφγανιστάν
από το 2003. Ο Luis
Moreno Ocambo, ο
προϊστάμενος εισαγγελέας
του δικαστηρίου εκείνη
την εποχή, ήθελε να
ερευνήσει πιθανά
εγκλήματα και από τις
φιλοκυβερνητικές και από
τις αντικυβερνητικές
δυνάμεις —η πρώτη φορά
στην ιστορία που διεθνές
ποινικό δικαστήριο είχε
αξιώσει την δικαιοδοσία
του σε μέλη του
αμερικανικού στρατού.
Καθώς το ICC προχωρούσε
με αποφασιστικότητα την
έρευνά του, οι Ηνωμένες
Πολιτείες αντιστέκονταν
σε κάθε βήμα. Ο Μπους
ήταν τόσο αποφασισμένος
να μην υπαχθεί ποτέ το
προσωπικό των ΗΠΑ στο
ICC, ώστε, για ένα
διάστημα, η κυβέρνησή
του έβαλε όρο για την
εξωτερική βοήθεια οι
χώρες-αποδέκτες να μην
παραδίδουν Αμερικανούς
υπηκόους στο δικαστήριο.
Πολλές από αυτές τις «διμερείς
συμφωνίες ασυλίας»
τελικά ανατράπηκαν και η
κυβέρνηση αργότερα
υποστήριξε σιωπηρά ένα
ψήφισμα του Συμβουλίου
Ασφαλείας του ΟΗΕ για
παραπομπή της
γενοκτονίας στο Νταρφούρ
του Σουδάν στο ICC για
έρευνα. Αλλά ο Μπους
απέρριπτε σταθερά τους
ισχυρισμούς για την
εξουσία του ICC επί των
Ηνωμένων Πολιτειών.
Η κυβέρνηση του Μπαράκ
Ομπάμα υποστήριξε το ICC
διπλωματικά και
οικονομικά όταν
εξυπηρετούσε τα
συμφέροντα των ΗΠΑ. Για
παράδειγμα, η κυβέρνηση
υποστήριξε ένα ψήφισμα
του ΟΗΕ για παραπομπή
της Λιβύης στο ICC για
έρευνα μετά την πτώση
του δικτάτορα Μουαμάρ Αλ
Καντάφι το 2011, και
βοήθησε στην σύλληψη και
μεταφορά καταζητούμενων
από το ICC, όπως ο
αρχηγός της ένοπλης
πολιτοφυλακής του Κονγκό,
Bosco Ntaganda. Όμως,
όπως κι ο Μπους, ο
πρόεδρος Ομπάμα θεώρησε
ότι η συμμετοχή στο ICC
(και, ως εκ τούτου, η
δικαιοδοσία του ICC επί
του προσωπικού των ΗΠΑ)
ήταν εκτός συζήτησης.
Όσον αφορά το Αφγανιστάν,
ο Ομπάμα παραδέχτηκε [6]
ότι «βασανίσαμε μερικούς
ανθρώπους», αλλά πίστευε
[7] ότι η χώρα έπρεπε «να
κοιτάξει μπροστά σε
αντίθεση με το να
κοιτάξει πίσω». Επαίνεσε
τα μέλη των αμερικανικών
δυνάμεων που «δούλεψαν
πολύ σκληρά για να
κρατήσουν τους
Αμερικανούς ασφαλείς»
και υποστήριξε ότι δεν
θα έπρεπε να περνούν «όλο
τον χρόνο τους
κοιτάζοντας πίσω από
τους ώμους τους».
Ο πρόεδρος Ντόναλντ
Τραμπ, αντίθετα, διέκοψε
την συνεργασία με το ICC
ακόμη και σε περιπτώσεις
που θα μπορούσαν να
προωθήσουν τα συμφέροντα
των Ηνωμένων Πολιτειών
και των συμμάχων τους,
όπως οι συνεχιζόμενες
έρευνες του δικαστηρίου
στην Λιβύη [8] και στο
Σουδάν. Ο πρόεδρος Τζο
Μπάιντεν απέσυρε τις
κυρώσεις του Τραμπ κατά
της Bensouda και άλλων
αξιωματούχων του ICC
λίγους μήνες μετά την
ανάληψη των καθηκόντων
του και έδειξε το
ανανεωμένο ενδιαφέρον
των ΗΠΑ για συνεργασία
με το ICC —αλλά μόνο με
τις έρευνές του σε άλλες
χώρες. Ο Μπάιντεν
παραμένει αποφασιστικός
στην απόρριψη της
δικαιοδοσίας του ICC σε
στρατιωτικούς και σε
πράκτορες πληροφοριών
των ΗΠΑ.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ
Η στροφή του Khan στην
έρευνα για το Αφγανιστάν
είναι ιδιαίτερα
αποκαρδιωτική για τους
υποστηρικτές της
διεθνούς δικαιοσύνης,
επειδή δίνει στις
Ηνωμένες Πολιτείες αυτό
που πάντα ήθελαν: καμία
σοβαρή ανάληψη ευθυνών.
Δεν είναι όμως ο πρώτος
εισαγγελέας που παίρνει
τέτοια απόφαση. Η
Bensouda, για παράδειγμα,
εκλέχθηκε για να μην
ερευνήσει και να μην
διώξει πιθανά εγκλήματα
πολέμου από μέλη του
βρετανικού στρατού στο
Ιράκ. Και υπάρχουν και
άλλες συνεχιζόμενες
έρευνες του ICC που
κινδυνεύουν να
φανερώσουν ένα παρόμοιο
μοτίβο λογοδοσίας —δηλαδή,
δικαιοσύνη για τους
αδύναμους και ατιμωρησία
για τους ισχυρούς.
Στα παλαιστινιακά εδάφη,
για παράδειγμα, τόσο οι
ισραηλινές όσο και οι
παλαιστινιακές δυνάμεις
κατηγορούνται για
παράνομη συμπεριφορά.
Για τις ισραηλινές
δυνάμεις, αυτό
περιλαμβάνει παράνομους
εποικισμούς και για τις
παλαιστινιακές δυνάμεις
και την Χαμάς, αφορά την
χρήση παράνομων ρουκετών.
Αν και η Παλαιστίνη [9]
είναι μέλος του ICC, το
Ισραήλ δεν είναι. Ως εκ
τούτου, το Ισραήλ
απέρριψε τους
ισχυρισμούς του
δικαστηρίου περί
δικαιοδοσίας. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες είναι
επίσης αντίθετες στην
έρευνα. Η αντίθεση των
ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα
αλτρουιστική και
ιδιοτελής —αλτρουιστική
επειδή το Ισραήλ είναι
μακροχρόνιος σύμμαχος
των ΗΠΑ στην περιοχή και
ιδιοτελής επειδή οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν
θέλουν να δημιουργήσουν
προηγούμενο ώστε το ICC
να έχει δικαιοδοσία σε
κράτη μη-μέλη.
Υπάρχει μια δεύτερη,
παρόμοια έρευνα στην
Γεωργία, όπου το
δικαστήριο ερευνά
φερόμενα εγκλήματα
πολέμου και εγκλήματα
κατά της ανθρωπότητας
που σχετίζονται με τον
πόλεμο του 2008, στον
οποίο συμμετείχαν
γεωργιανές και ρωσικές
δυνάμεις, καθώς και
δυνάμεις από την επίμαχη
περιοχή της Νότιας
Οσετίας, την οποία τώρα
καταλαμβάνει η Ρωσία
[10]. Όπως οι Ηνωμένες
Πολιτείες και το Ισραήλ,
η Ρωσία απορρίπτει την
δικαιοδοσία του ICC. Η
Ρωσία, η οποία είχε
υπογράψει το Καταστατικό
της Ρώμης, διέκοψε την
διαδικασία επικύρωσης
λίγο μετά την έγκριση
της έρευνας για την
Γεωργία το 2016 —και
αφού το δικαστήριο
κατήγγειλε την
προσάρτηση της Κριμαίας
από την Ουκρανία. Δεν
υπήρξε ουσιαστική
πρόοδος στην έρευνα για
την Γεωργία, σίγουρα όχι
για ό,τι αφορούσε την
Ρωσία [11]. Η εισαγγελία
του ICC δεν κατονόμασε
υπόπτους, ούτε έχει
εκδώσει εντάλματα
σύλληψης ή κλητεύσεις.
Παρομοίως, η έρευνα για
την Κριμαία έχει
σταματήσει. Η Bensouda
ολοκλήρωσε την
προκαταρκτική της
εξέταση στα τέλη του
2020, αλλά δεν έκανε το
επόμενο βήμα: να ζητήσει
εξουσιοδότηση από τους
δικαστές για να ανοίξει
μια πλήρης έρευνα.
Εάν το ICC συνεχίσει
αυτή την τάση να
υποχωρεί από δύσκολες
έρευνες για την
συμπεριφορά ισχυρών
χωρών, διακινδυνεύει να
«υποστηρίζει στην θεωρία
την καθολικότητα αλλά
στην πράξη να αθωώνει
την Δύση ενώ τιμωρεί και
καταδικάζει τους
υπόλοιπους», όπως το
έθεσε πρόσφατα ο Oumar
Ba στο Foreign Affairs
[12]. Εάν αυτός ο
κίνδυνος επαληθευθεί, το
ICC μπορεί να χάσει μέλη.
Το Μπουρούντι και οι
Φιλιππίνες έχουν ήδη
αποσυρθεί από το
δικαστήριο,
επικαλούμενες ως
δικαιολογία τις
προκαταλήψεις του. Άλλοι
μπορεί να ακολουθήσουν
το παράδειγμά τους ή
απλώς να αγνοήσουν και
να αρνηθούν να
συνεργαστούν με το ICC.
Η έρευνα για το
Αφγανιστάν πρόσφερε στο
ICC μια ευκαιρία να
ξεκινήσει την τρίτη του
δεκαετία αξιώνοντας —νόμιμα,
εύλογα, και ισχυρά— την
δικαιοδοσία του σε μια
παγκόσμια υπερδύναμη.
Για τις Ηνωμένες
Πολιτείες, εν τω μεταξύ,
θα ήταν μια ευκαιρία να
στοχαστούν σχετικά με τα
δεινά των 20 χρόνων
πολέμου. Οι υπερασπιστές
του Khan μπορεί να
επικαλεστούν τον
πραγματισμό του για την
αποτροπή κάθε
πιθανότητας ολικής
αντιπαράθεσης με τις
Ηνωμένες Πολιτείες, εάν
τα μέλη των υπηρεσιών
τους κατηγορούνταν και
εκδίδονταν εντάλματα για
την σύλληψή και την
μεταφορά τους στο ICC
ώστε να δικαστούν. Αλλά
η αποφυγή της σύγκρουσης
έρχεται σε αντίθεση με
τον σκοπό του
δικαστηρίου. Η λογοδοσία
δεν είναι μια εθελοντική
άσκηση. Και όπως έχει
υποστηρίξει σθεναρά η
μελετητής διεθνούς
δικαίου, Sophie Duroy
[13], «όταν ο
εισαγγελέας ενός
οικουμενικού δικαστηρίου,
με εντολή να βάλει τέλος
στην ατιμωρησία για
όλους, χωρίς καμία
διάκριση, αποφασίζει να
συνεχίσει μια μονόπλευρη
έρευνα … η εντύπωση που
προκύπτει είναι
περισσότερο αυτή των δύο
μέτρων και δύο σταθμών
παρά του πραγματισμού».
Ωστόσο, η ελπίδα
παραμένει. Το ICC έχει
κάνει ανατροπές στο
παρελθόν όταν πρόκειται
για τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Το αίτημα της
Bensouda να ξεκινήσει
μια πλήρη έρευνα για τον
πόλεμο στο Αφγανιστάν
απορρίφθηκε το 2019 αλλά
στην συνέχεια εγκρίθηκε
το 2020. Ο Khan μπορεί
επίσης να αλλάξει την
απόφασή του —αλλά μόνο
εάν η κριτική και η
πίεση αυξηθούν στην
υπηρεσία του για να
επανεξετάσει τις
προτεραιότητές της και
να αναλογιστεί το
μακροπρόθεσμο κόστος για
την διεθνή ποινική
δικαιοσύνη και το κράτος
δικαίου.