Νέο
πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο προκαλεί η
συνεχής άνοδος των ελληνικών κρατικών ομολόγων,
που σηματοδοτεί το
τέλος του φθηνού δανεισμού για το Δημόσιο, αλλά
και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία.
Όπως γράφει η
Σίσσυ Σταυροπιερράκου
στην Ημερησία, τα
ελληνικά ομόλογα
δέχονται τις μεγαλύτερες
πιέσεις σε σχέση με τα
υπόλοιπα ευρωπαϊκά ως
συνέπεια των εκτιμήσεων
για αλλαγή πολιτικής από
την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, με τερματισμό
του προγράμματος
ποσοτικής χαλάρωσης και
αύξηση των επιτοκίων.
Eίναι ενδεικτικό ότι η
απόδοση του 10ετούς
κρατικού ομολόγου
ξεπέρασε χθες το 2,5%,
για να διαμορφωθεί
τελικά στο 2,32%,
σημειώνοντας τη
μεγαλύτερη αύξηση από
όλους τους κρατικούς
τίτλους της Ευρωζώνης.
Mέσα σε τρεις ημέρες οι
αποδόσεις του 10ετούς
ομολόγου έχουν
αυξηθεί κατά 60 μονάδες
βάσης,
με την πίεση στο
οικονομικό επιτελείο να
είναι έντονη, αφού η
άνοδος του κόστους
δανεισμού εντείνει
και τις δημοσιονομικές
πιέσεις στον
προϋπολογισμό.
Σε κίνδυνο η επενδυτική
βαθμίδα
Το κυριότερο, όμως,
είναι ότι η αναταραχή με
την αύξηση επιτοκίων δυσχεραίνει
τον στόχο του ΥΠΟΙΚ για
απόκτηση επενδυτικής
βαθμίδας το
αργότερο έως τις αρχές
του 2023. Αναλυτές
εκτιμούν ότι υπό τις
συνθήκες που επικρατούν
στις αγορές, με τον
πληθωρισμό να τείνει να
παγιωθεί σε υψηλά
επίπεδα και τους
δημοσιονομικούς στόχους
-κυρίως την αποκλιμάκωση
του ελλείμματος στο 1,4%
του ΑΕΠ- να καθίστανται
επισφαλείς, ο
στόχος είναι πιθανό να
μετατεθεί για το δεύτερο
εξάμηνο του 2023.
Αν και η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα έχει
διαβεβαιώσει ότι θα
συνεχίσει να στηρίζει τα
ελληνικά ομόλογα, επανεπενδύοντας
όσα εισπράττει από
λήξεις και τόκους, υπάρχει
προβληματισμός για το
εύρος αυτής της στήριξης,
εάν τα δημοσιονομικά
μεγέθη της χώρας
επιδεινωθούν.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές
περιβάλλον, ακόμα
και οι τράπεζες
επανεξετάζουν τη
στρατηγική τους για
έξοδο στις αγορές με
εκδόσεις ομολόγων. Η Εθνική
Τράπεζα, που ήταν εκείνη
που σχεδίαζε να βγει
πρώτη στις αγορές,
φαίνεται να αναβάλλει τα
σχέδιά της για λίγο
αργότερα.
Οπως εκτιμάται, εάν το
ράλι στις αποδόσεις των
ομολόγων συνεχιστεί, οι
συνέπειες θα είναι
δυσμενείς για τις
τράπεζες, αφού θα
αναγκαστούν να εγγράψουν
απώλειες από
την αποτίμηση των
χαρτοφυλακίων ομολόγων
στις σημερινές τιμές.
Το πρόγραμμα του ΟΔΔΗΧ
Στο υπουργείο
Οικονομικών διαθέτουν
ένα ταμειακό
μαξιλάρι που προσεγγίζει
τα 38 δισ. ευρώ και
σχεδιάζουν από αυτό να
διαθέσουν 7,1 δισ. ευρώ
για την αποπληρωμή του
υπολοίπου των 1,8 δισ.
ευρώ από τα δάνεια του
ΔΝΤ και δύο δόσεων από
τα διακρατικά δάνεια που
έλαβε η χώρα στο πρώτο
μνημόνιο ύψους 5,3 δισ.
ευρώ.
Με δεδομένο όμως ότι η
στρατηγική του ΥΠΟΙΚ
είναι τα διαθέσιμα να
μην πέφτουν κάτω από το
όριο των 30 δισ. ευρώ, η
Ελλάδα πρέπει να
ακολουθήσει τη δανειακή
στρατηγική της και
να εξακολουθεί να
δανείζεται έστω και με
υψηλότερα επιτόκια.
Το δανειακό πρόγραμμα
για το 2022 θα
κινηθεί στα 12 δισ. ευρώ.
Μετά την έκδοση
δεκαετούς ομολόγου τον
περασμένο Ιανουάριο με «τσιμπημένο»
επιτόκιο, η
δεύτερη έξοδος της
Ελλάδας αναμένεται τον
Μάρτιο,
με το re-opening του
30ετούς ομολόγου που
εκδόθηκε το 2021 για την
άντληση περαιτέρω 2,5
δισ. ευρώ.
Τον Απρίλιο θα
ακολουθήσει η τρίτη
έξοδος για
την άντληση 2 δισ. ευρώ,
με το «άνοιγμα» του νέου
10ετούς, ενώ τον
Ιούνιο αναμένεται
ο ΟΔΔΗΧ να «ανοίξει» και
το 5ετές ομόλογο που
εκδόθηκε τον Μάρτιο του
2021, για την άντληση 2
δισ. ευρώ. Η εκδοτική
δραστηριότητα για το
2022 θα ολοκληρωθεί με
την πρώτη
έκδοση πράσινου ομολόγου από
το ελληνικό Δημόσιο, το
οποίο θα έχει διάρκεια
15 ή 20 έτη και θα είναι
ύψους 2 δισ. ευρώ.