|
Σε σύνολο χρηματοδοτικών
αναγκών 24,8 δισ. ευρώ,
το υπόλοιπο θα καλυφθεί
με μείωση των ταμειακών
αποθεμάτων κατά 6,6 δισ.
ευρώ, χρηματοδοτήσεις
από ευρωπαϊκά ταμεία
κατά 1,3 δισ. ευρώ,
έσοδα από
ιδιωτικοποιήσεις 700
εκατ. ευρώ και τις
επιστροφές των κερδών
SMPs και ANFAs κατά 1,3
δισ. ευρώ.
Όπως γράφει η Ειρήνη
Χρυσολωρά στην
Καθημερινή, ο ΟΔΔΗΧ
αναλύει στο σχετικό
σημείωμά του γιατί το
ελληνικό χρέος είναι
βιώσιμο, παρά το μεγάλο
ύψος του. Επισημαίνει,
κατ’ αρχάς, ότι το 2021
επέστρεψε σε καθοδική
πορεία, καθώς η
ονομαστική αύξησή του
κατά 9 δισ. ευρώ
αντισταθμίστηκε από τη
μεγάλη ανάκαμψη του ΑΕΠ,
με αποτέλεσμα ο λόγος
χρέους προς ΑΕΠ να
διαμορφώνεται το 2021 σε
198%, έναντι 206% τον
προηγούμενο χρόνο.
Κυρίως όμως σημειώνει
ότι πάνω από 75% του
χρέους διακρατείται από
φορείς του δημόσιου
τομέα, κάτι που
μεταφράζεται σε μεγάλους
χρόνους ωρίμανσης και
χαμηλά επιτόκια, ενώ το
99% είναι σταθερού
επιτοκίου. Η σταθμισμένη
μέση ωρίμανση είναι τα
20 χρόνια, ενώ κατά
μέσον όρο σε Ιρλανδία,
Κύπρο, Ισπανία, Ιταλία
και Πορτογαλία είναι 8,2
χρόνια. Κατά μέσον όρο,
η εξυπηρέτηση του χρέους
θα παραμείνει
μεσοπρόθεσμα κάτω από τα
13 δισ. ευρώ.
Ο ΟΔΔΗΧ σημειώνει ότι το
μαξιλάρι ασφαλείας είναι
στα 32 δισ. ευρώ,
καλύπτοντας τις
χρηματοδοτικές ανάγκες
άνω των 3 ετών. Τα
έντοκα γραμμάτια
εκτιμώνται στα 11,8 δισ.
ευρώ στο τέλος της
φετινής χρονιάς και
αναμένεται να μειωθούν
περαιτέρω κατά 800 εκατ.
ευρώ στην πορεία του
2022.
Παρά το γεγονός ότι η
Ελλάδα έχει το υψηλότερο
χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ
της στην Ευρωζώνη, η
εξυπηρέτησή του είναι
στα επίπεδα των εταίρων
της, στο 5,6% των εσόδων
της, και σημαντικά
χαμηλότερα από χώρες με
χαμηλή βαθμολογία.
Οι ακαθάριστες
χρηματοδοτικές της
ανάγκες δεν θα
ξεπεράσουν το 20% του
ΑΕΠ της το 2021, κοντά
στον μέσο όρο της
Ευρωζώνης (16,5%) και θα
παραμείνουν κάτω από το
15% του ΑΕΠ της τα
επόμενα χρόνια.
Το 2022 το χρέος
αναμένεται να αυξηθεί
κατά 3 δισ. ευρώ. |