Το «κουβάρι» του νέου ΕΝΦΙΑ προσπαθούν να «ξετυλίξουν»
στο υπουργείο Οικονομικών, υπό το πρίσμα των
νέων δεδομένων που διαμορφώνονται στην οικονομία.
Η άσκηση είναι ιδιαίτερα
δύσκολη και η 18μελής
ειδική ομάδα εργασίας
που έχει αναλάβει να τη
λύσει γράφει-σβήνει τη
νέα κλίμακα υπολογισμού
του φόρου ακινήτων στην
οποία έχει ενσωματωθεί ο
συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ
και παράλληλα «τρέχει»
διάφορα μοντέλα με βάση
τις νέες αντικειμενικές
αξίες των ακινήτων σε
όλη τη χώρα και τα εξής
δεδομένα:
Ο νέος ΕΝΦΙΑ θα αποδίδει
στο ελληνικό Δημόσιο 2,5
δισ. ευρώ, όσα ακριβώς
αναμένεται να αποδώσει
και ο ΕΝΦΙΑ του 2021.
Ανακατανομή φορολογικών
βαρών
Θα υπάρξει ανακατανομή
φορολογικών βαρών
συνολικού ύψους 500-600
εκατ. ευρώ. Αυτό
σημαίνει ότι κάποιοι
ιδιοκτήτες ακινήτων θα
επιβαρυνθούν λιγότερο
συγκριτικά με το 2021
και κάποιοι περισσότερο.
Ιδιοκτήτες ακινήτων που
έχουν στην κατοχή τους
πολλά ακίνητα μικρής
αξίας της τάξης των
50.000-60.000 ευρώ το
καθένα θα δουν τον
λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ να
«ξεφουσκώνει» το επόμενο
έτος λόγω της
συγχώνευσης του
συμπληρωματικού φόρου
ακινήτων με τον κύριο
φόρο.
Η καμπάνα του ΕΝΦΙΑ θα
χτυπήσει το 2022 για
τους ιδιοκτήτες ακινήτων
μεγάλης αξίας, άνω των
200.000-250.000 ευρώ το
καθένα, με βάση τις νέες
αντικειμενικές αξίες και
ειδικά για τους έχοντες
ακίνητη περιουσία σε
περιοχές που εντάχθηκαν
για πρώτη φορά στο
αντικειμενικό σύστημα.
Θα υπάρξει ελάφρυνση για
την πλειονότητα των
ιδιοκτητών ακινήτων.
Το βασικό σενάριο
Το βασικό σενάριο που
βρίσκεται στο τραπέζι
προβλέπει ότι από το νέο
έτος ο κύριος και ο
συμπληρωματικός φόρος θα
υπολογίζονται για κάθε
ακίνητο ξεχωριστά με
βάση μια νέα ενιαία
κλίμακα με περισσότερους
συντελεστές σε σχέση με
το σημερινό καθεστώς, οι
οποίοι θα αυξάνονται
ανάλογα με την τιμή
ζώνης της περιοχής όπου
βρίσκεται το ακίνητο και
την αξία του.
Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ
θα επιβάλλεται στην
περίπτωση που ένα
ακίνητο έχει αξία άνω
των 200.000 ή 250.000
ευρώ και όχι στο σύνολο
της περιουσίας όπως
προβλέπει το ισχύον
σύστημα, πράγμα που
σημαίνει ότι θα
προκύψουν μεγάλες
ελαφρύνσεις για
ιδιοκτήτες ακινήτων που
η συνολική αξία της
περιουσίας τους
υπερβαίνει τις 250.000
ευρώ.
Παραδείγματα
Για παράδειγμα,
ιδιοκτήτης με τρία
ακίνητα αντικειμενικής
αξίας 200.000 ευρώ το
καθένα πληρώνει σήμερα
συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ
1.550 ευρώ ενώ με το νέο
σύστημα υπολογισμού του
φόρου ο συγκεκριμένος
ιδιοκτήτης δεν θα
πληρώνει συμπληρωματικό
φόρο και θα έχει
ελάφρυνση.
Ο αριθμός των ιδιοκτητών
ακινήτων που θα
πληρώσουν λιγότερο ΕΝΦΙΑ
το 2022 θα είναι
πολλαπλάσιος συγκριτικά
με τον αριθμό των
ιδιοκτητών που θα
επιβαρυνθούν.
Η νέα κλίμακα
υπολογισμού του φόρου
ακινήτων θα έχει
περισσότερα κλιμάκια. Με
το σπάσιμο των κλιμακίων
το υπουργείο Οικονομικών
στοχεύει στην ακύρωση
της διόγκωσης του
φορολογικού βάρους από
την αναπροσαρμογή των
αντικειμενικών τιμών για
τα χαμηλής και μεσαίας
αξίας ακίνητα, και
μάλιστα όπως έχει
υποσχεθεί η κυβέρνηση ο
λογαριασμός για την
πλειονότητα των
νοικοκυριών θα είναι
ελαφρύτερος το 2022.
Οι ανατροπές στον ΕΝΦΙΑ
αναμένεται να βρεθούν
στο επίκεντρο των
συζητήσεων που θα έχει
το οικονομικό επιτελείο
με τους επικεφαλής των
θεσμών στις 19 και 20
Οκτωβρίου στο πλαίσιο
της 12ης αξιολόγησης της
ελληνικής οικονομίας σε
καθεστώς ενισχυμένης
εποπτείας. Στις
διαπραγματεύσεις αυτές
αναμένεται να
παρουσιαστεί ένα αρχικό
σχέδιο, ενώ το τελικό
σχέδιο αναμένεται να
κατατεθεί στη Βουλή τέλη
Νοεμβρίου με αρχές
Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες
οι προωθούμενες αλλαγές
στον ΕΝΦΙΑ του επόμενου
έτους κινούνται στους
ακόλουθους άξονες:
Κατάργηση του καθεστώτος
για τον τρόπο και τα
κλιμάκια υπολογισμού του
συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ
που επιβάλλεται με
κλιμακωτούς συντελεστές
από 0,15% έως 1,15%
ανάλογα με την αξία της
ακίνητης περιουσίας. Από
το 2022 οι
φορολογούμενοι που έχουν
στην κατοχή τους ακίνητα
συνολικής αξίας άνω των
250.000 ευρώ δεν θα
πληρώνουν επιπλέον φόρο
όπως ισχύει σήμερα.
Το ύψος του κύριου ΕΝΦΙΑ
θα προκύπτει με βάση νέα
κλίμακα και συντελεστές
οι οποίοι θα αυξάνονται
προοδευτικά ανάλογα με
την τιμή ζώνης.
Διατηρούνται οι μειώσεις
50% και 100% για τις
ευπαθείς κοινωνικές
ομάδες.
Ο ΕΝΦΙΑ θα πληρώνεται σε
10 ή 12 δόσεις, από
Μάρτιο μέχρι Δεκέμβριο ή
από Μάρτιο μέχρι
Φεβρουάριο.