Επιστροφή της Ελλάδας
στην επενδυτική βαθμίδα, έπειτα από 12 χρόνια
παραμονής στο junk, εκτιμάται ότι θα φέρει το
2022, σύμφωνα τουλάχιστον με τις πιο αισιόδοξες
εκτιμήσεις αναλυτών. Παρότι, επισήμως, στόχος
της κυβέρνησης είναι η επιστροφή στο λεγόμενο
investment grade έως το 2023, η JP Morgan έχει
προβλέψει ότι η Αθήνα θα επιτύχει το ορόσημο
αυτό μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Όπως γράφει το
Money
Review, αυτήν τη
στιγμή, η Ελλάδα
αξιολογείται με ΒΒ από
τους DBRS, Fitch και
Standard and Poor’s
καθώς και με Ba3 (που
αντιστοιχεί σε ΒΒ-) από
τον οίκο Moody’s. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι η
χώρα απέχει τουλάχιστον
δύο σκαλοπάτια από την
έξοδο από το junk.
Ωστόσο, όπως
σημείωσε σε πρόσφατη
ανάλυσή της η DZ Bank,
οι προσπάθειες της
Αθήνας για την επιστροφή
στην επενδυτική βαθμίδα
φέρνουν αποτελέσματα και
αναγνωρίζονται από τους
οίκους αξιολόγησης.
Πραγματικά, η Ελλάδα
ήταν ανάμεσα στις λίγες
χώρες που αναβαθμίστηκαν
μέσα στην πανδημία.
Συγκεκριμένα, η S&P
αναβάθμισε την Ελλάδα σε
BB positive από BB-
stable τον Απρίλιο. Η
τελευταία αναβάθμιση από
τη Moody’s ήταν τον
Νοέμβριο του 2020, στο
Ba3 stable από B1
stable. Η Fitch κράτησε
την πιο σκληρή στάση, με
δεδομένες τις επιπτώσεις
του κορωνοϊού, και
άλλαξε την αξιολόγησή
της σε BB stable από BB
positive τον Απρίλιο του
2020, χωρίς άλλη κίνηση
έκτοτε.
Καθώς οι οίκοι
αξιολόγησης ετοίμασαν
αυτές τις ημέρες το
πρόγραμμα των reviews
του 2022, φαίνεται ότι
αυτή η χρονιά των υψηλών
προσδοκιών για την
Ελλάδα θα «ανοίξει» στις
14 Ιανουαρίου με την
αξιολόγηση της Fitch. Ο
οίκος θα εξετάσει και
πάλι το αξιόχρεο της
Ελλάδας στις 8 Ιουλίου
και στις 7 Οκτωβρίου.
Η Moody’s θα «ασχοληθεί»
με την Ελλάδα στις 18
Μαρτίου και ξανά στις 16
Σεπτεμβρίου.
Τα «ραντεβού» της
Αθήνας με τους αναλυτές
της S&P Global Ratings
έχουν κλειστεί για τις
22 Απριλίου και για τις
21 Οκτωβρίου.
H DBRS θα
ανακοινώσει τα
αποτελέσματα των
ελληνικών reviews της
στις 18 Μαρτίου και στη
συνέχεια στις 16
Σεπτεμβρίου.
Σημειώνεται ότι το
2022 θα έχουν
συμπληρωθεί 12 χρόνια
από την υποβάθμιση της
χώρας στο junk, η οποία
είχε σημειωθεί τον
Απρίλιο του 2010, με την
τότε προσφυγή της Αθήνας
στο Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο και τα όσα γνωστά
ακολούθησαν.
Συνεπώς, η έξοδος
της Ελλάδας από το junk
έχει μεγάλη συμβολική
σημασία, αφού θα δείξει
ότι η χώρα έκλεισε
οριστικά το κεφάλαιο της
κρίσης και κατάφερε να
συγκαταλέγεται ανάμεσα
στους «κανονικούς»
εκδότες ομολόγων.
Έχει, όμως, και
ουσιαστική σημασία, εν
όψει της λήξης του
έκτακτου προγράμματος
αγοράς ομολόγων της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, PEPP, στο
οποίο κατ΄ εξαίρεση
εντάχθηκαν τα ελληνικά
ομόλογα, παρότι
αξιολογούνται με junk. Η
ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα
στηρίξει τα ελληνικά
ομόλογα και μετά τη λήξη
του PEPP, τον Μάρτιο του
2022, στρέφοντας τις
επανεπενδύσεις των
ομολόγων που λήγουν στο
πλαίσιο του προγράμματος
αυτού, προς την Ελλάδα,
εάν χρειαστεί. Με την
κίνηση αυτή, η κεντρική
τράπεζα ουσιαστικά
έστησε μία γέφυρα για
την Ελλάδα, έως ότου η
χώρα να επιστρέψει στην
επενδυτική βαθμίδα, όταν
και θα μπορέσουν ομόλογά
της να ενταχθούν στο
παραδοσιακό πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης,
APP.