Σε κατάσταση υψηλής επιφυλακής όσον αφορά τις
επιπτώσεις μιας σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας τόσο
στην ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας με φυσικό
αέριο όσο και στην περαιτέρω όξυνση της σοβούσας
ενεργειακής κρίσης (σε περίπτωση νέας εκτόξευσης
των τιμών του φυσικού αερίου κοντά στα ιστορικά
υψηλά του περασμένου Δεκεμβρίου) βρίσκεται η
κυβέρνηση: Και οι δυο πτυχές του ενεργειακού
προβλήματος συζητήθηκαν κατά την τηλεδιάσκεψη
που είχε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με
παράγοντες του κλάδου ενέργειας, με φόντο τη
μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό αέριο
(που αναλογεί στο 45% περίπου των εισαγωγών) και
της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο εν
γένει.
όπως γράφει η
Ναυτεμπορική, σύμφωνα με
πληροφορίες, κατά την
ανάλυση της Ρυθμιστικής
Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ),
όσον αφορά το θέμα της
πιθανής διαταραχής της
ροής φυσικού αερίου από
τη Ρωσία εάν ηχήσουν τα
«τύμπανα του πολέμου»,
το πιθανότερο (και
καλύτερο...) σενάριο
είναι να διακοπεί η ροή
της τροφοδοσίας μέσω των
αγωγών που διατρέχουν
την Ουκρανία. Στην
περίπτωση αυτή, ο
ανεφοδιασμός της
ελληνικής αγοράς δεν θα
επηρεαζόταν, καθώς οι
ποσότητες φυσικού αερίου
της Gazprom που
προμηθεύεται η Ελλάδα
φτάνουν μέσω του αγωγού
Turk Stream στη
Βουλγαρία και από εκεί
εισέρχονται στο Ελληνικό
Σύστημα Φυσικού Αερίου
στο σημείο εισόδου στο
Σιδηρόκαστρο. Το
χειρότερο σενάριο θα
ήταν να διακοπεί πλήρως
η τροφοδοσία της χώρας
με ρωσικό αέριο. Στην
περίπτωση αυτή εκτιμάται
ότι θα προκαλούνταν
έλλειμμα στην τροφοδοσία
στα επίπεδα του 20%, το
οποίο θα έπρεπε να
καλυφθεί με πρόσθετα
φορτία LNG από τον
Τερματικό Σταθμό της
Ρεβυθούσας και από το
αζέρικο αέριο που φθάνει
στην Ελλάδα μέσω του TAP
και καλύπτει περίπου το
18% των εισαγωγών.
Κατά τις ίδιες
πληροφορίες, στο
χειρότερο αυτό σενάριο
θα επιστρατεύονταν
εναλλακτικά μέτρα ώστε
να μειωθεί το μερίδιο
του φυσικού αερίου στην
παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας, όπως η
αυξημένη χρήση των
υδροηλεκτρικών σταθμών
(η λειτουργία των οποίων
συναρτάται βέβαια από
τις βροχοπτώσεις και τα
αποθέματα των
ταμιευτήρων), η αυξημένη
χρήση των λιγνιτικών
μονάδων, αλλά και η
χρήση (ακριβού)
πετρελαίου για τις
μονάδες φυσικού αερίου
που έχουν δυνατότητα
λειτουργίας με
εναλλακτικό καύσιμο,
δηλαδή τις μονάδες «Κομοτηνή»
και «Λαύριο 4» της ΔΕΗ,
τις μονάδες της
Elpedison σε Θεσσαλονίκη
και Θίσβη και τις μικρές
μονάδες του Ήρωνα, με
συνολική ισχύ κοντά στα
2 GW.
Ο ρόλος της Ρεβυθούσας
Προς το παρόν, τα «σήματα»
που εκπέμπει η Ρεβυθούσα
είναι καθησυχαστικά,
αφού τον Ιανουάριο
έφτασαν 9 φορτία LNG.
Κατά τον τρέχοντα μήνα,
μέχρι και προχθές είχαν
εκφορτωθεί τέσσερα ακόμα
φορτία, δύο της ΔΕΠΑ και
δύο της Mytilineos και
αναμένονταν άλλα τρία (Mytilineos,
ΔΕΗ, Elpedison), με το
σύνολο των φορτίων LNG
του Φεβρουαρίου να
υπολογίζεται στο 1,25 GW.
Όπως όμως εξηγούν
παράγοντες της αγοράς με
καλή γνώση της
κατάστασης που μίλησαν
στη «Ν», «εάν το
χειρότερο σενάριο
ξεδιπλωθεί στο πλαίσιο
του κλεισίματος όλων των
οδών μεταφοράς φυσικού
αερίου από τη Ρωσία προς
την Ευρώπη, τότε είναι
προφανές ότι θα δούμε
τις τιμές του καυσίμου
στις χρηματιστηριακές
αγορές να εκτοξεύονται
σε αδιανόητα επίπεδα.
Και ναι μεν η Ρεβυθούσα
θα έχει τεχνικά τη
δυνατότητα να υποδεχθεί
περισσότερα φορτία LNG,
το θέμα είναι όμως ότι
όλες οι χώρες της
Ευρώπης θα επιδοθούν σε
ανελέητο ανταγωνισμό για
να εξασφαλίσουν
περισσότερο LNG για να
καλύψουν το κενό του
ρωσικού αερίου, σε μια
περίοδο που δεν υπάρχουν
σημαντικές πλεονάζουσες
ποσότητες LNG άμεσα
διαθέσιμες...».
Εφιαλτικά σενάρια στις
τιμές
Στο σενάριο μικρότερης
διαταραχής, με διακοπή
των εξαγωγών αερίων μόνο
από την Ουκρανία,
διεθνείς αναλυτές
εκτιμούν ότι η Ρωσία θα
μπορούσε να
αποκαταστήσει την
τροφοδοσία της Ευρώπης
αυξάνοντας τις ροές μέσω
Πολωνίας.
Ακόμη όμως και στο
ηπιότερο σενάριο, εάν
επιβεβαιωθούν οι φόβοι
για ανάφλεξη στην
Ουκρανία, είναι σχεδόν
βέβαιο ότι η ενεργειακή
κρίση θα κλιμακωθεί
περαιτέρω, με
απρόβλεπτες συνέπειες.
Ξένοι οίκοι, όπως
η Goldman Sachs και η
Capital Economics,
εκτιμούν ότι μόνο η
διακοπή τροφοδοσίας μέσω
Ουκρανίας θα έφτανε ώστε
οι τιμές του φυσικού
αερίου στο διεθνές hub
της Ολλανδίας (TTF) να
ξεπεράσουν το υψηλό των
180 ευρώ/MWh που είχε
καταγραφεί στις 21
Δεκεμβρίου και οδήγησε
τις χονδρεμπορικές τιμές
του ηλεκτρισμού στις
περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες προσωρινά πάνω από
τα 300 ευρώ/MWh,
αγγίζοντας ακόμη και τα
400 ευρώ/MWh.
Η κατάσταση τώρα
Αυτή τη στιγμή οι
χονδρεμπορικές τιμές
στην Ελλάδα κυμαίνονται
λίγο πάνω από τα 200
ευρώ/MWh, επίπεδα που
ήδη πιέζουν ασφυκτικά
νοικοκυριά και
επιχειρήσεις και
τροφοδοτούν ευρείες
πληθωριστικές πιέσεις,
οι δε τιμές spot του
φυσικού αερίου στο TTF
υποχώρησαν κάτω από τα
80 ευρώ/MWh, έχοντας
αγγίξει στην αρχή της
ημέρας το φράγμα των 90
ευρώ/MWh. Τυχόν
επιστροφή ή υπέρβαση των
υψηλών του Δεκεμβρίου
είναι μια απευκταία
προοπτική που θα «έβαζε
φωτιά» σε όλη την Ευρώπη,
εν μέσω της χειμερινής
περιόδου των χαμηλών
θερμοκρασιών και των
υψηλών καταναλώσεων και
ενώ οι αποθήκες φυσικού
αερίου της γηραιάς
ηπείρου εμφανίζουν πολύ
χαμηλά επίπεδα
πληρότητας.
Γι’ αυτό και κρίσιμη
παράμετρο για όλα τα
σενάρια αποτελεί η
διάρκεια της κρίσης,
καθώς μια πιθανή
πολεμική σύρραξη θα
περιορίσει τις φυσικές
και οικονομικές αντοχές
της κάθε χώρας για να
καλύψει τα ελλείμματα
στην τροφοδοσία.
Με το «βλέμμα» προς τον
Νότο
Όπως τονίστηκε κατά τη
χθεσινή σύσκεψη, η
κυβέρνηση και οι φορείς
της αγοράς βρίσκονται σε
αναζήτηση και
εναλλακτικών πηγών
τροφοδοσίας και από
άλλες χώρες, όπως π.χ. η
Αίγυπτος. Το θέμα του
ρόλου της Αιγύπτου -σε
πιο μακροχρόνιο ορίζοντα-,
άλλωστε, συζητήθηκε και
κατά το ενεργειακό
συνέδριο Egyps 2022 που
διεξάγεται αυτές τις
ημέρες στο Κάιρο. Κατά
την κεντρική του ομιλία,
ο Αιγύπτιος υπουργός
Ενέρειας Tarek el Molla
ανέφερε, παρουσία
διευθυντικών στελεχών
μεγάλων ενεργειακών
ομίλων (BP, Eni, Total
κ.α.), και 2.000
συνέδρων από 65 χώρες,
ότι το Μνημόνιο
Συνεργασίας που υπεγράφη
με την Ελλάδα το 2021
ανοίγει τον δρόμο για
την κατασκευή νέων
υποδομών και
συγκεκριμένα ενός
διασυνδετηρίου αγωγού
μεταξύ Αιγύπτου και
Ελλάδας.