Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να διορίσει έναν
ειδικό απεσταλμένο για την Συρία, επιφορτισμένο
με την ανάπτυξη μιας συνεκτικής πολιτικής
στρατηγικής, υποστηριζόμενης από την κοινότητα
πληροφοριών των ΗΠΑ, για να απομονώσει τον Άσαντ
και εκείνους που διευκολύνουν το καθεστώς του
και να περιορίσει την κακόβουλη επιρροή του Ιράν
και της Ρωσίας.
-----------------
Τις τελευταίες εβδομάδες,
οι παρατηρητές της Μέσης
Ανατολής στην Ουάσιγκτον
συζητούσαν συνεχών για
την τρέχουσα αναθεώρηση
της πολιτικής για την
Συρία από τον πρόεδρο
των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Κατά τους πρώτους μήνες
της θητείας του, η
προσέγγιση της διοίκησης
του Μπάιντεν στην
Δαμασκό ήταν ιδιαίτερα
προσεκτική. Σε αντίθεση
με τους προκατόχους του,
ο Μπάιντεν δεν έχει
ακόμη διορίσει έναν
υψηλού επιπέδου
απεσταλμένο για την
Συρία ούτε έχει επιβάλει
κυρώσεις σε κάποιο άτομο
ή οντότητα που συνδέεται
με το αυταρχικό καθεστώς
του προέδρου της Συρίας,
Μπασάρ αλ Άσαντ. Αλλά
παρόλο που ο Μπάιντεν θα
προτιμούσε σαφώς να
επιδιώξει άλλους στόχους
εξωτερικής πολιτικής, η
Συρία θα απαιτεί όλο και
περισσότερο την προσοχή
του.
Στρατιωτικά οχήματα στην
περιοχή Manbij, στην
Συρία, στις 12 Μαΐου του
2018. Aboud Hamam /
Reuters
Η δεκαετής συριακή
σύγκρουση ξεκίνησε ως
μια λαϊκή εξέγερση
ενάντια στην
διακυβέρνηση του Άσαντ
πριν μετατραπεί σε
εμφύλιο πόλεμο που
κυριαρχείται από
τρομοκρατικές οργανώσεις
όπως ορίζονται από τις
ΗΠΑ. Σήμερα, έχει γίνει
ένα πραγματικά παγκόσμιο
πεδίο μάχης, όπου
στρατιωτικές δυνάμεις
από πέντε χώρες -το Ιράν,
το Ισραήλ, την Ρωσία,
την Τουρκία και τις
Ηνωμένες Πολιτείες-
διεξάγουν επιχειρήσεις
εναντίον διαφορετικών
εχθρών για την επιδίωξη
διαφορετικών στόχων.
Εν τω μεταξύ, έχει
καταστεί σαφές ότι ο
Άσαντ δεν ορρωδεί προ
ουδενός για να
διατηρήσει το ασταθές
καθεστώς του στην
εξουσία. Οι βάναυσες
τακτικές της κυβέρνησής
του ανάγκασαν τους
μισούς Σύρους να φύγουν
από τα σπίτια τους: 6,6
εκατομμύρια είναι πλέον
πρόσφυγες σε άλλες χώρες
και 6,7 εκατομμύρια
επιπλέον είναι
εκτοπισμένοι εσωτερικά
και εξαρτώνται εξ
ολοκλήρου από την διεθνή
βοήθεια. Ωστόσο, η
συνεχιζόμενη χρήση
χημικών όπλων από το
καθεστώς (πολύ μετά την
υποτιθέμενη καταστροφή
του σχετικού
προγράμματός του το
2013), η φιλοξενία
δυνάμεων που
υποστηρίζονται από την
Ρωσία και το Ιράν, καθώς
και η κατάφωρη,
βιομηχανικής κλίμακας
παραγωγή και διακίνηση
πυραύλων και ναρκωτικών
υποδηλώνουν ότι ο Άσαντ
έχει γίνει όλο και πιο
άνετος με τη μετατροπή
της χώρας του σε κάτι
παρόμοιο με την Βόρεια
Κορέα στη Μεσόγειο. Η
απάντηση της κυβέρνησης
Trump στην μεταμόρφωση
του καθεστώτος του Άσαντ
προσφέρει πολύτιμες
γνώσεις και μαθήματα που
θα μπορούσαν να
βοηθήσουν την ομάδα του
Μπάιντεν να έχει
καλύτερα αποτελέσματα.
ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΣΤΗ DA NANG
Το μόνο σχέδιο για την
επίλυση της σύγκρουσης
στην Συρία που έχει
κερδίσει διεθνή
υποστήριξη είναι το
ψήφισμα 2254 του
Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ. Έχοντας περάσει
ομόφωνα το 2015 μετά από
εκτεταμένες διπλωματικές
προσπάθειες από την
κυβέρνηση Ομπάμα, το
ψήφισμα ζητά παύση του
πυρός σε εθνικό επίπεδο
και μια διαδικασία μέσω
της οποίας οι Σύροι -συμπεριλαμβανομένων
εκείνων εκτός της χώρας-
να μπορούν να θεσπίσουν
«αξιόπιστη, χωρίς
αποκλεισμούς και μη
σεχταριστική
διακυβέρνηση», να
συντάξουν ένα νέο
σύνταγμα, και να
διεξάγουν «ελεύθερες και
δίκαιες εκλογές» υπό την
εποπτεία του ΟΗΕ.
Αντί να επιδιώκουν
αυτούς τους στόχους,
ωστόσο, το καθεστώς του
Άσαντ και οι προστάτες
του [1] στην Ρωσία και
το Ιράν ανακοίνωσαν
ψεύτικες εκεχειρίες και
χρησιμοποίησαν μαζικούς
εναέριους βομβαρδισμούς
για να καταλάβουν έδαφος
που ελέγχεται από την
αντιπολίτευση στο όνομα
της καταπολέμησης
τρομοκρατικών ομάδων. Το
2016, τέτοιες τακτικές
οδήγησαν στην δραματική
πτώση της πόλης του
Χαλεπίου, η οποία ήταν
προπύργιο της
αντιπολίτευσης. Ο
υπουργός Εξωτερικών των
ΗΠΑ, Antony Blinken, ο
οποίος τότε υπηρετούσε
ως αναπληρωτής υπουργός
Εξωτερικών, περιέγραψε
αυτό το αποτέλεσμα ως
μια αποτυχία της
εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ που «θα κουβαλώ μαζί
μου για τις υπόλοιπες
μέρες μου».
Η κυβέρνηση Τραμπ,
ανυπόμονη να μην
επαναλάβει τα λάθη του
προκατόχου της,
διενήργησε την δική της
αναθεώρηση της πολιτικής
το 2017. Αρχικά, ο
πρόεδρος των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ, έδειξε
ότι ενδέχεται να
παραιτηθεί εντελώς από
την Συρία. Σε μια
ανάρτησή του στο Twitter
αργά το βράδυ τον Ιούλιο
του 2017, αποκάλυψε την
ύπαρξη ενός κρυφού
προγράμματος της CIA για
να βοηθήσει τους Σύρους
αντάρτες και χλεύασε την
προσπάθεια ως «σπατάλη».
Στην συνέχεια, σε μια
συνάντηση τον Νοέμβριο
του 2017 στη Ντα Νανγκ,
στο Βιετνάμ, ο Τραμπ και
ο Ρώσος πρόεδρος,
Βλαντιμίρ Πούτιν,
διαπραγματεύτηκαν μια
κατάπαυση του πυρός σε
έναν θύλακα της
αντιπολίτευσης στη
νοτιοδυτική Συρία δίπλα
στα υψίπεδα του Γκολάν.
Όταν ο Άσαντ παραβίασε
την κατάπαυση του πυρός
στα μέσα του 2018,
αξιωματούχοι του
αμερικανικού Υπουργείου
Εξωτερικών
διαπραγματεύτηκαν μια
συμφωνία στην οποία οι
Ηνωμένες Πολιτείες θα
απέσυραν την υποστήριξη
των δυνάμεων της
αντιπολίτευσης στα
νοτιοδυτικά με
αντάλλαγμα ρωσικές
διαβεβαιώσεις ότι αυτές
οι δυνάμεις δεν θα
φυλακιστούν και ότι οι
υποστηριζόμενες από το
Ιράν πολιτοφυλακές θα
φύγουν από την περιοχή.
Όταν η Ρωσία και οι
Ιρανοί πληρεξούσιοι
αθέτησαν αυτές τις
υποσχέσεις, ο υπουργός
Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike
Pompeo, διέταξε την
εφαρμογή μιας νέας
πολιτικής (αρχικά
αναπτυχθείσας υπό τον
προκάτοχό του, Rex
Tillerson) με σκοπό να
αλλάξει την συμπεριφορά
του καθεστώτος του Άσαντ
και τους υπολογισμούς
των Ρώσων και των Ιρανών
πατρώνων του.
Η πολιτική είχε μια
σειρά προτεραιοτήτων: να
νικηθεί το Ισλαμικό
Κράτος (επίσης γνωστό ως
ISIS) με το να
υποστηριχθούν οι
Συριακές Δημοκρατικές
Δυνάμεις (SDF) και άλλες
αντιπολιτευτικές ομάδες˙
να σταθεροποιηθούν οι
απελευθερωμένες περιοχές
και να επιστρέψουν με
ασφάλεια οι πρόσφυγες˙
να εκδιωχθούν οι
ιρανικές δυνάμεις που
είχαν εισέλθει στην
Συρία από την έναρξη της
σύγκρουσης το 2011˙ και
να επινοηθεί μια λύση
για τον πόλεμο που θα
ενίσχυε την περιφερειακή
ασφάλεια. Αυτό θα
περιλάμβανε εκείνο που
το αμερικανικό Υπουργείο
Εξωτερικών περιέγραψε ως
«μη αναστρέψιμη πρόοδο»
σχετικά με την
συνταγματική
μεταρρύθμιση και τις
προετοιμασίες για
ελεύθερες και δίκαιες
εκλογές στην Συρία, όπως
περιγράφεται στο ψήφισμα
του ΟΗΕ.
Για την επίτευξη αυτών
των στόχων, η κυβέρνηση
Τραμπ προσπάθησε να
κυρώσει και να
απομονώσει διπλωματικά
το καθεστώς του Άσαντ
και να αρνηθεί κονδύλια
ανασυγκρότησης σε
περιοχές υπό τον έλεγχο
του καθεστώτος. Η
Ουάσιγκτον ανέλαβε
επίσης στρατιωτική δράση
στην Συρία ως απάντηση
σε επιθέσεις με χημικά
όπλα, παράλληλα με
τουρκικές και ισραηλινές
στρατιωτικές
επιχειρήσεις.
Στο παρασκήνιο, η
κυβέρνηση Τραμπ, όπως
και η προκάτοχός της,
συνεργάστηκε σιωπηλά με
την Ρωσία για να βρει
μια διπλωματική λύση
σύμφωνα με την οποία η
πρόοδος στους στόχους
της Ουάσιγκτον θα
οδηγούσε στην σταδιακή
μείωση των κυρώσεων και
άλλων πιέσεων στον Άσαντ.
Αν και ορισμένοι
χαρακτήρισαν την
στρατηγική του Trump ως
αλλαγή καθεστώτος που
δεν θα φαίνεται, η
προσέγγιση επικεντρώθηκε
μόνο στην αλλαγή της
συμπεριφοράς του
καθεστώτος. Η ελπίδα
ήταν ότι η έγκριση του
ψηφίσματος του ΟΗΕ θα
βελτιώσει την
διακυβέρνηση στην Συρία,
θα ξαναφέρει την
κυριαρχία επί της
συριακής επικράτειας σε
μια αντιπροσωπευτική
κυβέρνηση στην Δαμασκό,
και θα επιτρέψει στις
ξένες δυνάμεις τελικά να
αποσυρθούν.
Η Ουάσιγκτον νίκησε με
επιτυχία το ISIS
υποστηρίζοντας τις SDF,
αλλά η πρόοδος στους
άλλους στόχους της
περιορίστηκε απότομα από
τις προσπάθειες του
Τραμπ να αποσύρει τις
δυνάμεις των ΗΠΑ από την
βορειοανατολική Συρία
και την υπερβολική
απροθυμία της κυβέρνησης
να επεκτείνει την
αμερικανική βοήθεια
σταθεροποίησης στις
κυριαρχούμενες από
Κούρδους SDF. Για να
γεφυρώσει το κενό
χρηματοδότησης, η
Ουάσιγκτον εξέδωσε μια
άδεια [2] που επέτρεπε
στην αμερικανική
πετρελαϊκή εταιρεία
Delta Crescent Energy να
βελτιώσει τα πετρελαϊκά
κοιτάσματα της Συρίας
και να εισαγάγει κινητή
ικανότητα διύλισης στην
βορειοανατολική Συρία. Η
ιδέα ήταν να καταστεί
αυτοσυντηρούμενος ο
αγώνας ενάντια στο ISIS
και να συγκρατηθούν οι
SDF από το να
εμπορεύονται αργό
πετρέλαιο με το καθεστώς
Assad με αντάλλαγμα
εξευγενισμένο προϊόν -μια
πρακτική που παραμένει
ίσως το πιο βρώμικο
οικονομικό «μυστικό» του
συριακού πολέμου.
ΜΙΚΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Καθώς αυξανόταν η πίεση
στην Τεχεράνη και στο
καθεστώς Άσαντ, οι
ισραηλινές πηγές
παρατήρησαν μια μείωση
της παρουσίας
υποστηριζόμενων από το
Ιράν ομάδων στην Συρία.
Αλλά το Ιράν δεν απέσυρε
πλήρως τους
πληρεξουσίους του από
τις θέσεις τους δυτικά
του ποταμού Ευφράτη και
αλλού, και το Ισραήλ
συνέχισε να
πραγματοποιεί επιθέσεις
εναντίον ιρανικών στόχων
στο έδαφος της Συρίας.
Σήμερα, το Ιράν
παραμένει [3] ένας
σημαντικός πολιτικός,
οικονομικός και
στρατιωτικός
υποστηρικτής του
καθεστώτος Άσαντ.
Ωστόσο, η Ουάσινγκτον
και οι σύμμαχοί της
σημείωσαν μικρή πρόοδο
όσον αφορά την εφαρμογή
του ψηφίσματος των
Ηνωμένων Εθνών και την
αλλαγή της συμπεριφοράς
του καθεστώτος Άσαντ. Η
κωλυσιεργία του Άσαντ
οδήγησε στην αποτυχία
πολλών γύρων συνομιλιών
για συνταγματικές
μεταρρυθμίσεις στην
Γενεύη. Η κατάφωρη
νοθεία της προεδρικής
εκλογής της 26ης Μαΐου
στην Συρία, στην οποία
το καθεστώς ισχυρίστηκε
ότι ο Άσαντ κέρδισε την
υποστήριξη του 95% των
ψηφοφόρων, προσφέρει
ελάχιστο λόγο
αισιοδοξίας για την
προθυμία του Άσαντ να
επιτρέψει κάποια
πολιτική αντιπολίτευση.
Και το καθεστώς και οι
Ρώσοι προστάτες του
χαρακτηρίζουν ως «ψευδείς
ειδήσεις» τις αναφορές
ότι οι συριακές δυνάμεις
συνεχίζουν να
χρησιμοποιούν χημικά
όπλα.
Ωστόσο, το καθεστώς του
Άσαντ παραμένει
εξαιρετικά εύθραυστο.
Πέρυσι, ο Άσαντ είχε μια
σπάνια ανοιχτή διαμάχη
με τον ξάδελφό του από
την πλευρά της μητέρας
του, Rami Makhlouf, ο
οποίος φέρεται να έχει
χειριστεί την παράνομη
χρηματοδότηση των
οικογενειακών
επιχειρήσεων του
καθεστώτος εδώ και
χρόνια. Ο Makhlouf
εκδιώχθηκε από τον
εσωτερικό κύκλο, με τον
προηγούμενο ρόλο του να
πηγαίνει στην Asma
al-Assad, την γυναίκα
του δικτάτορα. Η Άσμα
είναι σουνίτισα και,
αναθέτοντάς την στην
ευθύνη για τόσο
σημαντικές κρατικές
λειτουργίες, ο Άσαντ
εισήγαγε για πρώτη φορά
έναν σουνίτη στον πυρήνα
ενός καθεστώτος που
κυριαρχείται από μέλη
της μειονότητας των
Αλαουιτών. Η κίνηση
οδήγησε σε μεγάλες
γκρίνιες μεταξύ των
συριακών αλαουιτικών
ελίτ, κάτι που ο
Makhlouf προσπάθησε να
εκμεταλλευτεί μέσω
αναρτήσεων στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης.
Εν τω μεταξύ, οι
κυρώσεις των ΗΠΑ που
εισήχθησαν το 2019 έχουν
αυξήσει δραματικά την
οικονομική πίεση στον
Άσαντ και έχουν συμβάλει
στην πτώση κατά περίπου
250% της συναλλαγματικής
ισοτιμίας μεταξύ της
συριακής λίρας και του
δολαρίου ΗΠΑ από τα τέλη
του 2019, στην σοβαρή
εξάντληση των ταμείων
του καθεστώτος, και σε
αντίστοιχες περικοπές
των επιδοτήσεων
καθεστώτος που έχουν
επιδεινώσει την έλλειψη
καυσίμων και τροφίμων
για τους απλούς Σύρους.
Οι επικριτές των
κυρώσεων των ΗΠΑ
υποστηρίζουν ότι τέτοια
βήματα αυξάνουν την
ταλαιπωρία των Σύρων,
αλλά πολλοί Σύροι
κατηγορούν την
κατάρρευση του
νομίσματος και του
τραπεζικού συστήματος
του Λιβάνου, το οποίο
εξυπηρετούσε την Συρία
επί δεκαετίες, ως τον
κύριο λόγο για τα
οικονομικά δεινά της
Συρίας. Οι Σύροι
κατηγορούν επίσης τα
σημεία ελέγχου που το
καθεστώς του Άσαντ και
οι ομάδες που
υποστηρίζονται από το
Ιράν έχουν δημιουργήσει
σε όλες τις περιοχές που
ελέγχονται από το
καθεστώς και χρεώνουν
υπερβολικά τέλη. Είτε
έτσι είτε αλλιώς, το
καθεστώς του Άσαντ είναι
πιο ευαίσθητο στην
οικονομική πίεση τώρα
από όσο σε οποιαδήποτε
άλλη στιγμή στην ιστορία
του.
ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΜΕΝΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
Κατά την διάρκεια του
τελευταίου έτους της
θητείας του Τραμπ, ο
Άσαντ και οι Ρώσοι και
Ιρανοί υποστηρικτές του
έπαιζαν για [να
κερδίσουν] χρόνο,
ελπίζοντας ότι ο Τραμπ
θα χάσει τις εκλογές του
2020 και
στοιχηματίζοντας ότι θα
κερδίσουν μια καλύτερη
συμφωνία από τον
Μπάιντεν. Σχεδόν έξι
μήνες αργότερα,
διακρίνονται μερικά
περιγράμματα της
πολιτικής του Μπάιντεν
για την Συρία. Η
Ουάσιγκτον έχει
δεσμευτεί για την διαρκή
ήττα του ISIS,
επιβεβαιώνοντας εκ νέου
την στρατιωτική παρουσία
των ΗΠΑ και
ξαναρχίζοντας την
βοήθεια σταθεροποίησης
στην βορειοανατολική
Συρία που έκοψε η
κυβέρνηση Τραμπ.
Δεσμεύεται επίσης για
την ανακούφιση των
ανθρωπιστικών δεινών
στην Συρία. Τον Μάρτιο,
ο Blinken έκανε μια
παθιασμένη ομιλία στον
ΟΗΕ για την υποστήριξη
της ανανέωσης ενός
ψηφίσματος που επέτρεπε
στην διασυνοριακή
ανθρωπιστική βοήθεια να
ρέει σε περιοχές της
Συρίας που δεν
ελέγχονται από το
καθεστώς του Άσαντ.
Νωρίτερα εκείνον τον
μήνα, ανώτεροι
αξιωματούχοι της
διοίκησης εργάστηκαν
σκληρά για να αποτρέψουν
ένα επαπειλούμενο ρωσικό
βέτο στο ψήφισμα και να
επεκτείνουν τον αριθμό
των ανθρωπιστικών
διαβάσεων από μια σε
τρεις. Τελικά, το
ψήφισμα ανανεώθηκε για
ένα μόνο πέρασμα για έξι
μήνες, με την δυνατότητα
έξι ακόμη μηνών μετά από
μια έκθεση που θα
δημοσιοποιήσει για το
ζήτημα ο Γενικός
Γραμματέας του ΟΗΕ τον
Ιανουάριο του 2022.
Εκείνο που η Ουάσινγκτον
ήταν διατεθειμένη να
εγκαταλείψει για να
επιτύχει αυτούς τους
στόχους -ειδικά πριν από
την ψήφο της Ρωσίας
σχετικά με το ψήφισμα
διέλευσης των συνόρων-
υπήρξε πηγή διαμάχης.
Μόνο λίγες μέρες μετά
την εκλογική νίκη του
Άσαντ τον Μάιο, το
Γραφείο Ελέγχου
Περιουσιακών Στοιχείων
Εξωτερικού (Office of
Foreign Assets Control)
του Υπουργείου
Οικονομικών των ΗΠΑ
τερμάτισε την άδεια της
Delta Crescent Energy να
λειτουργεί στην Συρία.
Οι επικριτές της Delta
Crescent λένε [5] ότι οι
δραστηριότητές της ήταν
λίγες και μη βιώσιμες
[6]. Όμως, η διακοπή της
άδειας της εταιρείας θα
περιορίσει τις
υποστηριζόμενες από τις
ΗΠΑ SDF στην
βορειοανατολική Συρία
και η ομάδα αγωνίζεται
ήδη να χρηματοδοτήσει
τις δραστηριότητές της
χάρη σε μια οικονομική
κρίση που προκλήθηκε από
ξηρασία, σφραγισμένα
σύνορα, και την
κατάρρευση των τιμών του
πετρελαίου το 2020. Εάν
η Delta Crescent δεν
μπορεί πλέον να
λειτουργήσει στην
περιοχή, οι SDF δεν θα
έχουν άλλη επιλογή από
το να συνεχίσουν το
εμπόριο πετρελαίου με το
καθεστώς Άσαντ, κάτι που
υπονομεύει την
στρατηγική που έχει
ακολουθήσει η Ουάσιγκτον
ήδη από την κυβέρνηση
Ομπάμα.
Ο τερματισμός της άδειας
της Delta Crescent ήταν
μια σημαντική ρωσική
απαίτηση σχετικά με την
πολιτική των ΗΠΑ για την
Συρία. Με την Delta
Crescent έξω από την
εικόνα, μια εταιρεία με
την επωνυμία Gulfsands
Petroleum ελπίζει να
μπει στο παιχνίδι.
Σύμφωνα με μια έκθεση
που δημοσιεύθηκε από τη
MEES, μια εταιρεία που
αναλύει την ενεργειακή
βιομηχανία, ο κύριος
μέτοχος της Gulfsands
είναι Ρώσος επενδυτής
που «πιστεύεται ότι έχει
στενούς δεσμούς με το
Κρεμλίνο». Η εταιρεία
έχει συνάψει συμφωνία
για την κατανομή της
παραγωγής στην Συρία με
μια κρατική κινεζική
εταιρεία, τη Sinochem,
και την Syrian General
Petroleum Corporation. Η
Gulfsands δήλωσε ότι
σχεδιάζει να αναπτύξει
μερικά από τα κοιτάσματα
από τα οποία η Delta
Crescent πρόκειται να
παραιτηθεί ήδη από τα
τέλη Αυγούστου. Αυτό
οδήγησε ορισμένους
επικριτές να εικάζουν
για την ύπαρξη ενός quid
pro quo [«κάτι ως
ανταπόδοση σε κάτι»], με
την Ουάσιγκτον να
τερματίζει την άδεια της
Delta Crescent ως
αντάλλαγμα για την
στήριξη της Μόσχας στο
να συνεχίσει να
επιτρέπεται στην
ανθρωπιστική βοήθεια να
διασχίζει τα σύνορα σε
περιοχές της Συρίας που
δεν ελέγχει το καθεστώς
του Άσαντ. (Η διοίκηση
Μπάιντεν αρνήθηκε αυτόν
τον ισχυρισμό: «Η
απόφαση να μην ανανεωθεί
η άδεια για την Delta
Crescent [Energy] δεν
είχε καμία σχέση με τους
Ρώσους», δήλωσε ένας
ανώνυμος ανώτερος
αξιωματούχος της
διοίκησης στο
διαδικτυακό
ειδησεογραφικό site
Al-Monitor [7]. «Η
ανθρωπιστική πρόσβαση
δεν είναι κάτι που
πιστεύουμε ότι πρέπει να
αποτελεί αντικείμενο
συναλλαγής», πρόσθεσε ο
αξιωματούχος).
Εν τω μεταξύ, παραμένει
ασαφές το πώς θα
αντιμετωπίσει η
κυβέρνηση Μπάιντεν την
συνεχιζόμενη παρουσία
του Ιράν στην Συρία και
τις πολλές άλλες
παράνομες δραστηριότητες
του καθεστώτος Άσαντ που
θέτουν στρατηγικές
απειλές για τις Ηνωμένες
Πολιτείες, τους
συμμάχους τους, και την
παγκόσμια κοινότητα.
Φαίνεται πιθανό ότι ο
Μπάιντεν θα σταματήσει
να προσπαθεί να
απομονώσει το καθεστώς
του Άσαντ. Οι
υποστηρικτές αυτής της
προσέγγισης πίστευαν ότι
οι χώρες του Κόλπου θα
εξομάλυναν τις σχέσεις
με την Δαμασκό και θα
της προσέφεραν βοήθεια
ανασυγκρότησης μετά την
εκ νέου εκλογή του Άσαντ.
Ωστόσο, σχεδόν δύο μήνες
μετά τις εκλογές, αυτό
δεν έχει ακόμη συμβεί.
Όμως, άλλα σημάδια
δείχνουν ότι η απομόνωση
της Συρίας μπορεί να
μαλακώσει. Η Ελλάδα
ανακοίνωσε ότι θα
ανοίξει ξανά την
πρεσβεία της στην Συρία,
αν και χωρίς να στείλει
πρέσβη. Και το ψήφισμα
του ΟΗΕ για την ανανέωση
της διασυνοριακής
βοήθειας κάνει για πρώτη
φορά έκκληση για πρόοδο
στα «αρχικά έργα
ανάκαμψης»: δηλαδή,
δραστηριότητες
σχετιζόμενες με την
ανθρωπιστική βοήθεια οι
οποίες θεωρούνται το
πρώτο βήμα προς την
ανοικοδόμηση και που οι
πλούσιες χώρες του
Κόλπου μπορεί τώρα να
θεωρήσουν αποδεκτές για
χρηματοδότηση.
Τα καλύτερα εργαλεία
στην εργαλειοθήκη της
Ουάσιγκτον για την
πολιτική της για την
Συρία παραμένουν οι
κυρώσεις. Κατά τους
τελευταίους έξι μήνες
της θητείας της, η
κυβέρνηση Τραμπ έπληξε
113 άτομα και οντότητες
με κυρώσεις. Ωστόσο,
μέχρι στιγμής είχαν
μικρή επίδραση στην
συμπεριφορά του
καθεστώτος, κυρίως
επειδή είναι ακόμα
σχετικά νέες και το
καθεστώς ελπίζει να
πάρει μια καλύτερη
συμφωνία από τον
Μπάιντεν. Η κυβέρνηση
του Μπάιντεν πρέπει να
εφαρμόσει κυρώσεις πολύ
διαφορετικά εάν ελπίζει
να επιτύχει διαφορετικό
αποτέλεσμα. Οι ευρείας
βάσης κυρώσεις σε άτομα
πρέπει να επιφυλάσσονται
για κρίσεις. Για να
περιοριστεί ο αντίκτυπος
που έχει ο οικονομικός
πόλεμος στους ανθρώπους
οι οποίοι απλώς
προσπαθούν να βρουν τα
προς το ζην μέσα στη
μιζέρια της συριακής
σύγκρουσης και για να
διασφαλιστεί ότι οι
ανθρωπιστικές
δραστηριότητες μπορούν
να προχωρήσουν, η
διοίκηση πρέπει να
επισπεύσει τις άδειες σε
διεθνείς μη
κυβερνητικούς
οργανισμούς που παρέχουν
βοήθεια σε ολόκληρη την
Συρία. Αυτό θα μπορούσε
να περιλαμβάνει άδειες
για ΜΚΟ σε ελεγχόμενες
από το καθεστώς περιοχές,
εφ' όσον το καθεστώς
Άσαντ και η Ρωσία
εξακολουθούν να
επιτρέπουν την διεθνή
ανθρωπιστική πρόσβαση
εκτός των περιοχών που
ελέγχονται από το
καθεστώς. Οι άδειες και
οι παραιτήσεις [από
περιορισμούς, waivers]
που επιτρέπουν την
κρίσιμη ανθρωπιστική
δουλειά μπορούν να
ανανεωθούν˙ εκείνες που
θα τύχουν κατάχρησης από
το καθεστώς και τους
υποστηρικτές του μπορούν
να εξαλειφθούν.
Μια νέα πολιτική για την
Συρία πρέπει να
βαθμονομηθεί προσεκτικά
για να αποφευχθεί να
βουλιάξει στην
γραφειοκρατία και τα
ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα
πρέπει να διορίσει έναν
ειδικό απεσταλμένο για
την Συρία, επιφορτισμένο
με την ανάπτυξη όσων δεν
έκανε ποτέ η ομάδα του
Τραμπ -μια συνεκτική
πολιτική στρατηγική,
υποστηριζόμενη από την
κοινότητα πληροφοριών
των ΗΠΑ, για να
απομονώσει τον Άσαντ και
εκείνους που
διευκολύνουν το καθεστώς
του και να περιορίσει
την κακόβουλη επιρροή
του Ιράν και της Ρωσίας.
Χωρίς μια τέτοια
στρατηγική, θα είναι
αδύνατο να επιτευχθεί
μια βιώσιμη διπλωματική
διευθέτηση στον πόλεμο
της Συρίας. Η Ουάσιγκτον
θα συνεχίσει να
αγωνίζεται με απειλές
που προέρχονται από την
Συρία στα επόμενα χρόνια,
και οι Σύροι θα χάσουν
άλλη μια γενιά στην
σύγκρουση.
Ο ANDREW J. TABLER
κατέχει την έδρα Martin
J. Gross στο Πρόγραμμα
Geduld για την Αραβική
Πολιτική στο Washington
Institute for Near East
Policy. Κατά την
διάρκεια της διοίκησης
Trump, υπηρέτησε ως
Ανώτερος Σύμβουλος στο
Γραφείο Εξωτερικών
Υποθέσεων του Υπουργείου
Εξωτερικών των ΗΠΑ και
ως διευθυντής για την
Συρία στο Συμβούλιο
Εθνικής Ασφάλειας.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).