Η αυξανόμενη παρουσία του Πεκίνου στη Μέση
Ανατολή παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία
του για ηγεμονία από όσο από τις οικονομικές
ανησυχίες του και την εγχώρια πολιτική. Η
εξάρτησή του από τα ορυκτά καύσιμα, σε συνδυασμό
με την επιθυμία να απομονωθεί από την
περιφερειακή καταισχύνη σχετικά με τη
μεταχείριση των Μουσουλμάνων Ουιγούρων, οδηγεί
σε μεγάλο βαθμό την προσέγγισή του.
------------------
Τα τελευταία χρόνια
παρατηρήθηκε μια αλλαγή
παραδείγματος στην
εξωτερική πολιτική των
ΗΠΑ. Η Μέση Ανατολή δεν
είναι πλέον η κορυφαία
προτεραιότητα της
Ουάσινγκτον. Η
Ουάσινγκτον μείωσε
σημαντικά τον αριθμό των
αμερικανικών
στρατευμάτων στο Ιράκ
και ο πρόεδρος των ΗΠΑ,
Τζο Μπάιντεν, δεσμεύτηκε
να επικεντρωθεί σε έναν
μικρό αριθμό σκοπών στην
περιοχή. Καθώς αυτή η
περισυλλογή έχει
προχωρήσει, αναλυτές,
αρθρογράφοι, και
εκλεγμένοι ηγέτες έχουν
προειδοποιήσει ότι η
Κίνα είναι έτοιμη να
πάρει την θέση των
Ηνωμένων Πολιτειών σε
ένα μέρος του κόσμου
όπου η Ουάσιγκτον ήταν
από καιρό κυρίαρχη. Στη
Μέση Ανατολή, όπως κι
αλλού, υποστηρίζει το
επιχείρημα, οι Ηνωμένες
Πολιτείες πρέπει να
αντισταθμίσουν την
στρατιωτική ισχύ, την
οικονομική επιρροή, και
την ιδεολογία της Κίνας
σε κάθε στροφή, μήπως το
Πεκίνο αντικαταστήσει
την Ουάσινγκτον ως η
κατεξοχήν παγκόσμια
υπερδύναμη.
Ο υπουργός Εξωτερικών
της Κίνας, Wang Yi, και
ο υπουργός Εξωτερικών
του Ιράν, Mohammad Javad
Zarif, στην Τεχεράνη,
στο Ιράν, τον Μάρτιο του
2021. Majid Asgaripour /
WANA News Agency /
Reuters
Ακόμη και ενώ οι
Ηνωμένες Πολιτείες
αποχωρούν από τη Μέση
Ανατολή, ορισμένοι στην
κοινότητα της
αμερικανικής εξωτερικής
πολιτικής πιστεύουν ότι
η περιοχή θα είναι
μεταξύ των τόπων όπου θα
διεξαχθεί ο λεγόμενος
ανταγωνισμός μεγάλων
δυνάμεων μεταξύ
Ουάσινγκτον και Πεκίνου.
Αυτοί οι αναλυτές
αναφέρουν τις επενδύσεις
της Κίνας στην περιοχή,
τις διμερείς εμπορικές
της συμφωνίες με
περιφερειακές δυνάμεις,
την στρατιωτική βάση της
στο Τζιμπουτί, και τους
ολοένα και πιο στενούς
δεσμούς του Πεκίνου με
το Ιράν ως απόδειξη νέων
και επικίνδυνων απειλών
για την ασφάλεια των ΗΠΑ.
Σε συμφωνία με αυτήν την
άποψη, οι μελετητές
Michael Doran και Peter
Rough υποστήριξαν [1]
ότι η «αδίστακτη»
επιθυμία της Κίνας για
πρόοδο στην περιοχή
συμβάλλει σε έναν
ευρύτερο κίνδυνο να
χάσουν οι Ηνωμένες
Πολιτείες τον έλεγχο του
διεθνούς συστήματος
γενικά.
Ωστόσο, οι ισχυρισμοί
αυτοί βασίζονται σε
ελάχιστα στοιχεία. Οι
αμερικανικές αντιλήψεις
για τον ρόλο της Κίνας
στη Μέση Ανατολή συχνά
διαμορφώνονται
περισσότερο από την
εμπειρία της ίδιας της
Ουάσινγκτον εκεί -που
καθορίζεται από
στρατιωτικές συμμαχίες
και ένοπλες επεμβάσεις-
παρά από την πραγματική
κινεζική συμπεριφορά.
Στην πραγματικότητα, η
αυξανόμενη παρουσία του
Πεκίνου παρακινείται
λιγότερο από την
επιθυμία του για
ηγεμονία από όσο από τις
οικονομικές ανησυχίες
του και την εγχώρια
πολιτική. Η εξάρτησή του
από τα ορυκτά καύσιμα,
σε συνδυασμό με την
επιθυμία να απομονωθεί
από την περιφερειακή
καταισχύνη σχετικά με τη
μεταχείριση των
Μουσουλμάνων Ουιγούρων,
οδηγεί σε μεγάλο βαθμό
την προσέγγισή του.
Η στρατηγική της Κίνας
απέχει πολύ από το να
έχει παγιωθεί, και μια
παγκόσμια οικονομική
καταστροφή ή μια
γεωπολιτική κατάρρευση
θα μπορούσε να ωθήσει το
Κινεζικό Κομμουνιστικό
Κόμμα να επανεξετάσει
την τρέχουσα προσέγγισή
του. Όμως, το γεγονός
παραμένει ότι το Πεκίνο
διατηρεί σχέσεις με
χώρες που πλήττονται από
εσωτερικές και
εξωτερικές συγκρούσεις
τις τελευταίες δύο
δεκαετίες -συμπεριλαμβανομένων
του Αφγανιστάν, της
Μιανμάρ, και του Σουδάν-
και πιθανότατα θα
συνεχίσει να επιδεικνύει
υψηλή ανοχή στην βία και
την αστάθεια στη Μέση
Ανατολή. Η Κίνα μπορεί
και πάλι να καταλήξει η
κυρίαρχη δύναμη στην
περιοχή, αλλά αν συμβεί
αυτό, θα οφείλεται
λιγότερο σε
οποιουσδήποτε
σχεδιασμούς υψηλής
στρατηγικής από την
πλευρά του Πεκίνου από
όσο στην αργή αλλά
σταθερή απόσυρση της
Ουάσινγκτον από τη Μέση
Ανατολή.
ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΑΝΟΗΤΕ
Τις τελευταίες δύο
δεκαετίες, το Πεκίνο
έχει αφιερώσει σημαντικό
χρόνο και πόρους στην
οικοδόμηση διπλωματικών
και εμπορικών σχέσεων με
όλους τους σημαντικούς
παίκτες στη Μέση Ανατολή.
Λίγες άλλες χώρες
μπορούν να καυχηθούν για
καλές σχέσεις με το Ιράν,
το Ισραήλ, την Σαουδική
Αραβία, και τα κράτη του
Κόλπου, και αυτή η πράξη
εξισορρόπησης παραμένει
ένα κρίσιμο συστατικό
της περιφερειακής
στρατηγικής του Πεκίνου.
Όταν ο Σι Τζινπίνγκ
πραγματοποίησε το πρώτο
του ταξίδι [2] στην
περιοχή ως πρόεδρος της
Λαϊκής Δημοκρατίας τον
Ιανουάριο του 2016,
σταμάτησε για πρώτη φορά
στην Σαουδική Αραβία,
όπου υπέγραψε μια
ολοκληρωμένη συμφωνία
στρατηγικής συνεργασίας
μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ.
Στην συνέχεια πέταξε
απευθείας στην Τεχεράνη
και έκανε το ίδιο με το
Ιράν. Η επίσκεψη του
Κινέζου υπουργού
Εξωτερικών, Wang Yi,
στην περιοχή τον Μάρτιο
-κατά την διάρκεια της
οποίας επανέλαβε
τετριμμένα θέματα της
ρητορικής της κινεζικής
εξωτερικής πολιτικής
σχετικά με «σχέδια
win-win», αμοιβαίο
σεβασμό, και διάλογο στη
Μέση Ανατολή-
σηματοδοτεί την συνέχιση
την προσέγγιση «φίλοι με
όλους» που έχει
εξυπηρετήσει το Πεκίνο
τόσο καλά.
Αυτές οι κινήσεις
οδήγησαν πολλούς,
συμπεριλαμβανομένων
ποικίλων ειδικών της
εξωτερικής πολιτικής,
αρθρογράφων μεγάλων
εφημερίδων, και μελών
του Κογκρέσου των ΗΠΑ,
στο συμπέρασμα ότι η
Κίνα διαθέτει μεγάλες
περιφερειακές φιλοδοξίες.
Σύμφωνα με τους
υπολογισμούς τους, η
μοναδική θέση της Μέσης
Ανατολής ως κόμβου
logistics, προμηθευτή
καυσίμων, και πιθανού
σημείου αναστολής του
παγκόσμιου εμπορίου,
καθιστά την περιοχή
κρίσιμη για τον στόχο
του Σι για
αναπροσανατολισμό της
παγκόσμιας διακυβέρνησης
μακριά από τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Η Κίνα
ακολουθεί σαφώς μια
ολοένα και πιο επιθετική
εξωτερική πολιτική τα
τελευταία χρόνια. Μετά
την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2008 και την ανάληψη
της εξουσίας από τον Σι
το 2012, η κινεζική
ηγεσία άρχισε σιγά-σιγά
να απομακρύνεται από το
αξίωμα του πρώην
υπέρτατου ηγέτη, Ντενγκ
Σιαοπίνγκ, ότι η χώρα
πρέπει «να κρύψει τις
δυνατότητές της και να
πάρει το χρόνο της». Η
Κίνα επιδεικνύει τώρα
τους μύες της στην
Ανατολική Ασία και πέρα
από αυτήν: αγνοώντας την
κρίση του διεθνούς
δικαστηρίου σχετικά με
τις αξιώσεις της στην
Θάλασσα της Νότιας Κίνας,
παραβιάζοντας τα από
μακρού χρόνου πρωτόκολλα
πτήσεων στο Στενό της
Ταϊβάν, επιβάλλοντας
δασμούς στην Αυστραλία
και τη Νότια Κορέα ως
απάντηση σε ατά που
εξέλαβε ως προσβολές
όπως η έρευνα της
Καμπέρα για την
προέλευση του νέου
κορωνοϊού και η ανάπτυξη
ενός ενισχυμένου
αντιπυραυλικού
συστήματος στην Σεούλ,
και εκφοβίζοντας
οργανώσεις του ΟΗΕ σε
θέματα που κυμαίνονται
από το ξέσπασμα της
COVID-19 έως τις
ανησυχίες για τα
ανθρώπινα δικαιώματα.
Είναι λάθος, ωστόσο, να
κάνουμε υποθέσεις
σχετικά με την
προσέγγιση του Πεκίνου
στη Μέση Ανατολή με βάση
την διεκδικητική
συμπεριφορά του στην
Ανατολική Ασία και αλλού.
Παρόλο που οι ηγέτες της
Κίνας μπορεί να
επιδιώκουν να ξεπεράσουν
τις Ηνωμένες Πολιτείες
σε πολλούς τομείς,
υπάρχουν λίγα στοιχεία
ότι τέτοιες προσπάθειες
επεκτείνονται στη Μέση
Ανατολή. Δεδομένων των
στρατιωτικών ατυχών
περιπετειών των ΗΠΑ [3]
στο Αφγανιστάν, το Ιράκ
και αλλού, οι κινέζικες
πολιτικές ελίτ κατέληξαν
εδώ και πολύ καιρό ότι
οι περιφερειακές
πολιτικές της
Ουάσινγκτον είχαν
μειώσει το μεγαλείο της,
μείωσαν την παγκόσμια
επιρροή της, και την
έθεσαν στην οδό της
σχετικής παρακμής. Το
Πεκίνο δεν επιθυμεί να
ακολουθήσει το
παράδειγμά της.
Αυτό που πραγματικά ωθεί
την παρουσία της Κίνας
στη Μέση Ανατολή είναι η
ταχεία οικονομική
ανάπτυξη της χώρας.
Μεταξύ 1990 και 2009, οι
εισαγωγές πετρελαίου της
Μέσης Ανατολής από την
Κίνα αυξήθηκαν κατά 10
φορές. Το 2019-20, οι
χώρες του Κόλπου
παρείχαν περίπου το 40 %
των εισαγωγών πετρελαίου
της Κίνας, εκ των οποίων
το 16 % προερχόταν μόνο
από την Σαουδική Αραβία
-καθιστώντας την χώρα
αυτή τον μεγαλύτερο
προμηθευτή αργού
πετρελαίου της Κίνας. Το
Ιράκ, όπου οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχουν
δαπανήσει
τρισεκατομμύρια για την
αλλαγή καθεστώτος, είναι
μεταξύ των πέντε
κορυφαίων προμηθευτών
πετρελαίου της Κίνας. Το
Ιράν βρίσκεται στην
όγδοη θέση. Το Πεκίνο
θεωρεί σαφώς τους
ενεργειακούς πόρους της
περιοχής κρίσιμους για
την συνεχιζόμενη
ανάπτυξη της Κίνας και,
κατ' επέκταση, την
παγκόσμια επιρροή της.
Η οικονομική σχέση της
Κίνας με τη Μέση Ανατολή
δεν περιορίζεται στην
ενέργεια˙ η χώρα
επεκτείνει επίσης τους
δεσμούς της μέσω της
Πρωτοβουλίας Ζώνη και
Οδός (Belt and Road
Initiative, BRI) [4].
Χάρη σε μεγάλο βαθμό
στην BRI, η Κίνα είναι
τώρα ο μεγαλύτερος
επενδυτής της περιοχής
και ο μεγαλύτερος
εμπορικός εταίρος σε 11
χώρες της Μέσης Ανατολής.
Έχει χρηματοδοτήσει την
κατασκευή λιμένων και
βιομηχανικών πάρκων στην
Αίγυπτο, το Ομάν, την
Σαουδική Αραβία, τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,
και το Τζιμπουτί, όπου
το Πεκίνο διατηρεί τη
μοναδική του στρατιωτική
βάση στο εξωτερικό.
Αυτές οι εγκαταστάσεις
βρίσκονται κατά μήκος
ζωτικών σημείων
συμφόρησης (chokepoints)
που συνδέουν την περιοχή
με τον υπόλοιπο κόσμο:
τον Περσικό Κόλπο, τον
Κόλπο του Ομάν, την
Ερυθρά Θάλασσα, το Στενό
του Μπαμπ ελ Μαντέμπ,
και την Διώρυγα του
Σουέζ. Η επιτυχία της
BRI εξαρτάται από την
διατήρηση αυτών των
αρτηριών ανοιχτών. Αρκεί
να ανατρέξουμε στην
προσάραξη του πλοίου
μεταφοράς
εμπορευματοκιβωτίων Ever
Given στην Διώρυγα του
Σουέζ τον Μάρτιο του
2021 και τις επακόλουθες
οικονομικές επιπτώσεις
για να καταλάβουμε γιατί
οι Κινέζοι ηγέτες έχουν
δώσει προτεραιότητα στη
Μέση Ανατολή και τις
πλωτές οδούς της.
Οι οικονομικές
επιτακτικές ανάγκες της
Κίνας στη Μέση Ανατολή,
μαζί με την διπλωματία
που απαιτείται για την
εξυηρέτησή τους, εξηγούν
ένα μεγάλο μέρος της
πρόσφατης προσέγγισής
της στην περιοχή. Στις
αρχές του 2021, για
παράδειγμα, το Πεκίνο
υπέγραψε μια
πολυ-διαφημισμένη
συμφωνία «στρατηγικής
εταιρικής σχέσης» με την
Τεχεράνη. Η 25ετής
συμφωνία, η οποία
περιελάμβανε την
υπόσχεση 400
δισεκατομμυρίων δολαρίων
σε κινεζικές επενδύσεις
σε αντάλλαγμα για
προμήθειες πετρελαίου με
μεγάλες εκπτώσεις και
αυξημένη συνεργασία στον
τομέα της ασφάλειας,
προκάλεσε εντύπωση στην
Ουάσινγκτον. Για πολλούς,
φαινόταν ότι το Πεκίνο
προσπαθούσε να περικόψει
τις κυρώσεις των ΗΠΑ [5]
που είχαν σκοπό να
πιέσουν την Τεχεράνη να
απομακρυνθεί από την
επιθετική εξωτερική
πολιτική της και την
πυρηνική της ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, το
σύμφωνο του Πεκίνου με
το Ιράν ήταν μια
κατανοητή αντανάκλαση
των οικονομικών και
διπλωματικών συμφερόντων
της Κίνας. Δεδομένης της
ιδιότητας του Ιράν ως
ενός από τους κύριους
προμηθευτές πετρελαίου
της Κίνας, το Πεκίνο
έχει συμφέρον [6] να
αποτρέψει την κατάρρευση
του ιρανικού καθεστώτος
υπό το βάρος της
οικονομικής και
διπλωματικής πίεσης των
ΗΠΑ. Οι ηγέτες της Κίνας
είναι επίσης πρόθυμοι να
διατηρήσουν την θέση του
Ιράν στην περιοχή -κρατώντας
τις Ηνωμένες Πολιτείες
περισπασμένες από τις
εξελίξεις στον Περσικό
Κόλπο και εκτός
Ανατολικής Ασίας. Παρόλο
που το Πεκίνο μπορεί να
μην παραβλέπει τις
δραστηριότητες ένοπλων
ομάδων που
υποστηρίζονται από το
Ιράν στο Λεβάντε ή στον
Κόλπο, οι Κινέζοι
αξιωματούχοι δεν βλέπουν
την ανάγκη να διακόψουν
τις σχέσεις τους με την
Τεχεράνη για τέτοια
θέματα. Το Πεκίνο
παραμένει επίσης
ανενόχλητο από τις
καταστολές του 2009 και
του 2019 στο ίδιο το
Ιράν -στην
πραγματικότητα, υπήρξαν
έγκυρες αναφορές ότι η
Τεχεράνη βασίζεται σε
μεγάλο βαθμό στην
κινεζική τεχνολογία για
να κυνηγά τους εγχώριους
εχθρούς της.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Αλλά οι κινεζικές
πολιτικές δεν αφορούν
μόνο το πετρέλαιο. Στο
κάτω-κάτω, η Κίνα
χρησιμοποίησε επιτυχώς
έναν συνδυασμό
διπλωματίας, νέων
επενδύσεων, και
διαφοροποίησης της
αγοράς για να καλύψει
την αυξανόμενη εγχώρια
ζήτηση για ορυκτά
καύσιμα. Το αργό
πετρέλαιο από τις
Ηνωμένες Πολιτείες, το
φυσικό αέριο από την
Αυστραλία, και η εγχώρια
εξόρυξη άνθρακα
συμπληρώνουν τις
αυξανόμενες εισαγωγές
της Κίνας από τη Μέση
Ανατολή. Οι επενδύσεις
σε ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας αναπόφευκτα θα
αντισταθμίσουν κάποια
από την εξάρτηση της
χώρας από
υδρογονάνθρακες.
Έτσι, αντί να βλέπει τη
Μέση Ανατολή
αποκλειστικά ως πηγή
ενέργειας, η Κίνα θεωρεί
επίσης τους δεσμούς της
ως μια διασφάλιση
ενάντια σε μια εντελώς
ξεχωριστή εσωτερική
απειλή: το αυτονομιστικό
κίνημα μεταξύ κυρίως
Μουσουλμάνων Ουιγούρων
στην αυτόνομη περιοχή
Σιντζιάνγκ. Το Πεκίνο
ξεκίνησε την βάναυση
εκστρατεία καταστολής
[7] εναντίον του
πληθυσμού των Ουιγούρων
της Κίνας μετά τις
τρομοκρατικές επιθέσεις
του Σεπτεμβρίου 2001
στις Ηνωμένες Πολιτείες
και κλιμάκωσε αυτή την
εκστρατεία μετά από μια
σειρά επιθέσεων που
πραγματοποίησαν
Ουιγούροι αυτονομιστές
στην Κίνα και τις
γειτονικές χώρες το 2014
και το 2015 . Ο Σι
δήλωσε το 2019 ότι «όποιος
επιχειρήσει να χωρίσει
οποιαδήποτε περιοχή από
την Κίνα θα συντριβεί με
θρυμματισμένο σώμα και
οστά». Τόσο η κυβέρνηση
Τραμπ όσο και η
κυβέρνηση Μπάιντεν
κατέληξαν στο συμπέρασμα
ότι η σκληρή καταστολή
των Ουιγούρων από το
Πεκίνο –συμπεριλαμβανομένων
των αυθαίρετων
φυλακίσεων, αναγκαστικών
στειρώσεων, βιασμών,
βασανιστηρίων,
καταναγκαστικής εργασίας,
και δρακόντειων
περιορισμών στην
ελευθερία της θρησκείας-
συνιστά έγκλημα κατά της
ανθρωπότητας και
γενοκτονία.
Οι Κινέζοι ηγέτες
ελπίζουν εδώ και καιρό
ότι καλλιεργώντας
στενότερους δεσμούς με
καθεστώτα της Μέσης
Ανατολής και της
Κεντρικής Ασίας, θα
μπορούσαν να αποτρέψουν
την εξωτερική υποστήριξη
προς τους αυτονομιστές
Ουιγούρους και να
καταπνίξουν τα
διασυνοριακά ισλαμιστικά
δίκτυα. Παρά τις σκληρές
επικρίσεις από την
Ουάσινγκτον, η
προσέγγιση του Πεκίνου
στη Μέση Ανατολή
φαίνεται να λειτουργεί.
Μέσω τακτικής
διπλωματίας, αγορών
υδρογονανθράκων, και
επενδύσεων μεγάλης
κλίμακας, το Πεκίνο
κατάφερε με επιτυχία να
αποτρέψει κυβερνήσεις
και θρησκευτικές
οργανώσεις σε χώρες με
μουσουλμανική πλειοψηφία
από το να παράσχουν
υλική και ρητορική
υποστήριξη στον λαό των
Ουιγούρων -ή έστω και να
επικρίνουν τα ακραία
βήματα που έχει κάνει το
Πεκίνο εναντίον τους.
Πολλές από αυτές τις
κυβερνήσεις και
οργανώσεις έχουν
απορρίψει τις καταστολές
ως καθαρά εσωτερική
υπόθεση. Άλλοι μάλιστα
συνεργάστηκαν με την
Κίνα εναντίον ακτιβιστών
Ουιγούρων. Αξιωματούχοι
στην Σαουδική Αραβία,
την Τουρκία, και τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
έχουν στοχοποιήσει και
φέρεται να έχουν
απελάσει Ουιγούρους κατ'
εντολή του Πεκίνου.
ΣΕ ΕΠΙΦΥΛΑΚΗ
Το γεγονός ότι οι
πολιτικές της Κίνας στη
Μέση Ανατολή πηγάζουν
κυρίως από εγχώριους
οικονομικούς και
πολιτικούς υπολογισμούς
δεν σημαίνει ότι η
Ουάσιγκτον πρέπει να μην
ανησυχεί καθόλου για την
κινεζική συμπεριφορά
στην περιοχή. Η κινεζική
ηγεσία παραμένει
προσηλωμένη στον
στρατιωτικό
εκσυγχρονισμό και σε
πλατφόρμες προβολής
ισχύος που θα μπορούσαν
να επηρεάσουν τη Μέση
Ανατολή. Για παράδειγμα,
η συμμετοχή των Κινέζων
σε μια ειδική ομάδα κατά
της πειρατείας στον
Κόλπο του Άντεν, μπορεί
να διαβαστεί ως δέσμευση
για διεθνή συνεργασία -αλλά
η εμπειρία θα βοηθήσει
επίσης στην προετοιμασία
του ναυτικού της Κίνας
για μελλοντικές
αποστολές μακριά από την
κινεζική ακτογραμμή.
Και το Πεκίνο ξεκάθαρα
δεν απεχθάνεται την
στρατιωτική δράση. Από
την ίδρυσή της το 1949,
η Λαϊκή Δημοκρατία
πολέμησε σε ένοπλες
συγκρούσεις με σχεδόν
όλους τους γείτονές της,
από τον πόλεμο της
Κορέας το 1950 έως τις
πρόσφατες συνοριακές
συγκρούσεις με την Ινδία.
Η ανάπτυξη κινεζικών
στρατιωτικών στοιχείων
στην Θάλασσα της Νότιας
Κίνας, την Θάλασσα της
Ανατολικής Κίνας, και το
Στενό της Ταϊβάν
παραμένει ανησυχητική,
όπως και οι προσπάθειες
του Πεκίνου να
υπονομεύσει τους
παγκόσμιους κανόνες και
θεσμούς.
Τούτου λεχθέντος,
υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι
να πιστεύουμε ότι οι
Κινέζοι ηγέτες θα
ακολουθήσουν ένα
παρόμοιο σενάριο στη
Μέση Ανατολή. Το πολλών
γενεών αποτύπωμα
ασφάλειας της
Ουάσινγκτον σε όλη την
περιοχή προσελκύει
ελάχιστα το Πεκίνο. Μια
τέτοια ωμή προσέγγιση θα
υπονόμευε τα προσεκτικά
καλλιεργημένα οικονομικά
και διπλωματικά
επιτεύγματα της Κίνας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
και η Κίνα έχουν σαφώς
διαφορετικά συμφέροντα
στη Μέση Ανατολή, αλλά
το συμπέρασμα ότι το
Πεκίνο θέλει να
αντικαταστήσει την
Ουάσινγκτον στην περιοχή
απλώς δεν υποστηρίζεται
από τα διαθέσιμα
στοιχεία. Η κινεζική
ηγεσία θα επιδιώξει τους
στόχους της ανεξάρτητα
από τις επιθυμίες της
Ουάσινγκτον. Υπό αυτές
τις συνθήκες, οι Κινέζοι
είναι απίθανο να
επιζητήσουν την
σύγκρουση, προτιμώντας
να οικοδομήσουν σχέσεις
με μια σειρά από χώρες
της περιοχής προκειμένου
να διασφαλίσουν την
πρόσβασή τους στο
πετρέλαιο και τις αγορές.
Το αποτέλεσμα θα είναι
ένας μεγάλος
ανταγωνισμός με τις
Ηνωμένες Πολιτείες για
επιρροή, ενώ οι
περιφερειακές δυνάμεις
κάνουν ελιγμούς μεταξύ
Ουάσινγκτον και Πεκίνου
ελπίζοντας να αποφύγουν
να επιλέξουν μεταξύ των
δυο. Στο βαθμό που οι
ηγέτες της Μέσης
Ανατολής παραμένουν
προδιατεθειμένοι υπέρ
της Ουάσινγκτον, οι
Ηνωμένες Πολιτείες θα
διατηρήσουν το πάνω χέρι
σε αυτόν τον διαγωνισμό.
Εάν, ωστόσο, η μείωση
της παρουσίας των ΗΠΑ
αρχίσει να μοιάζει
περισσότερο με αποχώρηση
της Αμερικής από την
περιοχή, αυτοί οι ηγέτες
μπορεί να αρχίσουν να
απομακρύνονται -οπότε η
Κίνα ίσως να καταστεί η
κυρίαρχη δύναμη στη Μέση
Ανατολή παρά το γεγονός
ότι δεν έχει σαφή
πρόθεση να το κάνει.
Ο STEVEN A. COOK είναι
ανώτερος συνεργάτης για
Μελέτες Μέσης Ανατολής
και Αφρικής στην έδρα
Eni Enrico Mattei στο
Council on Foreign
Relations.
Ο JAMES GREEN είναι
ανώτερος ερευνητικός
συνεργάτης στην
Πρωτοβουλία
Αμερικανο-κινεζικού
Διαλόγου σε Παγκόσμια
Θέματα στο Πανεπιστήμιο
Georgetown.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).