Οι λαοί της Μέσης Ανατολής έζησαν σε μόλις 20
χρόνια μια ιστορία που χρειαζόταν μια ολόκληρη
ζωή: τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, τον
πόλεμο στο Ιράκ, την Αραβική Άνοιξη, την άνοδο
του ISIS. Μεταξύ των λαών της Μέσης Ανατολής, η
πολιτική εξάντληση έχει επικρατήσει.
-----------------
Οι Αμερικανοί τείνουν να
διαμαρτύρονται για την
11η Σεπτεμβρίου [2001]
και τα μακρά επακόλουθά
της κοιτάζοντας προς το
εσωτερικό στο τι έχασαν
αυτοί και η χώρα τους
στον «πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας». Και είναι
αλήθεια ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχασαν πολλά -σε
ζωές, χρήματα, επιρροή,
και σεβασμό. Η επίθεση
και οι συνέπειές της -ιδίως
οι καταστροφικοί πόλεμοι
στο Αφγανιστάν και το
Ιράκ- επίσης
αποδυνάμωσαν την χώρα
τροφοδοτώντας τον
διχασμό και την
δυσπιστία, υπονομεύοντας
την εμπιστοσύνη στους
θεσμούς της κυβέρνησης
και των ελίτ, και
υπερτροφοδοτώντας την
πόλωση που έχει
παραμορφώσει την
δημοκρατία των ΗΠΑ. Οι
επιθέσεις της 11ης
Σεπτεμβρίου
σηματοδότησαν την αρχή
του τέλους της
αμερικανικής εποχής, όσο
σύντομη κι αν ήταν.
Σε αντικυβερνητική
διαδήλωση στο Κάιρο της
Αιγύπτου, τον Φεβρουάριο
του 2011. Yannis
Behrakis / Reuters
Η Μέση Ανατολή, ωστόσο,
τα πήγε πολύ χειρότερα
από τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Κρίνοντας με
βάση το τι θα μπορούσαν
να ήταν και τι όντως
ήταν, οι τελευταίες δύο
δεκαετίες ήταν οι πιο
δαπανηρές και τραγικές
στην σύγχρονη ιστορία
της περιοχής. Οι
επιθέσεις της 11ης
Σεπτεμβρίου προκάλεσαν
μια τεράστια παγκόσμια
προσοχή και δράση στη
Μέση Ανατολή –μερικά από
αυτά έχουν τις ρίζες
τους στην πραγματική
ανησυχία για την περιοχή
και τους κατοίκους της,
αλλά τα περισσότερα
κινητοποιήθηκαν από τον
φόβο και τον θυμό. Σε
λίγα σημεία, υπήρχαν
λόγοι ελπίδας. Όμως, δεν
κράτησαν. Μακριά από το
να κλίνει προς την
δικαιοσύνη, το τόξο
αυτής της πρόσφατης
ιστορίας έχει στραφεί
προς την απόγνωση.
ΕΤΣΙ ΜΟΙΑΖΕΙ Η
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;
Τους μήνες και τα χρόνια
που ακολούθησαν την 11η
Σεπτεμβρίου, τα αραβικά
καθεστώτα
εκμεταλλεύθηκαν τον
πόλεμο των ΗΠΑ κατά της
τρομοκρατίας για να
πολεμήσουν τις δικές
τους σε μεγάλο βαθμό
άσχετες μάχες.
Χρησιμοποιώντας ως
πρόσχημα τη μετάσταση
της απειλής της
τρομοκρατίας,
κατηγόρησαν τους
εγχώριους αντιπάλους
τους -οι περισσότεροι
από τους οποίους δεν
ήταν βίαιοι- ότι
υπονομεύουν την ασφάλεια
του κράτους. Όλοι οι
εξτρεμιστές ήταν πολύ
πρόθυμοι να βοηθήσουν
στην επιβεβαίωση αυτού
του αφηγήματος, το οποίο
εξυπηρετούσε επίσης τους
σκοπούς τους. Πρόσφεραν
ακριβώς τα είδη του
χάους που χρειάζονταν τα
καθεστώτα για να
δικαιολογήσουν πιο
κατασταλτικά μέτρα. Τον
Μάιο του 2003, βομβιστές
αυτοκτονίας στην
Καζαμπλάνκα σκότωσαν 33
άτομα, στην χειρότερη
τρομοκρατική επίθεση
στην ιστορία του Μαρόκου.
Στην συνέχεια, υπήρξαν
οι βομβιστικές επιθέσεις
αυτοκτονίας τον Νοέμβριο
του 2005 σε τρία
ξενοδοχεία στο Αμμάν της
Ιορδανίας, στις οποίες
σκοτώθηκαν 60 άτομα. Η «Αλ
Κάιντα στο Ιράκ», ένα
προϊόν της εξέγερσης στο
Ιράκ και πρόδρομος του
Ισλαμικού Κράτους (γνωστού
και ως ISIS), ανέλαβε
την ευθύνη.
Οι Άραβες αυταρχικοί δεν
είχαν ποτέ διστάσει να
χρησιμοποιήσουν απειλές
ασφαλείας για να
τερματίσουν τις
διαφωνίες, αλλά ο
πόλεμος κατά της
τρομοκρατίας τους
επέτρεψε να επιτεθούν
στους αντιπάλους τους με
ανανεωμένη προθυμία. Η
δεκαετία μετά την 11η
Σεπτεμβρίου είδε τις
αραβικές κυβερνήσεις να
κλείνουν πολιτικούς
χώρους και να
καταπιέζουν μη βίαιες
ισλαμιστικές ομάδες,
όπως η Μουσουλμανική
Αδελφότητα, καθώς και
κοσμικές πολιτικές
οργανώσεις και ομάδες
της κοινωνίας των
πολιτών. Αυτό συνέβη
παρά την επιδίωξη του
προέδρου των ΗΠΑ, George
W. Bush, αυτού που
αποκάλεσε ως «ατζέντα
ελευθερίας». Οι άνθρωποι
στη Μέση Ανατολή ήταν
πιο πιθανό να καταφύγουν
στην βία όταν δεν είχαν
ειρηνικά μέσα για να
εκφράσουν τα παράπονά
τους, σκέφθηκε ευλόγως η
κυβέρνηση Μπους. Κατά
συνέπεια, η 11η
Σεπτεμβρίου δεν συνέβη
επειδή οι Άραβες
μισούσαν την ελευθερία,
αλλά επειδή ένα τοξικό
μείγμα καταστολής και
πολιτικής δυσλειτουργίας
είχε προκαλέσει θυμό και
απογοήτευση. Θεωρητικά,
αυτό είχε νόημα. Και
στην πράξη, ο Μπους
όντως άσκησε πίεση [2]
σε μερικούς αυταρχικούς
συμμάχους των ΗΠΑ στη
Μέση Ανατολή,
συμβάλλοντας στην πρώτη
(και σε μεγάλο βαθμό
ξεχασμένη) Αραβική
Άνοιξη, όπως ήταν τότε
γνωστή στους ακτιβιστές
της περιοχής, η οποία
βίωσε μια έκρηξη μαζικών
διαδηλώσεων στο Μπαχρέιν,
την Αίγυπτο, και τον
Λίβανο το 2004 και το
2005.
Το 2006, ο Mohammed
Mahdi Akef, ο ηγέτης της
Μουσουλμανικής
Αδελφότητας της Αιγύπτου,
παραδέχτηκε απρόθυμα σε
εμένα ότι η πίεση του
Μπους στην αιγυπτιακή
δικτατορία είχε ανοίξει
χώρο για την
αντιπολίτευση. Και όπως
μου είπε ο Abdel Moneim
Aboul Fotouh, μια άλλη
κορυφαία προσωπικότητα
της Αδελφότητας: «Όλοι
το γνωρίζουν. …
Επωφεληθήκαμε, όλοι
επωφελήθηκαν, και ο
αιγυπτιακός λαός
ωφελήθηκε ». Η
Αδελφότητα έτυχε να
δημοσιοποιήσει μια νέα
μεταρρυθμιστική
πρωτοβουλία τον Μάρτιο
του 2004, την ώρα που η
κυβέρνηση Μπους
εργαζόταν για να
αποκαλύψει την δική της
αποκαλούμενη Πρωτοβουλία
για την Ευρύτερη Μέση
Ανατολική (Greater
Middle East Initiative).
Αυτό δεν ήταν τυχαίο.
Η πίεση όμως δεν κράτησε.
Αφού τα ισλαμιστικά
κινήματα σημείωσαν κέρδη
σε ολόκληρη την περιοχή
-και ειδικά μετά την
αιφνιδιαστική εκλογική
νίκη της Χαμάς στα
παλαιστινιακά εδάφη το
2006- η κυβέρνηση Μπους
αποφάσισε ότι η
προοπτική της αραβικής
δημοκρατίας ήταν
λιγότερο ελκυστική από
όσο υπολόγιζε αρχικά.
Επιπλέον, για να
σταθεροποιηθεί το Ιράκ
μετά την εισβολή και να
αντιμετωπιστεί το Ιράν,
η κυβέρνηση χρειαζόταν
επειγόντως την
συνεργασία αυταρχικών
συμμάχων και φαινόταν ν
έχει ρίσκο το να ζητήσει
μεγαλύτερη συνεργασία
ενώ απειλούσε επίσης με
περικοπές της βοήθειας [από
τις ΗΠΑ].
ΕΛΠΙΔΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΜΙΑ ΤΥΧΗ
Το 2008, ένας νεαρός, σε
μεγάλο βαθμό άγνωστος
Αμερικανός γερουσιαστής,
ο Μπαράκ Ομπάμα,
εκμεταλλεύθηκε τις
γκάφες στο Ιράκ και το
ηθικό στίγμα των
βασανιστηρίων και έθεσε
υποψηφιότητα για
πρόεδρος υποσχόμενος μια
νέα εποχή στην
αμερικανική εξωτερική
πολιτική. Έχοντας μια
έντονη αντίθεση με τον
Ρεπουμπλικανό αντίπαλό
του, τον Τζον Μακέιν, ο
Ομπάμα στοιχημάτισε
σωστά ότι οι Αμερικανοί
ήταν έτοιμοι για μια
επανεκκίνηση. Μια από
τις πρώτες σημαντικές
πράξεις του ως προέδρου
ήταν να εκφωνήσει μια
πολύ δημοφιλή ομιλία στο
Κάιρο το 2009, με σκοπό
να προσφέρει την
προοπτική «μιας νέας
αρχής» με τον
μουσουλμανικό κόσμο.
Το επόμενο έτος, οι
πρώτες λάμψεις της
Αραβικής Άνοιξης
εμφανίστηκαν στην
Τυνησία και στην
συνέχεια εξαπλώθηκαν σε
όλη την περιοχή. Αφού οι
Αιγύπτιοι ανέτρεψαν τον
δικτάτορα Χόσνι
Μουμπάρακ τον Φεβρουάριο
του 2011, έγινε
συνηθισμένο να ακούμε
παρατηρητές εντός και
εκτός της χώρας να
δηλώνουν ότι ο
αιγυπτιακός λαός δεν θα
επιτρέψει ποτέ στον
εαυτό του να κυβερνηθεί
ξανά από έναν τύραννο.
Είχαν βρει την φωνή τους,
και ίσως το πιο
σημαντικό, είχαν
ανακτήσει την
αξιοπρέπειά τους.
Η αισιοδοξία που
ενέπνευσαν αυτές οι
εξελίξεις ήταν βραχύβια
[3]. Μόλις δύο χρόνια
αργότερα, ο αιγυπτιακός
στρατός, με επικεφαλής
τον στρατάρχη Αμπντέλ
Φατάχ αλ-Σίσι, καθαιρεί
την δημοκρατικά
εκλεγμένη κυβέρνηση με
επικεφαλής τον Μοχάμεντ
Μόρσι, έναν μακροχρόνιο
ηγέτη της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας. Εάν το
πραξικόπημα του Σίσι δεν
σήμανε το τέλος της
Αραβικής Άνοιξης, τότε η
σφαγή της Ραμπάα που
ακολούθησε έξι εβδομάδες
αργότερα σίγουρα το
έκανε. Στις 14 Αυγούστου
2013, οι αιγυπτιακές
δυνάμεις ασφαλείας
κινήθηκαν για να
εκκαθαρίσουν έναν
τεράστιο καταυλισμό
διαδηλωτών στο Κάιρο,
σκοτώνοντας περίπου
χίλιους υποστηρικτές του
Μόρσι.
Μετά από έναν χρόνο
μικρών αλλά σημαντικών
διαδηλώσεων κατά του
καθεστώτος, μια τεταμένη
ησυχία απλώθηκε σε όλη
την Αίγυπτο. Ο Σίσι, νυν
πρόεδρος, εφάρμοσε
κλιμακούμενη καταστολή,
συνέλαβε δεκάδες
χιλιάδες, καταδίκασε
εκατοντάδες σε θάνατο,
και πέρασε μια σειρά
νόμων που
ποινικοποιούσαν την
διαφωνία. Όπως
αποδεικνύεται, είναι
δυνατόν να συντριβεί το
ηθικό των ανθρώπων -τουλάχιστον
προσωρινά. Το τείχος του
φόβου της Αιγύπτου
ξαναχτίστηκε και όσο
αδύναμα κι αν είναι τα
θεμέλια του, παραμένει
τρομερό. Εάν η ιστορία
αποτελεί έναν κάποιον
οδηγό, η καταφυγή στην
καταστολή μπορεί να
αποδειχθεί
αποτελεσματική για
μεγάλα χρονικά
διαστήματα. Μετά την
σφαγή του 1982 στην Χάμα
της Συρίας, στην οποία
το καθεστώς του Χαφέζ αλ
Άσαντ σκότωσε δεκάδες
χιλιάδες πολίτες του,
χρειάστηκαν 29 χρόνια
για να συγκεντρώσουν το
θάρρος για να
επαναστατήσουν. Και μετά
το στρατιωτικό
πραξικόπημα του 1992 που
τερμάτισε το σύντομο
δημοκρατικό πείραμα της
Αλγερίας, πέρασαν 27
χρόνια πριν οι Αλγερινοί
καταφέρουν για άλλη μια
φορά να δημιουργήσουν
ένα μεγάλης κλίμακας
κίνημα διαμαρτυρίας.
Με την κεντρικότητα της
αραβο-ισραηλινής
σύγκρουσης (παρά τις
περιοδικές αναφλέξεις)
να φθίνει, τα αραβικά
καθεστώτα έχουν
επικεντρώσει
περισσότερους πόρους και
προσοχή στους δικούς
τους λαούς -αν και όχι
απαραίτητα για την
βελτίωσή τους.
Ακολουθώντας το μοντέλο
του καθεστώτος του Σίσι,
οι κυβερνήσεις του
Μπαχρέιν, της Σαουδικής
Αραβίας και των Ηνωμένων
Αραβικών Εμιράτων έχουν
καταστείλει ανελέητα
ακόμη και τις πιο ήπιες
ενδείξεις εσωτερικής
αντιπολίτευσης. Προς το
παρόν, μια τέτοια
καταστολή φαίνεται ότι
πέτυχε να εκφοβίσει τους
Άραβες πολίτες ώστε να
υποταχθούν.
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ
ΣΥΝΤΟΜΑ
Οι λαοί της Μέσης
Ανατολής έζησαν σε μόλις
20 χρόνια μια ιστορία
που χρειαζόταν μια
ολόκληρη ζωή: τον πόλεμο
κατά της τρομοκρατίας,
τον πόλεμο στο Ιράκ, την
Αραβική Άνοιξη, την
άνοδο του ISIS. Έχουν
γίνει επαναστάσεις και
αντεπαναστάσεις. Χώρες
τόσο διαφορετικές όσο η
Λιβύη [4], η Συρία, και
η Υεμένη έχουν βιώσει
την πολιτική ως πόλεμο,
και τον πόλεμο εν τη
ελλείψει πολιτικής.
Μεταξύ των λαών της
Μέσης Ανατολής, η
πολιτική εξάντληση έχει
επικρατήσει.
Όμως, ισχύει το
αντίστροφο για τα
καθεστώτα που τους
κυβερνούν. Παραδόξως, η
Αραβική Άνοιξη έδωσε νέα
πνοή σε φαινομενικά
ετοιμοθάνατα αραβικά
κράτη. Χώρες όπως η
Αίγυπτος βασίζονταν εδώ
και καιρό σε
κατασταλτικά μέτρα αλλά
δεν ήταν πρόθυμες να τα
φτάσουν στην λογική τους
κατάληξη -το είδος της
ωμής δύναμης που
απεικονίζεται από την
πράξη των πυροβολισμών
κατά μεγάλου πλήθους
διαδηλωτών. Η απειλή του
χάους και της ανατροπής
ώθησε επίσης αυτά τα
καθεστώτα να αγκαλιάσουν
και να δώσουν έμφαση
στην «κρατικότητά» τους
και στην «εθνικότητά»
τους,
συμπεριλαμβανομένων
χωρών που προηγουμένως
είχαν αυτοπροσδιοριστεί
κυρίως με θρησκευτικούς
και όχι εθνικούς όρους.
Για παράδειγμα, στον
απόηχο της Αραβικής
Άνοιξης, η Σαουδική
Αραβία, μια από τις
λίγες θεοκρατίες στον
κόσμο, έγινε πιο τυπικό
κράτος, καθώς και πιο
κατασταλτικό. Ο
πρίγκιπας- διάδοχος,
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν,
διαμόρφωσε έναν «νέο
εθνικισμό» μέσω μιας
φιλόδοξης προσπάθειας
εκσυγχρονισμού και άρσης
θρησκευτικών περιορισμών
εγχωρίως. Η κυβέρνηση
της Σαουδικής Αραβίας
άρχισε να δίνει λιγότερη
έμφαση στον ιστορικό της
ρόλο ως πανισλαμική
δύναμη. Οι ηγέτες της
Σαουδικής Αραβίας
ήλπιζαν επίσης να
συγκεντρώσουν
εθνικιστικό αίσθημα για
διάφορες περιπέτειες στο
εξωτερικό, όπως μια
στρατιωτική επέμβαση του
2011 στο Μπαχρέιν για να
καταστείλει τις μαζικές
διαδηλώσεις εκεί και μια
βάναυση στρατιωτική
εκστρατεία εναντίον της
υπό την ηγεσία των Χούτι
κυβέρνησης στην Υεμένη.
Εν τω μεταξύ, οι
κυβερνήσεις στην
Ιορδανία, το Μαρόκο, και
τα Ηνωμένα Αραβικά
Εμιράτα εμφάνισαν τους
εαυτούς τους ως
υπέρμαχους του «μετριοπαθούς
Ισλάμ», προσφέροντας η
κάθε μια την δική της
εθνικιστική εκδοχή σε
αυτή την ιδέα. Με αυτόν
τον τρόπο, προσπάθησαν
να αντιμετωπίσουν τις
ιδεολογικές προκλήσεις
που προέρχονται από
ισλαμιστικές ομάδες όπως
η Μουσουλμανική
Αδελφότητα. Κατά την
άποψή τους, η ανύψωση
του έθνους σημαίνει
ενίσχυση του κράτους -και
η ενίσχυση του κράτους
σημαίνει συγκέντρωση της
εξουσίας, αύξηση των
δυνάμεων εξαναγκασμού,
και περιορισμό της
αντιπολίτευσης.
Επισημαίνοντας την
αστάθεια που προκάλεσαν
οι εξεγέρσεις 2010–11,
τα αυταρχικά καθεστώτα
[5] υποστηρίζουν ότι δεν
είναι η ώρα για
δημοκρατία, πολιτική
μεταρρύθμιση, ή
οτιδήποτε μπορεί να
αμφισβητήσει το haybat
al-dawla, το «κύρος του
κράτους». Αν η σημερινή
Μέση Ανατολή είχε ένα
σύνθημα, θα ήταν «το
κράτος πάνω απ’ όλα τα
άλλα». Το κράτος δεν
είναι πλέον πρωτίστως
μέσο για άλλους σκοπούς,
είτε για πλήρη
απασχόληση είτε για
οικονομική ανάπτυξη και
διαφοροποίηση.
Αυτοδικαιώνεται.
Τούτο θέτει τους
διεθνείς παρατηρητές σε
κάτι σαν προβληματική
κατάσταση: τα ισχυρότερα,
πιο αποτελεσματικά κράτη
είναι καλύτερα για την
εφαρμογή οικονομικών
μεταρρυθμίσεων, για την
καταπολέμηση
τρομοκρατικών δικτύων,
και για την διεκδίκηση
του μονοπωλίου στην
χρήση βίας. Ωστόσο, η
βελτίωση της
αποτελεσματικότητας των
κρατών, τουλάχιστον στο
πλαίσιο της Μέσης
Ανατολής, τείνει επίσης
να ενισχύει και να
εδραιώνει τις
κατασταλτικές τους
ικανότητες. Αυτό το
παράδοξο έχει μπερδέψει
πολλούς προηγούμενους
προέδρους των ΗΠΑ και
ήδη προκαλεί πονοκέφαλο
στον πρόεδρο Τζο
Μπάιντεν, ο οποίος
θεωρεί τη Μέση Ανατολή
ως περισπασμό [6] από
άλλες προτεραιότητες.
Η επιστροφή της Μέσης
Ανατολής στην καταστολή
παρέχει έναν τραγικό
επιτάφιο για την εποχή
μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Τις τελευταίες δύο
δεκαετίες, οι Άραβες
έχουν επανειλημμένα
αποδείξει ότι η επιθυμία
τους για πολιτικές
εναλλακτικές υπερβαίνει
κατά πολύ τον μηδενισμό
των τζιχαντιστικών
ομάδων όπως η Αλ Κάιντα
και το ISIS. Οι άνθρωποι
στην περιοχή επέδειξαν
σημαντικό θάρρος, καθώς
διαδηλωτές και
αντιφρονούντες έθεσαν σε
κίνδυνο την ζωή και τα
μέσα διαβίωσής τους
επιδιώκοντας την
αυτοδιάθεση. Η
συντριπτική τους
πλειοψηφία το έκανε με
ειρηνικό τρόπο και
προσέδωσε στον δημόσιο
λόγο μια νέα και
συναρπαστική ενέργεια.
Εν συντομία, η αραβική
πολιτική ήταν πολύ
ζωντανή. Αλλά αυτό δεν
ήταν αρκετό. Η στιγμή
έχει περάσει και δεν
υπάρχει λόγος για ελπίδα
ή αισιοδοξία. Οι
Αμερικανοί έχουν
κουραστεί από τη Μέση
Ανατολή˙ το ίδιο, επίσης,
κι οι άνθρωποι που ζουν
εκεί.
Ο SHADI HAMID είναι
ανώτερος συνεργάτης στο
Κέντρο Πολιτικής της
Μέσης Ανατολής στο
Ινστιτούτο Brookings και
συγγραφέας του βιβλίου
με τίτλο Islamic
Exceptionalism: How the
Struggle Over Islam Is
Reshaping the World [1].
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).