Αρνητική
αποταμίευση
Από το τελευταίο διάστημα
είχαμε κρατήσει την παρακάτω είδηση (στοιχεία). Σε αρνητικό
έδαφος κινήθηκε και πάλι η αποταµίευση το α΄ τρίµηνο φέτος
και µάλιστα σε υψηλό ποσοστό -8,1%, σύµφωνα µε τα σχετικά
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που χτυπούν για άλλη µια φορά
«καµπανάκι» για τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές
της χώρας. Το ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών και των
µη κερδοσκοπικών ιδρυµάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά
(ΜΚΙΕΝ), σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη
αποταµίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιµο εισόδηµα. Ενα
αρνητικό ποσοστό, όπως αυτό του πρώτου τριµήνου, σηµαίνει
ότι ξοδεύουµε περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιµο
εισόδηµά µας, είτε αντλώντας από τις αποταµιεύσεις
προηγούµενων ετών είτε δανειζόµενοι.
Όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ
της «Καθημερινής», το πρόβληµα δεν είναι νέο. Το 2023, το α΄
τρίµηνο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάλι αρνητικό, αλλά
χαµηλότερο -2,2%, ενώ το δ΄ τρίµηνο είχε φτάσει το -8,9%. Η
χώρα κινείται σταθερά σε αρνητικό έδαφος από το 2012, µε
εξαίρεση τη διετία 2020-2021, οπότε λόγω COVID είχε βυθιστεί
η κατανάλωση.
Tο µέγεθος του προβλήµατος
αναδεικνύουν, εξάλλου, σταθερά τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής. Στις ανοιξιάτικες προβλέψεις του περασµένου
Μαΐου, η Ελλάδα όχι µόνο είναι ουραγός, αλλά και η µόνη µε
αρνητικά ποσοστά αποταµίευσης νοικοκυριών. Το 2023 το
ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών ήταν -2,7%, φέτος
προβλέπεται ότι θα είναι -1,5% και το 2025 -1,3%. Κατά µέσον
όρο, στην Ε.Ε. το ποσοστό αποταµιεύσεων των νοικοκυριών
είναι 14,4%, στην Ευρωζώνη 15,5% και στην πρωταθλήτρια
Γερµανία είναι 21,1%.
Η ίδια εικόνα επικρατεί και
στη µέτρηση της αποταµίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα
είναι ουραγός, µε ποσοστό 8,2% το 2023, έναντι µέσου όρου
24,7% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Οι αναλυτές ανησυχούν για
το διαρκές αυτό φαινόµενο, καθώς συνεπάγεται εξάρτηση από
εξωτερικό δανεισµό. Οπως επεσήµανε πρόσφατα ο διοικητής της
Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, «το λεγόµενο “κενό
αποταµίευσης”, µε άλλα λόγια το έλλειµµα της αποταµίευσης σε
σχέση µε τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές
αδυναµίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγµατος και την
υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηµατοδότηση».
Χαµηλές αποταµιευτικές
επιδόσεις
Σε πρόσφατη µελέτη καθηγητών
του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών µε τίτλο «Η αποταµίευση
στην Ελλάδα (ή Γιατί δεν αποταµιεύουµε)», που χρηµατοδότησε
η Eurobank, αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά της ελληνικής
οικονοµίας, που συνδέονται µε τις χαµηλές αποταµιευτικές
επιδόσεις στη χώρα:
• Οι διαγενεακές µεταβιβάσεις
πλούτου, και ιδιαίτερα οι γονικές παροχές, είναι πολύ πιο
διαδεδοµένες στην Ελλάδα σε σχέση µε τις άλλες χώρες, µε
αρνητικές συνέπειες στην αποταµίευση.
• Η διόρθωση του εξαιρετικά
υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης του εισοδήµατος που παρείχε το
συνταξιοδοτικό σύστηµα στην Ελλάδα µετά το 2010 αναµένεται
να επηρεάσει θετικά την αποταµίευση των νοικοκυριών.
• Το πολύ µεγάλο ποσοστό
αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονοµία συνδέεται αρνητικά
µε την αποταµίευση.
• Στον βαθµό που η φοροδιαφυγή
είναι πιο εκτεταµένη µεταξύ των αυτοαπασχολουµένων,
επηρεάζονται επίσης αρνητικά τα δηµόσια έσοδα και η δηµόσια
αποταµίευση.
• Η τεράστια επιβάρυνση των
νοικοκυριών µε δαπάνες στέγασης σε σχέση µε τις άλλες χώρες
της Ευρωζώνης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταµίευση.
Τα ίδια χθεσινά στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ, εξάλλου (τριµηνιαίοι µη χρηµατοοικονοµικοί
λογαριασµοί θεσµικών τοµέων), δείχνουν ότι η τελική
καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των µη κερδοσκοπικών
ιδρυµάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε
κατά 6,9% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του
προηγούµενου έτους, από 35,5 δισ. ευρώ σε 38 δισ. ευρώ.
∆εδοµένου ότι οι λιανικές πωλήσεις το εν λόγω διάστηµα
εµφανίζουν πτώση, εκτιµάται ότι η κατανάλωση κατευθύνεται
πλέον σε µεγάλο βαθµό σε υπηρεσίες.
Επίσης, σύµφωνα µε τα στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και των
ΜΚΙΕΝ αυξήθηκε µόλις κατά 1,1% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο
τρίµηνο του 2022, από 34,74 δισ. ευρώ σε 35,13 δισ. ευρώ. |
Δυστυχώς
συμφωνούμε
Σε ζητήματα που αναφερόμαστε
πάρα πολύ συχνά …. Δυστυχώς συμφωνούμε με τα όσα έγραψε
προσφάτως ο ανταποκριτής της οικονομικής επιθεώρησης
Handelsblatt στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ, αναφερόμενος στα νέα
κίνητρα της ελληνικής κυβέρνησης για τη συγχώνευση μικρών
επιχειρήσεων.
«Καμία οικονομία στην ΕΕ δεν
είναι τόσο κατακερματισμένη όσο η ελληνική. Το 90% των
επιχειρήσεων απασχολούν λιγότερους από πέντε υπαλλήλους, ενώ
στην Ελλάδα υπάρχουν μόλις έξι εταιρείες με πάνω από 10.000
εργαζομένους. Οι μικρές επιχειρήσεις εμποδίζουν την ανάκαμψη
της ελληνικής οικονομίας. Η παραγωγή είναι περιορισμένη, οι
εταιρείες είναι συνήθως υποκεφαλαιοποιημένες και ως εκ
τούτου αναπτύσσονται πολύ αργά», παρατηρεί ο Χέλερ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς
της Eurobank, τους οποίους επικαλείται η Handelsblatt, «θα
χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία ακόμη έως ότου το ΑΕΠ της
Ελλάδας – προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό – επιστρέψει στα προ
κρίσης επίπεδα. Και αυτό θα συμβεί μονάχα εάν η χώρα
αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα, όπως είναι
μεταξύ άλλων τα μικρά επιχειρηματικά μεγέθη.
Αυτός είναι ο λόγος που η
συντηρητική κυβέρνηση προωθεί τώρα τις συγχωνεύσεις των
εταιρειών. Βάσει ενός νομοσχεδίου που ανακοίνωσε ο υπουργός
Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης πρόκειται να δοθούν
φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως και να απλοποιηθεί η
διαδικασία έγκρισης για τις συγχωνεύσεις». |
Πολλές οι
μονοπρόσωπες επιχειρήσεις
Συνεχίζοντας την παράθεση
στατιστικών στοιχείων γύρω από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Σημειώνεται πως «539.403 επιχειρήσεις δεν έχουν κανέναν
εργαζόμενο – αποτελούνται μονάχα από τον ιδιοκτήτη και
πιθανώς και κάποιον απασχολούμενο οικογενειακό συγγενή, ο
οποίος όμως δεν εγγράφεται ως εργαζόμενος.
Κατά τους οικονομολόγους αυτός
ο ασυνήθιστα υψηλός αριθμός μονοπρόσωπων επιχειρήσεων
εξηγείται από την επιθυμία πολλών Ελλήνων για ανεξαρτησία.
Το προηγούμενο έτος το 27,4% όλων των εργαζομένων στην
Ελλάδα ήταν αυτοαπασχολούμενοι – πρόκειται για το υψηλότερο
σχετικό ποσοστό σε ολόκληρη την ΕΕ, με τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο να τοποθετείται στο 13,8%. Στη Γερμανία συγκριτικά το
ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων βρίσκεται μόλις στο 8,3%.
Όσο δελεαστικό και αν είναι
όμως το να είσαι αφεντικό του εαυτού σου, παραμένει γεγονός
και το ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων είναι
πολύ περιορισμένη. Σύμφωνα με τη Eurostat η παραγωγή τους
πέρυσι έφτασε μόλις στο 50% του κύκλου εργασιών των
εταιρειών αντίστοιχου μεγέθους στον ευρωπαϊκό μέσο όρο»,
επισημαίνει ο ανταποκριτής της HB.
Τα νέα κυβερνητικά μέτρα
αποσκοπούν στην προώθηση της εξαγοράς μικρότερων
επιχειρήσεων από μεγαλύτερες, ενώ μεσοπρόθεσμα θα υπάρχουν
φορολογικά κίνητρα και για συγχωνεύσεις με εταιρείες από
άλλες χώρες της ΕΕ.
«Ο Νίκος Βέττας, καθηγητής στο
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του
Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) θεωρεί
πως οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές θα διαδραματίσουν
“καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων
και θα ενισχύσουν τις ανταγωνιστικές και εξαγωγικές
δυνατότητές τους”. Ο Βέττας δηλώνει επιπλέον πως “τα
φορολογικά κίνητρα είναι μέχρι στιγμής θετικά”. Όπως
προσθέτει όμως, έως τώρα “δεν έχουν δείξει να έχουν κάποια
ιδιαίτερη επίδραση”», καταλήγει η Handelsblatt. |
Όταν ένα
κράτος λειτουργεί γρήγορα
Αν και καλοκαιρινές ημέρες που
είναι …. Θέλουμε να χαλαρώσουμε και δεν έχουμε καμία διάθεση
να γκρινιάζουμε .. Ωστόσο για την παρακάτω είδηση, να
συγχαρούμε για ακόμη μια φορά το ελληνικό κράτος, το οποίο
λειτουργεί πραγματικά γρήγορα όπως αρμόζει σε μια
αναπτυγμένη χώρα της Ε.Ε.
Δεκαεπτά λοιπόν χρόνια μετά τη
βύθιση του κρουαζιερόπλοιου «Sea Diamond» στην Καλντέρα
της Σαντορίνης, οι πλοιοκτήτριες εταιρείες υποχρεούνται, με
τρεις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), να
καταβάλουν δικαιώματα ναυαγίου για τη δεκαετία 2007-2017
ύψους 3.156.187 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους, ανεβάζοντας
έτσι τον καταλογισμό περίπου στα 7 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, με
δύο άλλες αποφάσεις του ΣτΕ διαγράφηκαν δικαιώματα ναυαγίου
ύψους 2.077.557 ευρώ που είχαν καταλογιστεί στη ναυτική
πράκτορα του κρουαζιερόπλοιου.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου του 2007 το «Sea
Diamond», χωρητικότητας 22.412 τόνων, προσέκρουσε σε
χαρτογραφημένη ξέρα (ύφαλο) και ναυάγησε στην περιοχή του
όρμου Αθηνιού της Σαντορίνης.
Το κρουαζιερόπλοιο μετέφερε
1.163 επιβάτες και 391 μέλη πλήρωμα. Ολοι σώθηκαν, εκτός από
τον Γάλλο τουρίστα Ζαν Κριστόφ Αλέν, 45 ετών, και τη 16χρονη
κόρη του, Μοντ, οι οποίοι αγνοούνται μέχρι σήμερα, καθώς δεν
βρέθηκαν ποτέ οι σοροί τους. Για τον λόγο αυτό δεν έχουν
ασκηθεί ποινικές διώξεις για ανθρωποκτονία σε βάρος του
πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Αντίθετα, από την
οικογένεια του Γάλλου τουρίστα διασώθηκε η 43χρονη σύζυγός
του, Αν. |