| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 06/11/25

 

                           

Τιμές Ακινήτων

 

Τα τελευταία χρόνια, η αγορά ενός νεόδμητου διαμερίσματος στην Ελλάδα έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολη — ή ακόμη και αδύνατη — για τη συντριπτική πλειονότητα των υποψήφιων αγοραστών, εξαιτίας της θεαματικής ανόδου των τιμών πώλησης. Έτσι, η απόκτηση μιας σύγχρονης, «πράσινης» και αντισεισμικά θωρακισμένης κατοικίας έχει εξελιχθεί σε προνόμιο λίγων, σε πλήρη αντίθεση με τη δεκαετία του 2000, όταν, με τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, οι περισσότερες αγορές αφορούσαν καινούριες κατασκευές.

 

Σύμφωνα με έρευνα της Prosperty, στην Αττική διατίθενται σήμερα μόλις 29.839 κατοικίες που έχουν ανεγερθεί μετά το 2020, δηλαδή μόλις 22,7% του συνόλου των πωλούμενων κατοικιών. Η μέση τιμή πώλησης νέων ακινήτων (2020–2025) φτάνει τα 4.000 ευρώ/τ.μ., ή 400.000 ευρώ για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. Ακόμη και οι πιο «προσιτές» περιοχές, όπως η Νέα Σμύρνη, ξεκινούν από 3.600 ευρώ/τ.μ., επίπεδο απαγορευτικό για τους περισσότερους. Στα νότια προάστια, οι τιμές εκτοξεύονται, με τη Βούλα να φτάνει τα 7.275 ευρώ/τ.μ. και τη Γλυφάδα τα 6.400 ευρώ/τ.μ., αγγίζοντας επίπεδα που απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε εύπορους αγοραστές και ξένους επενδυτές.

 

Παρατηρείται επίσης ότι οι περισσότερες νέες ανεγέρσεις εντοπίζονται στις ακριβότερες περιοχές, καθώς οι κατασκευαστές στρέφονται πλέον σε πολυτελή projects, με υψηλότερα περιθώρια κέρδους και δυνατότητα προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό. Η τάση αυτή αντιστρέφει πλήρως την εικόνα πριν την κρίση, όταν κυριαρχούσαν πιο προσιτές κατασκευές για τα ελληνικά νοικοκυριά.

 

Η εκτίναξη του κόστους οφείλεται τόσο στην αύξηση των τιμών της γης όσο και στην άνοδο του κόστους κατασκευής, των υλικών και των αμοιβών, ιδίως μετά το 2022. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέδρασε καταλυτικά στην εφοδιαστική αλυσίδα, παγιώνοντας τις σημερινές υψηλές τιμές.

 

Αντίστοιχα, ο δείκτης τιμών νεόδμητων κατοικιών της Τράπεζας της Ελλάδος έχει αυξηθεί κατά 40% από το 2022, ενώ σε σύγκριση με το χαμηλό του 2017 η συνολική άνοδος αγγίζει το 86%. Μάλιστα, οι τιμές των νέων κατοικιών βρίσκονται πλέον 9,1% πάνω από το προηγούμενο υψηλό του 2008.

 

Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν την ανάγκη ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας με έμφαση στις προσιτές κατοικίες, καθώς η σημερινή παραγωγή ακινήτων υψηλών προδιαγραφών δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του εγχώριου κοινού. Σύμφωνα με την Prosperty, από 28.700 αγοραπωλησίες προκύπτει ότι η μέση αξία συναλλαγής διαμορφώνεται στα 105.000 ευρώ ή 1.330 ευρώ/τ.μ., πολύ χαμηλότερα από τις τιμές των νεόδμητων. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η πιθανότητα μερικής υποδήλωσης αξιών στα συμβόλαια, είναι προφανές ότι οι περισσότεροι αγοραστές επιλέγουν παλαιότερα και οικονομικότερα ακίνητα, που κοστίζουν λιγότερο από το ένα τέταρτο μιας νέας κατασκευής.

 

🔹 Συμπέρασμα: Η αγορά νεόδμητης κατοικίας στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε απρόσιτο στόχο για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, με τις νέες κατασκευές να απευθύνονται κυρίως σε λίγους Έλληνες υψηλού εισοδήματος και ξένους επενδυτές.

 

                                    

 
 

                              

 

Ο «εργαζόμενος φτωχός» ζει στην Ελλάδα – 1 στους 10 δουλεύει αλλά δεν τα βγάζει πέρα

 

Η Ελλάδα καταγράφει ακόμη μία θλιβερή πρωτιά στην κοινωνική στατιστική της Eurostat, αυτή τη φορά για τον κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των εργαζομένων. Περίπου 1 στους 10 Έλληνες που έχουν δουλειά (10,7%) θεωρείται «εργαζόμενος φτωχός», τοποθετώντας τη χώρα στην πρώτη πεντάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πίσω μόνο από το Λουξεμβούργο (13,4%), τη Βουλγαρία (11,8%), την Ισπανία (11,2%) και τη Ρουμανία (10,9%).

 

Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα για τους άνδρες εργαζόμενους: 13% εξ αυτών – δηλαδή 1 στους 7 – κινδυνεύει από φτώχεια, με την Ελλάδα να κατατάσσεται δεύτερη χειρότερη χώρα στην ΕΕ, πίσω μόνο από τη Ρουμανία (14,4%).

 

Οι γυναίκες τα πηγαίνουν ελαφρώς καλύτερα, με ποσοστό 7,6%, που κατατάσσει τη χώρα στη 14η θέση – καλύτερα από Ιταλία, Ελβετία και Γαλλία.

 
 
 

                               

 

Η Ελλάδα στη “μαύρη λίστα” της φτώχειας

 

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική στη φετινή έκθεση της Eurostat «Βασικά στοιχεία για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη 2025», που παρουσιάζει πώς αλλάζει το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων.

 

Από το 2010 έως το 2024, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 20,4% σε πραγματικούς όρους. Κορυφαία άνοδο σημείωσε η Ρουμανία (+162,2%), ενώ Βουλγαρία, Πολωνία, Κροατία, Ουγγαρία και οι τρεις βαλτικές χώρες είδαν επίσης θεαματικές αυξήσεις.

 

Η Ελλάδα, αντίθετα, βρίσκεται στην απόλυτη αντίπερα όχθη: μέσα σε 14 χρόνια, το μέσο εισόδημα μειώθηκε κατά 25,8%, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση σε όλη την ΕΕ.

 

Όταν η εργασία δεν αρκεί για να ζήσεις

 

Η Eurostat επισημαίνει ότι ο κίνδυνος φτώχειας δεν αφορά μόνο τους άνεργους ή όσους εργάζονται περιστασιακά. Στην ΕΕ, το 8,2% των ατόμων άνω των 18 ετών που εργάζονται διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας — ποσοστό 9% στους άνδρες και 7,3% στις γυναίκες.

 

Το υψηλότερο ποσοστό εντοπίζεται στο Λουξεμβούργο (13,4%), ενώ το χαμηλότερο στη Φινλανδία (2,8%). Σε 22 χώρες της ΕΕ, ο κίνδυνος φτώχειας είναι μεγαλύτερος για τους άνδρες, με τις μεγαλύτερες ανισότητες στη Ρουμανία (8,1 μονάδες διαφορά).

 

 

                                 

Μεσογειακή διατροφή

 

Πάμε τώρα σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση. Συγκεκριμένα, μια διαφορετική προσέγγιση επιλέγει η BNP Paribas για να περιγράψει τις δημοσιονομικές ανάγκες της Ευρώπης, δανειζόμενη στοιχεία από τη μεσογειακή διατροφή. Όπως σημειώνει, μια «δίαιτα» χαμηλή σε λίπος αλλά πλούσια σε φυτικές ίνες, φρούτα και λαχανικά, θα μπορούσε να αποτελέσει μεταφορά για τις πολιτικές που χρειάζεται να ακολουθήσουν οι χώρες της ΕΕ.

 

Σύμφωνα με την τράπεζα, τα τελευταία δέκα χρόνια οι οικονομίες που ανήκουν στο λεγόμενο «μεσογειακό τόξο» – δηλαδή η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα – έχουν κινηθεί με κοινό προσανατολισμό: να ενισχύσουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα, μέσα από μεταρρυθμίσεις και περιορισμό του κόστους.

 

Η ελληνική μεταμόρφωση

 

Η κρίση του ευρώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010 αποκάλυψε τις δομικές αδυναμίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Οι μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ των βόρειων και των νότιων χωρών, που εκδηλώθηκαν μέσω του χρέους, απειλούσαν την ίδια τη συνοχή της ευρωζώνης, καθώς δεν υπήρχαν εργαλεία για νομισματικές ή δημοσιονομικές μεταβιβάσεις.

 

Η απάντηση ήρθε μέσα από βαθιές αλλαγές στη διακυβέρνηση: δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η ΕΚΤ προχώρησε σε μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων (ποσοτική χαλάρωση), ενώ παράλληλα τα κράτη-μέλη αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τις οικονομικές τους πολιτικές.

 

Η προσαρμογή αυτή δεν περιορίστηκε στα μέτρα λιτότητας, αλλά περιέλαβε μια συνολική στροφή προς πολιτικές προσφοράς — περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, περιορισμό του κόστους παραγωγής, απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών και τόνωση της καινοτομίας.

 

Εντυπωσιακή πρόοδος της Ελλάδας

 

Η ανάλυση της BNP Paribas δείχνει ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ανταγωνιστικότητά της. Το κόστος εργασίας σε σχέση με τη Γερμανία έχει μειωθεί δραστικά, επαναφέροντας την ελληνική οικονομία σε πολύ καλύτερη θέση από αυτή που είχε κατά την είσοδό της στην ΟΝΕ.

 

Η μείωση των ωριαίων μισθών και των εργοδοτικών επιβαρύνσεων στην Ελλάδα φτάνει το 18% σε πραγματικούς όρους από το 2012 — μια προσαρμογή χωρίς αντίστοιχο προηγούμενο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

 

Παράλληλα, χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία πέτυχαν βελτιώσεις, κυρίως μέσω συγκράτησης του κόστους εργασίας, ενώ η Γερμανία εξακολουθεί να διατηρεί το πλεονέκτημά της στην παραγωγικότητα.

 

Η περίπτωση της Γαλλίας

 

Η Γαλλία επίσης σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο. Η περίφημη έκθεση Gallois του 2012 είχε προειδοποιήσει για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, την απώλεια μεριδίου αγοράς και την αποβιομηχάνιση.

 

Η κυβέρνηση αντέδρασε εφαρμόζοντας πολιτικές ενίσχυσης των επιχειρήσεων και περιορισμού του κόστους απασχόλησης. Από τότε, η Γαλλία έχει ανακτήσει σημαντικό μέρος του χαμένου εδάφους, μειώνοντας τη διαφορά στο κόστος εργασίας με τη Γερμανία κατά περίπου 18 ποσοστιαίες μονάδες.

 

Ένα δίδαγμα για όλη την Ευρώπη

 

Η BNP Paribas τονίζει ότι, σε μια περίοδο όπου τα δημόσια οικονομικά πιέζονται και οι διεθνείς εμπορικές συνθήκες γίνονται δυσμενέστερες, η «μεσογειακή συνταγή» δημοσιονομικής πειθαρχίας και μεταρρυθμίσεων μπορεί να αποδειχθεί το κλειδί για την ανθεκτικότητα της Ευρώπης.

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum