|
00:01 -
07/11/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Παραοικονομία
Παρά την εντυπωσιακή ψηφιακή πρόοδο και τα
συνεχή μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, ένα τεράστιο κομμάτι της
οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα εξακολουθεί να
κινείται στη «σκιά». Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του
Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η
παραοικονομία αντιστοιχεί στο 20,9% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ποσό
45 έως 50 δισ. ευρώ — περίπου 1 στα 5 ευρώ που διακινούνται
στη χώρα εκτός του πεδίου ελέγχου της Εφορίας.
Το ποσοστό αυτό είναι κατά 3,3 μονάδες
υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (17,6%) και
τοποθετεί την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη
παραοικονομία, μαζί με την Ιταλία και την Πολωνία. Αν και η
χώρα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο – με μείωση κατά 7,3
ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2003 – εξακολουθεί να
βρίσκεται πολύ πάνω από τα επίπεδα της Γερμανίας ή της
Ιρλανδίας, όπου η παραοικονομία κινείται κοντά στο 12%.
Η απώλεια αυτή μεταφράζεται σε τεράστιους
πόρους για το Δημόσιο. Πρόκειται για έσοδα αντίστοιχα με δύο
ετήσιες δόσεις του επιδόματος θέρμανσης, ένα πακέτο
φοροελαφρύνσεων ύψους 1,7 δισ. ευρώ ή μια ουσιαστική αύξηση
μισθών και συντάξεων. Ωστόσο, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών
συστημάτων ελέγχου και οι ψηφιακές διασταυρώσεις των
τελευταίων ετών έχουν αρχίσει να φέρνουν καρπούς,
επιτρέποντας για πρώτη φορά τη χρηματοδότηση πρόσθετων
κοινωνικών παροχών και νέων φοροελαφρύνσεων από το 2026.
Η αθέατη αδικία
Η φοροδιαφυγή δεν πλήττει μόνο τα δημόσια
έσοδα, αλλά και τους συνεπείς φορολογούμενους, οι οποίοι
καλούνται να καλύψουν το κενό που αφήνει η «μαύρη»
οικονομία. Όπως επισημαίνει η μελέτη του ΚΕΠΕ, η Ελλάδα
διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό ανεπίσημης οικονομικής
δραστηριότητας μεταξύ των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας
Ευρώπης.
Το 2022, η παραοικονομία έφτασε στο 20,9%
του ΑΕΠ, με το αντίστοιχο ποσό να ξεπερνά τα 45 δισ. ευρώ.
Την περίοδο 2003–2022, ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 23,7%
του ΑΕΠ, έναντι μόλις 12%-12,3% σε Ιρλανδία και Γερμανία.
Ακόμη και συγκριτικά με χώρες με παρόμοιες οικονομικές
συνθήκες, όπως η Ιταλία (21,5%), η Πορτογαλία (18,5%) και η
Ισπανία (18,7%), η Ελλάδα παραμένει ψηλότερα στη λίστα.
Η θετική είδηση είναι ότι από το 2018 και
μετά, χάρη στις ψηφιακές μεταρρυθμίσεις, το ποσοστό υποχωρεί
σταθερά. Ενδεικτικό είναι το πεδίο του ΦΠΑ: ενώ παλαιότερα η
Ελλάδα κατείχε από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη με
απώλειες άνω του 30% των δυνητικών εσόδων, σήμερα το
λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» έχει περιοριστεί στο 13,7% και πλησιάζει
τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 5%.
Τι κρατά την παραοικονομία ψηλά
Η έρευνα του ΚΕΠΕ αναδεικνύει την
αυτοαπασχόληση ως
τον σημαντικότερο παράγοντα διαιώνισης της φοροδιαφυγής.
Στην Ελλάδα, οι αυτοαπασχολούμενοι ευθύνονται για το 37,6%
της συνολικής παραοικονομίας, ποσοστό πολύ υψηλότερο από την
Ιταλία (31%), την Πορτογαλία (31,1%) και την Ισπανία
(23,8%). Όσο περισσότερη είναι η αυτοαπασχόληση, τόσο
μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αδήλωτων εισοδημάτων.
Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας
επιβεβαιώνουν το φαινόμενο: την εικοσαετία 2003–2023, η
Ελλάδα είχε μέσο ποσοστό αυτοαπασχόλησης 34,6%, όταν στην
Ιταλία ήταν 24,3% και στην Ισπανία μόλις 17%.
Δεύτερος καθοριστικός παράγοντας είναι η
φορολογική δομή. Οι
υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ και η εκτεταμένη χρήση μετρητών στις
καθημερινές συναλλαγές ενισχύουν τη φοροδιαφυγή, κυρίως σε
κλάδους όπως η εστίαση, οι κατασκευές, τα τεχνικά
επαγγέλματα και τα ελεύθερα επαγγέλματα (γιατροί, δικηγόροι
κ.ά.).
|
|
|
|
|
|
|
|

Παραοικονομία 2
Ψηφιακή αντεπίθεση
Η ψηφιακή μετάβαση έχει αρχίσει να αλλάζει
σταδιακά τους κανόνες του παιχνιδιού. Το ΚΕΠΕ υπολογίζει ότι
οι ψηφιακές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας έχουν
μειώσει τη φοροδιαφυγή κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες
του ΑΕΠ, αυξάνοντας τα έσοδα κατά σχεδόν 7,5 δισ. ευρώ
ετησίως.
Οι αλλαγές που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση
περιλαμβάνουν:
την καθολική λειτουργία της πλατφόρμας
myDATA,
την υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση και
τη διασύνδεση POS με τις ταμειακές μηχανές,
την υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών
για συναλλαγές άνω των 500 ευρώ,
και τη σταδιακή εφαρμογή του ψηφιακού
δελτίου αποστολής.
Το 2026 αναμένεται η επόμενη μεγάλη φάση:
πλήρης επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης
και στα φυσικά πρόσωπα,
αυτόματη προείσπραξη ΦΠΑ στις συναλλαγές
μεταξύ επιχειρήσεων (B2B),
σύνδεση φορολογικής συνέπειας με τραπεζική
αξιολόγηση,
ενοποίηση όλων των περιουσιακών δεδομένων
(τράπεζες, Κτηματολόγιο, οχήματα) στο Μητρώο Ιδιοκτησίας και
Διαχείρισης Ακινήτων (ΜΙΔΑ),
και αξιοποίηση Τεχνητής Νοημοσύνης στους
ελέγχους της ΑΑΔΕ για ταχύτερη και πιο στοχευμένη ανάλυση
κινδύνου.
Ο τελικός στόχος είναι ξεκάθαρος: μείωση της
παραοικονομίας κάτω από το 15% του ΑΕΠ έως το 2027, ώστε
περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως να επανέρχονται στην επίσημη
οικονομία, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για αυξήσεις,
επενδύσεις και νέες ελαφρύνσεις.
Ο ρόλος των καρτών
Η εξάπλωση των ηλεκτρονικών πληρωμών
θεωρείται το πιο αποτελεσματικό «αντίδοτο» στη φοροδιαφυγή.
Οι μελέτες δείχνουν πως κάθε αύξηση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα
στη χρήση καρτών οδηγεί σε αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά
περίπου 1%. Παρ’ όλα αυτά, τα μετρητά εξακολουθούν να
κυριαρχούν στην ελληνική καθημερινότητα: αντιστοιχούν στο
42% της αξίας και στο 54% του αριθμού όλων των συναλλαγών.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ακίνητα
Η ελληνική αγορά
κατοικίας αναμένεται να αντιμετωπίσει ύφεση το 2026, με
συνέπεια περιορισμένη ανάπτυξη νέων προσιτών επιλογών
στέγασης, σύμφωνα με επαγγελματίες της αγοράς ακινήτων. Αυτό
προκύπτει από τη φετινή ετήσια έρευνα
Emerging
Trends
in Real
Estate
που διενεργεί η
PriceWaterHouseCoopers
(PwC)
για λογαριασμό του
Urban
Land
Institute (ULI), η οποία αποτυπώνει τις επενδυτικές
προοπτικές στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων για το 2026.
Οι συμμετέχοντες
στην έρευνα τονίζουν ότι το πρόβλημα της προσιτής στέγης θα
ενταθεί στην Ελλάδα, καθώς τα υψηλά κόστη κατασκευής
λειτουργούν ως φραγμός για την ανάπτυξη νέων έργων και την
αύξηση των πωλήσεων. Η έλλειψη οικοπέδων σε προσιτές τιμές
και η περιορισμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών
αποθαρρύνουν τους κατασκευαστές, οδηγώντας τους στην
παραγωγή πολυτελών κατοικιών υψηλών προδιαγραφών, κυρίως για
ξένους αγοραστές.
Η Αθήνα υποχωρεί
τέσσερις θέσεις στην κατάταξη των ευρωπαϊκών πόλεων,
φτάνοντας στην 26η θέση επί συνόλου 32 πόλεων, ενώ πέρσι
βρισκόταν στην 22η θέση. Η θέση της παραμένει ικανοποιητική
δεδομένου του περιορισμένου μεγέθους της αγοράς, που δεν
προσελκύει επενδυτικά χαρτοφυλάκια μεγάλου μεγέθους.
Οι επενδυτές
εκφράζουν επίσης ανησυχίες για φυσικούς κινδύνους, όπως
καύσωνες και σεισμούς, επισημαίνοντας ότι η κλιματική αλλαγή
επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις. Πρόβλημα αποτελεί και η
κατάσταση στην αγορά ενοικιάσεων της Αττικής, όπου πάνω από
το 25% του διαθέσιμου οικιστικού αποθέματος δεν είναι προς
μίσθωση, λόγω κενών, κλειστών ή κατασχεμένων ακινήτων.
Επιπλέον, η
δυσκολία εύρεσης κατάλληλων οικοπέδων για νέες κατασκευές ή
ανακατασκευή υφιστάμενων κτιρίων περιορίζει τις επενδυτικές
δυνατότητες. Η πολυιδιοκτησία, ειδικά σε έργα αναβάθμισης ή
αλλαγής χρήσης ολόκληρων κτιρίων, περιορίζει την ανάπτυξη
μίας από τις δημοφιλέστερες διεθνείς κατηγορίες επενδύσεων.
Παράλληλα, οι
επενδυτές αναμένεται να στρέψουν την προσοχή τους σε
κατηγορίες ακινήτων με αυξανόμενη ζήτηση το 2026, οι οποίες
ήδη αναπτύσσονται στην ελληνική αγορά. Τα
data centers,
οι φοιτητικές κατοικίες, τα εξυπηρετούμενα διαμερίσματα, τα
κτίρια υγείας και περίθαλψης, οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις
και η προσιτή στέγη αποτελούν τις δημοφιλέστερες επιλογές.
Αν και σε απόλυτο μέγεθος οι επενδύσεις σε αυτές τις
κατηγορίες παραμένουν μικρότερες, το μερίδιό τους αυξάνεται
διαρκώς σε σχέση με τις παραδοσιακές κατηγορίες, όπως τα
κτίρια γραφείων, τα ξενοδοχεία, τα
logistics
και τα εμπορικά καταστήματα.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Δημογραφικό
Πάμε τώρα στο
μεγάλο πρόβλημα του δημογραφικού, με την Τράπεζα της Ελλάδος
να απευθύνει προσφάτως σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι
οι φορολογικές παρεμβάσεις που έχουν προγραμματιστεί να
εφαρμοστούν από το 2026, αν και θετικές, δεν επαρκούν από
μόνες τους για να ανακοπεί η δημογραφική συρρίκνωση. Στην
τελευταία της έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η ΤτΕ
υπογραμμίζει την ανάγκη συμπληρωματικών δράσεων που θα
ενισχύσουν ουσιαστικά τις οικογένειες και θα στηρίξουν τα
νέα ζευγάρια, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των
μέτρων που ήδη έχουν θεσπιστεί.
Προτάσεις της ΤτΕ
για ενίσχυση της οικογένειας και της γονεϊκότητας
Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει ένα ευρύτερο πλέγμα
πολιτικών, πέρα από τις φορολογικές ελαφρύνσεις:
Περισσότεροι και
οικονομικά προσιτοί παιδικοί σταθμοί, ώστε να εξυπηρετούνται
όχι μόνο οι οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, αλλά και τα
μεσαία στρώματα.
Θεσμοθέτηση
ευέλικτων ωραρίων εργασίας, που θα επιτρέπουν στους γονείς
να συνδυάζουν καλύτερα επαγγελματικές υποχρεώσεις και
οικογενειακή ζωή.
Ενίσχυση της
στέγασης για νέες οικογένειες, με επέκταση της επιδότησης
ενοικίου και βελτίωση της πρόσβασης στην υγειονομική
περίθαλψη.
Ειδικές παροχές
στήριξης, όπως επιδόματα σπουδών ή βοήθεια στο σπίτι για
νέες μητέρες, προκειμένου να ενισχυθεί το αίσθημα ασφάλειας
των οικογενειών.
Η ΤτΕ τονίζει ότι
το δημογραφικό πρόβλημα συνιστά σημαντικό μεσομακροπρόθεσμο
δημοσιονομικό κίνδυνο, καθώς επηρεάζει την απασχόληση, τα
φορολογικά έσοδα και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού
συστήματος. Επομένως, η αντιμετώπισή του απαιτεί
συνδυασμένες πολιτικές, ώστε να διασφαλιστεί η δημοσιονομική
σταθερότητα και η κοινωνική συνοχή.
Παρέμβαση και από
το Ελεγκτικό Συνέδριο
Στο ίδιο πλαίσιο,
το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης του
δεύτερου και τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος –
δηλαδή των επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής
ασφάλισης. Όπως τονίζει, το δημόσιο αναδιανεμητικό σύστημα,
από το οποίο προέρχεται το 95% των συνταξιοδοτικών παροχών,
δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να ανταποκριθεί μόνο του στις
αυξανόμενες ανάγκες, καθώς οι δαπάνες μεγαλώνουν και ο
αριθμός των ασφαλισμένων μειώνεται
Στην ετήσια έκθεσή
του για τα δημόσια οικονομικά του 2024, το Ελεγκτικό
Συνέδριο προειδοποιεί ότι η υπερβολική εξάρτηση από τον
πρώτο πυλώνα ενέχει σοβαρούς κινδύνους βιωσιμότητας.
Προτείνει, επομένως, την ανάπτυξη των επαγγελματικών ταμείων
και της ιδιωτικής ασφάλισης, ώστε να λειτουργούν ως
συμπληρωματικοί μηχανισμοί που θα απορροφούν μελλοντικούς
κραδασμούς στο δημόσιο σύστημα.
Οι προκλήσεις του
ασφαλιστικού συστήματος
Σύμφωνα με το
Ελεγκτικό Συνέδριο, το ελληνικό συνταξιοδοτικό αντιμετωπίζει
πολλαπλές προκλήσεις:
Αντιστροφή της
αρνητικής δημογραφικής τάσης.
Παρακολούθηση των
συνταξιοδοτικών όρων ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική αύξηση
δαπανών.
Ανάπτυξη της
οικονομίας και της απασχόλησης για αύξηση των εσόδων.
Αποτελεσματική
διαχείριση των ασφαλιστικών οφειλών που συνεχώς αυξάνονται.
Οι κοινωνικές
δαπάνες των 13 δισ. ευρώ και το Εθνικό Μητρώο Παροχών
Η κυβέρνηση δαπανά
ετησίως περίπου 13 δισ. ευρώ σε κοινωνικά και προνοιακά
επιδόματα. Για να υπάρξει καλύτερος έλεγχος και στόχευση,
προχωρά η δημιουργία του Εθνικού Μητρώου Παροχών και
Ενισχύσεων, που θα επιτρέπει στο κράτος να γνωρίζει
επακριβώς ποιος λαμβάνει ποιο επίδομα και από ποιον φορέα.
Ως το καλοκαίρι του 2026, όλοι οι δικαιούχοι θα έχουν
ενταχθεί στο Μητρώο, με στόχο την πλήρη παρακολούθηση και
αξιολόγηση των επιδομάτων ανά άτομο.
Νέο πλαίσιο για τα
επαγγελματικά ταμείο
Το υπουργείο
Εργασίας προετοιμάζει αλλαγές στον νόμο 5078/2023 για τα
επαγγελματικά ταμεία, προκειμένου να ενισχυθεί ο δεύτερος
πυλώνας ασφάλισης. Μέχρι σήμερα δεν έχει ιδρυθεί κανένα νέο
ταμείο, καθώς η φορολόγηση των παροχών και οι περιορισμοί
στη μετακίνηση ασφαλισμένων λειτούργησαν αποτρεπτικά. Το νέο
νομοσχέδιο θα προβλέπει μειωμένη φορολογία και ελεύθερη
μεταφορά ασφαλισμένων μεταξύ ταμείων, ακόμη και από
διαφορετικούς κλάδους.
Ευρωπαϊκή διάσταση
του ζητήματος
Ανάλογη κατεύθυνση
υιοθετεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό
Συνέδριο, σε έκθεσή του τον Μάιο του 2025, επισημαίνει ότι η
ανάπτυξη των επαγγελματικών ταμείων θα μπορούσε να μειώσει
την πίεση στα δημόσια συστήματα συντάξεων και να ενισχύσει
τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα των κρατών-μελών.
Ωστόσο, διαπιστώνει ότι η πρόοδος στην Ευρώπη παραμένει
περιορισμένη και καλεί τις κυβερνήσεις να προωθήσουν ενεργά
τέτοιου είδους συμπληρωματικά σχήματα με τις κατάλληλες
νομοθετικές πρωτοβουλίες.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ανισότητες
Περισσότερα από 70
τρισεκατομμύρια δολάρια κληρονομημένου πλούτου αναμένεται να
μεταβιβαστούν διεθνώς την επόμενη δεκαετία, γεγονός που θα
διευρύνει περαιτέρω την ανισότητα και υπογραμμίζει την
ανάγκη παρέμβασης από τις κορυφαίες οικονομίες της
G20,
προειδοποιεί ομάδα οικονομολόγων και ακτιβιστών. Η έκθεση,
που εκπονήθηκε ενόψει των συνεδριάσεων της
G20 στο Γιοχάνεσμπουργκ, τονίζει ότι χωρίς μόνιμη
ομάδα παρακολούθησης του πλούτου, η ανισότητα μεταξύ
πλουσίων και φτωχών θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Ο νομπελίστας
οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς επισήμανε ότι η ανισότητα
αυξάνεται σε περισσότερες από οκτώ στις δέκα χώρες
παγκοσμίως. Η έκθεση δείχνει ότι το 83% των χωρών, που
αντιπροσωπεύουν το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού, εμφανίζουν
υψηλή ανισότητα σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας
Τράπεζας. Οι χώρες με υψηλή ανισότητα είναι επτά φορές πιο
πιθανό να βιώσουν δημοκρατική παρακμή σε σχέση με εκείνες με
μεγαλύτερη ισότητα.
Ο πρόεδρος της
Νότιας Αφρικής, Σίριλ Ραμαφόσα, τόνισε ότι η έκθεση
προσφέρει ένα «σχέδιο για μεγαλύτερη ισότητα» και αποτελεί
τη βάση για να τεθεί το θέμα της ανισότητας στην ατζέντα της
G20. Χωρίς μια μόνιμη ομάδα παρακολούθησης, όπως η
Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, η
ανισότητα κινδυνεύει να υπονομεύσει την αξιοπρέπεια των
ανθρώπων, την ανάπτυξη και τη δημοκρατία.
Η
G20,
που ιδρύθηκε μετά την τραπεζική κρίση του 2008 και
περιλαμβάνει χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Μεξικό, η
Νότια Αφρική και το Ηνωμένο Βασίλειο, αναμένεται να εξετάσει
τη σύσταση μόνιμης επιτροπής παρακολούθησης της ανισότητας,
με χώρες όπως η Γερμανία να δείχνουν υποστηρικτικές. Ο
Στίγκλιτς τόνισε ότι η επιτροπή θα παρακολουθεί τις τάσεις
ανισότητας, θα αξιολογεί τις συνέπειες και θα προτείνει
πολιτικές για την αντιμετώπισή τους, ενημερώνοντας
κυβερνήσεις και διεθνή κοινότητα.
Η έκθεση δείχνει
ότι από το 2000 έως το 2024, το 1% των πλουσιότερων απέκτησε
το 41% του συνολικού νέου πλούτου, ενώ μόνο το 1% του
πλούτου κατέληξε στο 50% των φτωχότερων. Προβλέπεται ότι έως
το 2035 θα μεταβιβαστούν 70 τρισεκατομμύρια δολάρια σε
επόμενες γενιές, ενισχύοντας την ανισότητα. Η ομάδα
εμπειρογνωμόνων επισημαίνει ότι χωρίς αποτελεσματικούς
φόρους κληρονομιάς και πολιτικές που ενισχύουν την κοινωνική
κινητικότητα, η μεταβίβαση πλούτου θα συνεχίσει να
υπονομεύει την οικονομική αποδοτικότητα και τη δικαιοσύνη.
|
|
|
|
|
|