| |
|
00:01 - 08/08/24 |
|
|
|
|
|

Τρόφιμα
Ας ξεκινήσουμε με το ζήτημα
των ανατιμήσεων στα τρόφιμα, με πολλές ενδείξεις πως τα
επόμενα χρόνια τα πράγματα, σταθερά και με αυξομειώσεις
στους ρυθμούς, θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα και λόγω
κλιματικής αλλαγής.
Ότι κάποια τρόφιμα γίνονται
ακριβότερα, εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής, είναι κάτι
που όσο και αν δεν μας αρέσει, αναγκαζόμαστε να το
χωνέψουμε. Το βιώνουμε εδώ και ένα χρόνο, με τις τιμές του
ελαιόλαδου, που αυξήθηκαν ως και πάνω από 67% στο 12μηνο,
σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Γιατί σύμφωνα με την τσέπη μας,
πολλοί είδαμε αυξήσεις ως και 100% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το είδαμε στις διεθνείς
αγορές, με τα futures – τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης
των κόκκων κακάο, που αυξήθηκαν πάνω από 200% την άνοιξη,
καταγράφοντας τις υψηλότερες τιμές από τη δεκαετία του ’70.
Το φοβόμαστε για τον καφέ, με τους διεθνείς οργανισμούς να
καταγράφουν τις υψηλότερες τιμές εδώ και 13 χρόνια.
Ήδη περιοχές του πλανήτη που
δοκιμάζονται σκληρά από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά
και την ακραία φτώχεια και την γεωπολιτική αστάθεια, η
κλιματική αλλαγή δεν σημαίνει μόνο ακριβότερα τρόφιμα, αλλά
σχεδόν καθόλου τρόφιμα. Ήδη ο ΟΗΕ προειδοποιεί για μία νέα
ανθρωπιστική κρίση στην Νότια Αφρική, εξαιτίας της
πρωτοφανούς ξηρασίας που έφερε το El Nino, και απειλεί
εκατομμύρια ανθρώπους με λιμό.
Τι συμβαίνει όμως στην
ανεπτυγμένη Ευρώπη, που θεωρητικά τα θέματα της πείνας τα
έχουμε λυμένα, και έχουμε τα ακριβώς αντίθετα προβλήματα,
της παχυσαρκίας λόγω κακής διατροφής; Οι ανησυχίες ότι η
κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει όχι μόνο σε ακριβότερα αλλά και
σε λιγότερα τρόφιμα, ολοένα εντείνονται
Ευρώπη: Ο καύσωνας απειλεί την
αλυσίδα εφοδιασμού στα τρόφιμα
Πρόσφατο άρθρο της Deutsche
Welle, χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου. Το κύμα καύσωνα
που έπληξε αρχικά τη Νότια Ευρώπη, μεταφέρθηκε στην
Ανατολική Ευρώπη, πυροδοτώντας φόβους για σοβαρές
αναταράξεις στην αγορά τροφίμων.
Μήπως επίκειται άλλη μια
επισιτιστική κρίση;», αναρωτιέται το γερμανικό Μέσο. Ήδη
στην Ανατολική Ευρώπη, η ζέστη και η λειψυδρία πλήττουν
σφοδρά τις καλλιέργειες και διαταράσσουν τις αλυσίδες
εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων, τονίζει.
Οι ανησυχίες των Γερμανών
επικεντρώνονται στην Ουκρανία, έναν από τους μεγαλύτερους
παραγωγούς καλαμποκιού παγκοσμίως. . Οι θερμοκρασίες τον
Ιούλιο έφτασαν τους 38 βαθμούς Κελσίου, ζέστη ρεκόρ για το
κλίμα της περιοχής.
Όπως είχε δηλώσει στο
Βloomberg εκπρόσωπος του τμήματος Γεωργίας του
Υδρομετεωρολογικού Κέντρου της Oυκρανίας, για τουλάχιστον
10 συνεχείς ημέρες οι θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από
τους 35 βαθμούς. «Καμία μέλισσα δεν επικονιάζει σε αυτές τις
θερμοκρασίες», εξήγησε, προσθέτοντας ότι η συγκομιδή
καλαμποκιού θα είναι από 20% ως 30% χαμηλότερη από την
αναμενόμενη.
Το ίδιο συμβαίνει στη
γειτονική Ρουμανία, με τον υπουργό Γεωργίας της χώρας να
ζητάει από την ΕΕ οικονομική στήριξη πάνω από 500 εκ. ευρώ
για τη στήριξη των αγροτών, καθώς έχουν καταστραφεί πάνω από
4,9 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργειών καλαμποκιού και
ηλίανθου.
Αν χώρες όπως η Γερμανία είναι
θωρακισμένες ως ένα βαθμό από τις ελλείψεις στην Ανατολική
Ευρώπη, καθώς έχουν προμηθευτές από τις γειτονικές τους
χώρες , δεν συμβαίνει το ίδιο για χώρες του Ευρωπαϊκού
Νότου. |
|
|
|
|
|
|
|

Θα εισάγουμε
καλαμπόκι από τις ΗΠΑ
Είναι χαρακτηριστικό πως ο
Στέφεν Μπαχ, αναλυτής αγοράς στην Kaack Terminhandel,
γερμανικό ίδρυμα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο,
προειδοποιεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί στο σύνολό
της να εισάγει καλαμπόκι και σιτηρά από άλλες περιοχές.
Αναμένονται μεγάλες αυξήσεις
στο κόστος των ζωοτροφών, που θα συμπαρασύρουν με τη σειρά
τους τις τιμές των κτηνοτροφικών προϊόντων.Πιστεύει όμως ότι
δεν θα υπάρξουν άμεσα προβλήματα εφοδιασμού, καθώς η
παγκόσμια προσφορά είναι μεγάλη, και οι τιμές στα διεθνή
χρηματιστήρια για το καλαμπόκι είναι ακόμα χαμηλές.
Βασικός παράγοντας
αβεβαιότητας για τις αγορές, παραδέχεται ο ίδιος, είναι οι
αναταράξεις στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Ενώ η χαμηλή
στάθμη του νερού στη διώρυγα του Παναμά εμποδίζει τη
διέλευση μεγαλύτερων πλοίων εδώ και αρκετό καιρό, η διώρυγα
του Σουέζ εξακολουθεί να είναι στόχος επιθέσεων από τους
αντάρτες Χούθι της Υεμένης, μετά τον πόλεμο στη Γάζα.
Ο αναλυτής διακρίνει ήδη μια
βασική αλλαγή στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων.
Για παράδειγμα η ΕΕ μετατοπίζεται στις αγορές αγροτικών
προϊόντων από τις ΗΠΑ, εισάγοντας σε ενάμιση μήνα,
υπερδιπλάσιες ποσότητες καλαμποκιού από ό,τι είχε αγοράσει
όλη την προηγούμενη σεζόν.
Αυτό με τη σειρά του, θα
σημαίνει όχι μόνο αυξήσεις τιμών για όσους παράγουν
καλαμπόκι στην Ευρώπη, αλλά μεγάλες αυξήσεις στο κόστος των
ζωοτροφών, που θα συμπαρασύρουν με τη σειρά τους τις τιμές
των κτηνοτροφικών προϊόντων.
Θα έχουμε ελλείψεις τροφίμων
στην Ελλάδα;
Πρόωρα σημάδια συναγερμού
έχουν ήδη χτυπήσει στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη. Με
βάση τα εβδομαδιαία στοιχεία που εκδίδει ο Οργανισμός
Κεντρικών Αγορών Αθήνας, τον Αύγουστο καταγράφηκαν αυξήσεις
στις τιμές χονδρικής ως και 40% σε ορισμένα ευπαθή λαχανικά
που επηρεάζονται άμεσα από τον καύσωνα (αγγούρια, μαρούλια,
μυρωδικά κλπ).
Όμως πολύ πιο δυσοίωνη είναι η
εικόνα που περιγράφουν οι καλλιεργητές της Δυτικής Ελλάδας.
Οι δηλώσεις του Αλέκου
Θανόπουλου, προέδρου των παραγωγών Λαϊκών Αγορών της Πάτρας,
στο τοπικό Μέσο dete.gr, είναι ανησυχητικές.
Υπάρχουν πάντα οι καλοθελητές,
που θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν την διαφαινόμενη κρίση σε
κέρδη για τις επιχειρήσεις τους
Όπως λέει, οι παρατεταμένοι
καύσωνες των 40 βαθμών έχουν προκαλέσει ήδη μεγάλες ζημιές
στις καλλιέργειες, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της
παραγωγής, ιδίως στα φρούτα και τα λαχανικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο η μείωση
της παραγωγής, όπως και η μείωση των καλλιεργούμενων
εκτάσεων θα επηρεάσει το 80% των αγροτικών ειδών. «Ποιος θα
συνεχίσει να καλλιεργεί είδη που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία
στον καύσωνα, ξοδεύοντας χρήματα αφού το κόστος καλλιέργειας
έχει αυξηθεί σημαντικά; Ιδίως όταν γνωρίζει ότι θα έχει
ζημιά και ότι οι πιθανότητες να προχωρήσει στην συγκομιδή
των προϊόντων του με τέτοιες ζέστες θα είναι
απειροελάχιστες;», αναρωτιέται.
Ξεράθηκαν οι καρποί στα δέντρα
Όπως δηλώνει, υπάρχουν
καλλιέργειες όπως τα φασολάκια, που έχουν ήδη καταστραφεί
και θα υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις το χειμώνα. Ο πρόεδρος των
παραγωγών Λαϊκών Αγορών εκτιμά ότι θα υπάρχουν ελλείψεις
ακόμα και στις πατάτες, αφού λόγω καύσωνα όσο και να την
ποτίσει ο παραγωγός δύσκολα θα καταφέρει να τη «σώσει».
Ακόμα μεγαλύτερες θα είναι οι
ελλείψεις στα φρούτα. Ήδη τα δύο κλασσικά φρούτα του
ελληνικού καλοκαιριού, τα καρπούζια και τα πεπόνια έχουν
μειωμένη παραγωγή, λόγω της ζέστης και άλλων παραγόντων.
Οι παραγωγοί καλλιεργητές
ροδιών υπέστησαν σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή λόγω υψηλών
θερμοκρασιών. Άσχημα είναι τα νέα και για τους
ροδακινοπαραγωγούς της περιοχής, αφού όταν ήταν να αρχίσει η
συγκομιδή ξεκίνησαν και τα πρώτα πρώιμα κύματα καύσωνα.
Τα δαμάσκηνα και τα σύκα,
σύμφωνα πάντα με τον κ. Θανόπουλο «ξεράθηκαν στα δέντρα
εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών», ενώ ακόμα και το σταφύλι
(κυρίως το οινοποιητικό που καλλιεργείται στην Αχαϊα) έχει
σχεδόν καταστραφεί με τους παραγωγούς να είναι σε απόγνωση.
Ο εκπρόσωπος των λαϊκών αγορών
προειδοποιεί ότι αν τα παρατεταμένα κύματα ακραίας ζέστης
συνεχιστούν και τον Αύγουστο η κατάσταση θα επιδεινωθεί, και
φοβάται μεγαλύτερες και σε περισσότερα είδη.
Κυρίως όμως φοβάται, ότι
ελλείψεις θα φέρουν αυξήσεις τιμών, ως και άνω του 30%-40%.
«Εκτός της δύσκολης κατάστασης υπάρχουν πάντα οι
καλοθελητές, είτε αυτοί λέγονται μεταποιητές είτε
χονδρέμποροι που θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν την
διαφαινόμενη αυτή κρίση σε κέρδη για τις επιχειρήσεις τους»,
προειδοποιεί. |
|
|
|
|
|
|
|

Ελληνική
Οικονομία
Αρκετά ενδιαφέρουσα και η
τελευταία έκθεση της Alpha Bank … Η μικρομεσαία
επιχειρηματικότητα στη χώρα μας μπαίνει στο μικροσκόπιο της
Alpha Bank στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα
στη δημοσιότητα, με την τράπεζα να εστιάζει και στις
ψηφιακές προκλήσεις που έχουν μπροστά τους οι ελληνικές
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).
Ειδικότερα, η τράπεζα
αναλύει τις επιδόσεις των ΜμΕ με βάση το μέγεθός τους και
ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, εξετάζει τη διαχρονική
εξέλιξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και
τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει προκειμένου να
καλύψει τις απώλειες που υπέστη την περασμένη δεκαετία σε
όρους παραγωγικότητας.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα της
ανάλυσης είναι ότι η παραγωγικότητα είναι συνάρτηση του
μεγέθους των επιχειρήσεων. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί η
σημαντική αύξηση της παραγωγικότητάς των πολύ μικρών
επιχειρήσεων την τελευταία τριετία, μολονότι εξακολουθεί να
υστερεί σημαντικά έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αναλυτικά, όπως σημειώνει η
Alpha Bank, οι ΜμΕ αποτελούν τον κεντρικό κορμό της
ελληνικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας το 99,9% των
επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (εξαιρούνται η
γεωργία-αλιεία-δασοκομία και ορισμένοι κλάδοι των υπηρεσιών,
όπως η εκπαίδευση και η υγεία), το 84,6% της απασχόλησης και
το 67% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ).
Παρά τις πολλαπλές προκλήσεις
που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια του 2023, κυρίως ως
απόρροια της ενεργειακής κρίσης και του ασταθούς διεθνούς
περιβάλλοντος, οι ελληνικές ΜμΕ κατέγραψαν τον τρίτο
υψηλότερο ρυθμό αύξησης σε όρους πραγματικής ΑΠΑ (3%) μεταξύ
των κρατών-μελών της ΕΕ-27.
Η επίδοση αυτή προσδιορίστηκε
σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επίδοση των πολύ μικρών
επιχειρήσεων (0-9 απασχολούμενοι), των οποίων η ΑΠΑ αυξήθηκε
κατά 13,2% (σε πραγματικούς όρους), ενώ στις μικρές (10-49
απασχολούμενοι) και μεσαίες επιχειρήσεις (50-249
απασχολούμενοι) μειώθηκε. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των ΜμΕ
αυξήθηκε κατά 2,4% (780,6 χιλ.) και η απασχόληση κατά 1%
(2,4 εκατ.), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής (2024 SME Country Fact Sheet). Οι προοπτικές για
περαιτέρω ανάπτυξη των ΜμΕ παραμένουν ευοίωνες, καθώς η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για το 2024 αύξηση της
πραγματικής ΑΠΑ και της απασχόλησης κατά 5,7% και 5,4%,
αντίστοιχα.
Η μικρομεσαία
επιχειρηματικότητα το 2023 ανά τομέα οικονομίας
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις
αποτελούν τον κυρίαρχο τύπο επιχειρηματικής δραστηριότητας
στη χώρα μας, αποτελώντας το 2023 το 94,7% των επιχειρήσεων,
έναντι 4,8% των μικρών, 0,5% των μεσαίων και 0,1% των
μεγάλων επιχειρήσεων. Τα ποσοστά απασχόλησης στις πολύ
μικρές και, σε μικρότερο βαθμό, στις μικρές επιχειρήσεις
είναι υψηλότερα στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο. Αντίθετα, στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, η
εικόνα είναι αντίστροφη. Επιπλέον, τα μερίδια της ΑΠΑ είναι
σημαντικά υψηλότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-27
στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, κινούνται σε παρόμοια επίπεδα
στις μεσαίες επιχειρήσεις και είναι χαμηλότερα στις μικρές
και μεγάλες επιχειρήσεις.

Όσον αφορά στις επιδόσεις ανά
κλάδο οικονομικής δραστηριότητας για το 2023, οι ΜμΕ που
δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν το 44,1%
της συνολικής ΑΠΑ που παράγουν οι ΜμΕ, το 48,4% της
απασχόλησης, ενώ σε πλήθος αντιστοιχούν σχεδόν στο ήμισυ των
συνολικών ΜμΕ της χώρας μας. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της
ΕΕ-27, το μερίδιο της απασχόλησης σε ΜμΕ στον τομέα των
υπηρεσιών είναι κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο στην
Ελλάδα, ενώ η συμβολή τους στην ΑΠΑ είναι κατά 2,6
ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη στη χώρα μας. Όσον αφορά το
εμπόριο, η συνεισφορά των ΜμΕ είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα
σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο, τόσο σε όρους ΑΠΑ (29,4%
έναντι 24,1%), όσο και απασχόλησης (29,6% έναντι 23%) και
αριθμού επιχειρήσεων (31,3% έναντι 23,2%). Αντίθετη είναι η
εικόνα τόσο στις κατασκευές όσο και στον τομέα της
μεταποίησης, με τη συνεισφορά των ΜμΕ να υπολείπεται
σημαντικά έναντι της ΕΕ-27 και στις τρεις κατηγορίες. |
|
|
|
|
|
|
|

Διαχρονική
εξέλιξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας: Παραγωγικότητα
και η Ψηφιακή Πρόκληση
Μετά την αποδυνάμωση της
επιχειρηματικότητας κατά την οικονομική κρίση της περασμένης
δεκαετίας, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 απασχολούμενοι)
δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ανακάμψουν τόσο σε αριθμό όσο
και απασχολούμενους, καθώς υπολείπονται από τα επίπεδα του
2008.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί
πως από το 2022, η ΑΠΑ των πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει
ανακάμψει σημαντικά, υπερβαίνοντας τα προ της οικονομικής
κρίσης επίπεδα. Όσον αφορά στις μεσαίες και μεγάλες
επιχειρήσεις, παρά την ταχεία ανάκαμψη τόσο σε αριθμό όσο
και σε απασχολούμενους, κατέγραψαν μία ήπια επιδείνωση το
2023, ενώ η προστιθέμενη αξία τους έχει ξεπεράσει τα επίπεδα
του 2008. Αντίθετα, στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες
ανέκτησαν τις απώλειες που είχαν υποστεί σε αριθμό και
απασχολούμενους, η προστιθέμενη αξία τους υπολείπεται
σημαντικά από τα επίπεδα του 2008.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία
τρία έτη οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν αναδειχθεί ως οι
κύριοι συντελεστές στην αύξηση της πραγματικής ΑΠΑ.
Ειδικότερα, το 2023, η συνολική ΑΠΑ (σε σταθερές τιμές)
αυξήθηκε κατά 1,2%, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να
συνεισφέρουν 4,1 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), ενώ αντίθετα οι μικρές
(-0,9 π.μ.), οι μεσαίες (-1,2 π.μ.) και οι μεγάλες
επιχειρήσεις (-0,7 π.μ.) είχαν αρνητική συνεισφορά. Το
γεγονός αυτό καταδεικνύει τη δυναμική και τον κρίσιμο ρόλο
των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην ενίσχυση της οικονομικής
δραστηριότητας.
Επιπρόσθετα, η παραγωγικότητα
των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως
η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, είναι σημαντικά
χαμηλότερη έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, από το
2021 και έπειτα, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών
επιχειρήσεων αυξάνεται με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς σε σχέση
με τις υπόλοιπες κατηγορίες. Συνολικά, η παραγωγικότητα των
ελληνικών ΜμΕ το 2023, ήταν η 2η χαμηλότερη στην ΕΕ-27.
Αξίζει να αναφερθεί πως η μέση παραγωγικότητα των
επιχειρήσεων αυξάνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος των
επιχειρήσεων. Συνεπώς, η αύξηση του μέσου μεγέθους των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές
οικονομίες κλίμακας, υψηλότερη πιστοληπτική επιφάνεια και
δυνατότητα επένδυσης σε νέους τομείς που θα ενισχύσουν την
παραγωγικότητά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση
σχεδιάζει την κατάθεση νομοσχεδίου, το οποίο θα ενθαρρύνει
τις συγχωνεύσεις ΜμΕ, μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων.
Ειδικότερα, η αύξηση της
παραγωγικότητας δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των
επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και σε συνδυασμό με
την τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση που λαμβάνει χώρα
μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Για τον σκοπό αυτό,
καθοριστικής σημασίας είναι η αξιοποίηση αναπτυξιακών
εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και η
υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του
Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Αξίζει να αναφερθεί ότι 488
επενδυτικά σχέδια (62% επί του συνόλου) που έχουν ενταχθεί
στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας προέρχονται από ΜμΕ, με τον συνολικό
προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα Ευρώ 5,75 δισ. (Υπουργείο
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, "Η σημασία της
αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων για την ελληνική οικονομία
και την κοινωνία", Ιούλιος 2024).
Η αξιοποίηση αυτών των πόρων
αναμένεται να συμβάλλει στη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ, από τον οποίο η χώρα μας
απέχει σημαντικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δείκτη
Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and
Society Index-DESI), ο οποίος παρακολουθεί τις ψηφιακές
επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ-27, το 2023 μόλις το 43,3%
των ΜμΕ παρουσίαζε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής
έντασης, κατατάσσοντάς μας στην 24η θέση (ευρωπαϊκος μέσος
όρος: 57,7%).
Επιπλέον, το 18,2% των ΜμΕ
πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2023 (έναντι
19,1% στην ΕΕ-27), κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 16η θέση,
ενώ το ηλεκτρονικό εμπόριο αντιπροσώπευσε το 5% του
συνολικού κύκλου εργασιών των ΜμΕ (έναντι 12% στην ΕΕ-27).
Γενικότερα, όσον αφορά στην
ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές
δραστηριότητες, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι του
ευρωπαϊκού μέσου όρου στη χρήση προηγμένων ψηφιακών
τεχνολογιών, όπως της τεχνητής νοημοσύνης (4% των
επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 8% στην ΕΕ-27), της ανάλυσης
δεδομένων με τη χρήση λογισμικών προγραμμάτων (25% των
επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 33% στην ΕΕ-27) και του
υπολογιστικού νέφους (18% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα
έναντι 39% στην ΕΕ-27).

Τέλος, στο Γράφημα 4
παρουσιάζεται η αξιολόγηση των βασικών προκλήσεων που
αντιμετώπισαν οι ΜμΕ το 2023 στην Ελλάδα και στην ΕΕ-27. Σε
γενικές γραμμές η εικόνα είναι παρόμοια, με την εύρεση
προσωπικού με υψηλές δεξιότητες ή ανώτερα στελέχη να
αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση τόσο για τις ελληνικές όσο
και για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ, ακολουθούμενη από το κόστος
παραγωγής ή εργασίας. Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,
η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και ο ανταγωνισμός
αξιολογούνται υψηλότερα από τις ελληνικές ΜμΕ, η εύρεση
πελατών και το θεσμικό πλαίσιο αξιολογούνται χαμηλότερα, ενώ
στα ίδια επίπεδα αξιολογούνται το κόστος παραγωγής και η
εύρεση προσωπικού με υψηλές δεξιότητες.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έρευνα
της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB Investment Survey
2023), το επιχειρηματικό περιβάλλον συνεχίζει να αποτελεί
βασική ανησυχία των ΜμΕ προκειμένου να αυξήσουν την
επενδυτική τους δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της
έρευνας, το 84% των ΜμΕ στην Ελλάδα αναφέρουν το θεσμικό
πλαίσιο (business regulation) ως ένα σημαντικό εμπόδιο στην
επενδυτική τους δραστηριότητα, έναντι 61% του ευρωπαϊκού
μέσου όρου. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|