|
00:01 - 08/09/25
|
|
|
|
|
|

Αποταμίευση
Τα ευρωπαϊκά
νοικοκυριά έρχονται αντιμέτωπα με μια ανησυχητική εικόνα:
Παρά τη γενική ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία, η
δυνατότητα αποταμίευσης διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των
χωρών της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα
νεότερα στοιχεία της Eurostat για το α’ τρίμηνο του 2025, ο
δείκτης αποταμίευσης των νοικοκυριών στην ευρωζώνη ανήλθε
στο 15,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες
σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Πίσω, όμως, από τον μέσο
όρο αποκαλύπτονται μεγάλες ανισότητες μεταξύ κρατών-μελών.
Πρωταγωνιστές και
ουραγοί της αποταμίευσης
Στο α’ τρίμηνο του
2025, το ποσοστό αποταμίευσης ενισχύθηκε σε επτά κράτη και
υποχώρησε σε οκτώ. Τη μεγαλύτερη άνοδο κατέγραψε η Ουγγαρία
με +1,6%, ενώ ακολούθησαν το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες με
+0,7%. Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη πτώση παρατηρήθηκε στην
Πορτογαλία (-3%) και στην Ελλάδα (-3,6%).
Παράλληλα, το
ποσοστό επενδύσεων των νοικοκυριών παρέμεινε αμετάβλητο τόσο
στην ευρωζώνη όσο και στο σύνολο της ΕΕ. Στις Κάτω Χώρες και
στη Δανία σημειώθηκε άνοδος +0,6% και +0,2% αντίστοιχα, ενώ
οι πιο έντονες μειώσεις εντοπίστηκαν στο Βέλγιο (-0,5%),
στην Ελλάδα (-0,3%) και στην Ουγγαρία (-0,2%).
Ο πληθωρισμός ως
καθοριστικός παράγοντας
Η διατήρηση
πληθωριστικών πιέσεων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο που
περιορίζει τη δυνατότητα αποταμίευσης. Αν και ο πληθωρισμός
στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 1,9% τον Μάιο 2025 από 2,2% τον
Απρίλιο, στην Ελλάδα ακολούθησε αντίθετη πορεία, φτάνοντας
το 3,3% τον Μάιο σε ετήσια βάση. Αυτό κατατάσσει τη χώρα
στις υψηλότερες θέσεις της ευρωζώνης, μαζί με την Εσθονία
(4,6%), τη Σλοβακία και την Κροατία (4,3%).
Σε ετήσια κλίμακα,
η Ελλάδα παρουσίασε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό
αποταμίευσης στην ΕΕ, με αρνητικό πρόσημο, που σημαίνει ότι
τα νοικοκυριά κατανάλωναν περισσότερα από όσα παρήγαν. Η
Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε επιδείνωση αυτής της τάσης, με
το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης να διαμορφώνεται στο -1,9%
του ΑΕΠ το 2024, έναντι -0,9% το 2023.
|
|
|
|
|
|
|
|

Δημογραφικό
Πάμε τώρα να δούμε
τα όσα έγραψαν σε άρθρο τους στον Ο.Τ. Βύρων Κοτζαμάνης -
Αναστασία Κωστάκη (Καθηγητές Δημογραφίας, Παν. Θεσσαλίας &
Οικ. Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιδρυτικά μέλη του Ινστιτούτου
Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών) για το ίσως μεγαλύτερο
πρόβλημα της χώρας, το δημογραφικό με το οποίο με κάθε
ευκαιρία ασχολούμαστε.
Οι υψηλοί ετήσιοι
δείκτες γονιμότητας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στις
ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), δείκτες που
αποτυπώνουν στις περισσότερες από τις χώρες αυτές την ταχεία
αύξηση της γονιμότητας των γενεών του μεσοπολέμου (την
αύξηση δηλαδή του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι
γενεές αυτές σε σύγκριση με τις γενεές που γεννήθηκαν πριν
το 1918), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Οι συγχρονικοί
αυτοί δείκτες μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να
συρρικνώνονται και το 2022 και 2023 στις περισσότερες από
τις ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές που λαμβάνουν είναι <=1,5
παιδιά/γυναίκα. Η πτώση αυτή αποτυπώνει την μικρότερη ή
μεγαλύτερη μείωση της γονιμότητας στις μεταπολεμικές γενεές
και την σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ηλικίας στην
απόκτηση των παιδιών τους.
Οι ιδιαίτερα δε
χαμηλές τιμές των ετήσιων δεικτών το 2022 και 2023 σε μια
ομάδα χωρών, όπου δεν είχαν καταγραφεί μεταπολεμικά ποτέ
τέτοιες τιμές, προβληματίζουν έντονα την κοινή γνώμη, ενώ,
όλο και συχνότερα, σε μια δεύτερη ομάδα χωρών που δεν είχαν
ή δε έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την
οικογένεια και το παιδί, διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι οι
πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις χώρες της πρώτης ομάδας
δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές ενώ, ταυτόχρονα,
αποδίδεται υπερβαρής ρόλος στις επελθούσες τις τελευταίες
δεκαετίες σημαντικές αλλαγές σε πλήθος πεδίων2, αλλαγές που
δεν επαρκούν όμως -κατά τη γνώμη μας- για να ερμηνεύσουμε
τις μετά το 1970 έντονες διαφοροποιήσεις της πορείας της
συγχρονικής γονιμότητας στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Στο σύντομο αυτό
άρθρο εξετάζουμε την πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30
ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα
έτη) ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των
ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές
(<=1,5 παιδιά/γυναίκα). Είναι προφανές δε ότι όσο
περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές,
τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού
δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά
το 1945) είναι εντονότερη.
Από τη ανάλυση των
δεδομένων (Γράφημα 1) προκύπτει ότι μια σχεδόν στις τρεις
χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν
ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία),
είτε, όπως στο Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία,
Ολλανδία, Δανία και Φιλανδία και Εσθονία ο αριθμός των ετών
όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά
περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη).
Στο άλλο άκρο όμως πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία,
Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς
ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα
από τα 54 εξεταζόμενα).
|
|
|
|
|
|
|
|

Δημογραφικό ….
Συνέχεια….
Το ευρύτερο
περιβάλλον για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση
απογόνων στις μεταπολεμικές γενεές που διένυσαν την μετά το
1970 περίοδο σε ηλικία απόκτησης παιδιών έχει φυσικά αλλάξει
σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να καταγράφεται
-αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς- παντού: έξαρση του
ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση,
αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική
είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και άμβλυνση της
εξάρτισής της από το άλλο φύλο, αύξηση του χρόνου παραμονής
στο εκπαιδευτικό σύστημα, δυσκολίες – στις γυναίκες
ιδιαίτερα – για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής
ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις,
αύξηση του κόστους μεγαλώματος των παιδιών, διάχυση
σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και,
στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης
στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία.
Οι αλλαγές αυτές
συνοδεύτηκαν δε και από τον ανάδυση ενός νέου οικογενειακού
μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση
των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών. Έτσι, σε
όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια μικρότερη η
μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι
γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου
πολέμου, και, ταυτόχρονα μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην
απόκτησή τους. Από όλες όμως τις διαθέσιμες έρευνες,
προκύπτει ότι, παρόλα αυτά, σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές
(με εξαίρεση την Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία) οι
γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1952 έως και το 1982
επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο
όρο (λίγο περισσότερα αυτές που γεννήθηκαν το 1952, λίγο
λιγότερες όσες γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα).
Δεν είναι δε τυχαίο
ότι στις χώρες εκείνες όπου τα τελευταία 54 χρόνια είτε οι
δείκτες γονιμότητας ήταν πάντοτε υψηλότεροι των 1,5
παιδιών/γυναίκα (π.χ η Γαλλία, Γράφημα 2 ) είτε καταγράφεται
ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ετών (λιγότερα από 15) με
τόσο χαμηλούς δείκτες είναι κυρίως χώρες που έλαβαν έγκαιρα
υπόψη τις προαναφερθείσες αλλαγές αναπτύσσοντας, εκτός των
άλλων, και στοχευμένες πολιτικές για την στήριξη της
οικογένειας και του παιδιού.

Δεν είναι ακόμη
τυχαίο ότι οι χώρες στις οποίες καταγράφονται πολύ χαμηλές
τιμές δεικτών για 35 ή και περισσότερα ακόμη χρόνια είναι
συνήθως χώρες όπως π.χ η Ελλάδα ή ακόμη η Ιταλία (Γράφημα 2)
που δεν έλαβαν υπόψη τις αλλαγές που αναφέραμε και δεν
υιοθέτησαν έγκαιρα αντίστοιχα μέτρα και πολιτικές με
αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να κινούνται επι μακρόν
ανάμεσα στα 1,2 και 1,5 παιδιά, γεγονός που αποτυπώνεται και
στην ταχεία μείωση στις χώρες αυτές όχι μόνον των γεννήσεων
αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που
γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του’50 και σε αυτές που
γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα (βλ. και FOCUS 6, 2025,
«Ο αριθμός παιδιών που έκαναν οι γενεές που γεννηθήκαν στις
αρχές του 1950 και του 1980 στις Ευρωπαϊκές χώρες: πτωτική
πορεία αλλά με εξαιρετικά διαφοροποιημένους ρυθμούς»
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα
Το διαθέσιμο
απόθεμα κατοικιών στην Ελλάδα το 2021 ήταν χαμηλότερο κατά
περίπου 180.000 ακίνητα σε σχέση με το 2011, σύμφωνα με
ανάλυση της Διεύθυνσης Economic Research and Investment
Strategy της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία εκτιμά ότι το
έλλειμμα αυτό μπορεί να καλυφθεί μέσα σε μια πενταετία.
Η Τράπεζα είχε
αρχικά υπολογίσει τη μείωση στα 212.000 ακίνητα (εκτίμηση
Ιανουαρίου 2024), ωστόσο στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν πιο
αναλυτικά και αξιόπιστα στοιχεία, που επέτρεψαν την
επικαιροποίηση των εκτιμήσεων.
Η ανάλυση της
Πειραιώς
Σε ανακοίνωσή της,
η Τράπεζα επισημαίνει:
«Τον Ιανουάριο του
2024 δημοσιεύσαμε μελέτη για την αγορά ακινήτων,
συγκρίνοντας τα δεδομένα των απογραφών 2011 και 2021. Η
περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα, η αύξηση του αριθμού
νοικοκυριών και η άνοδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης είχαν
οδηγήσει σε μείωση κατά περίπου 212 χιλ. κατοικίες. Η
εκτίμηση αυτή βασίστηκε σε στοιχεία οικοδομικών αδειών και
υπολογισμούς για τη βραχυχρόνια μίσθωση. Σήμερα, με τη
διάθεση αναλυτικών δεδομένων, έχουμε μια πιο σαφή εικόνα».
Τα στοιχεία
Οι κύριες κατοικίες
αυξήθηκαν σε 4,3 εκατ. το 2021 από 4,1 εκατ. το 2011.
Το διαθέσιμο
απόθεμα για άλλες χρήσεις διαμορφώθηκε σε 2,278 εκατ. το
2021 έναντι 2,250 εκατ. το 2011.
Οι εξοχικές
κατοικίες ανήλθαν σε 857 χιλ. (από 730 χιλ. το 2011).
Οι δευτερεύουσες
κατοικίες έφτασαν τις 627 χιλ. (από 622 χιλ. το 2011).
Οι κατοικίες προς
πώληση ή ενοικίαση μειώθηκαν σε 466 χιλ. (από 543 χιλ.).
Οι
κενές/αχρησιμοποίητες κατοικίες περιορίστηκαν σε 327 χιλ.
(από 355 χιλ.).
Οι κατοικίες σε
βραχυχρόνια μίσθωση ανέρχονται σε 208 χιλ. (στοιχεία 2024).
Συμπέρασμα
Λαμβάνοντας υπόψη
όλα τα παραπάνω, η Τράπεζα Πειραιώς καταλήγει ότι το
διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών εκτός κύριας χρήσης και
βραχυχρόνιας μίσθωσης ήταν το 2021 μειωμένο κατά 180 χιλ.
μονάδες σε σχέση με το 2011.
Με δεδομένο ότι η
οικοδομική δραστηριότητα προσθέτει περίπου 35.000 νέες
κατοικίες ετησίως, το υφιστάμενο έλλειμμα αναμένεται να
καλυφθεί σε πέντε χρόνια, υπό την παραδοχή σταθερών
συνθηκών.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|