| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 11/08/25

 

                                        

Η Ελληνική Αγοραστική Δύναμη και η Πραγματικότητα των Μισθών: Μια Δύσκολη Εξίσωση

 

Η Ελλάδα δεν ξεχωρίζει μόνο για τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, αλλά και για το χαμηλότερο πραγματικό ωρομίσθιο, με βάση την Κοινή Αγοραστική Δύναμη (PPP). Από το 2020 και μετά, η χώρα μας έχει φτάσει στα επίπεδα της Βουλγαρίας όσον αφορά το ωρομίσθιο, ενώ η διαφορά τους αυξάνεται συνεχώς.

 

Τα στοιχεία αυτά ήρθαν στο φως πριν περίπου έναν χρόνο, μέσα από μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με τίτλο «Η θέση του μέσου ωρομισθίου και το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα». Η ανάλυση του οικονομολόγου Βλάση Μισσού δημιούργησε αντιδράσεις, με την κυβέρνηση να την απορρίπτει χαρακτηρίζοντάς την «ψευδείς ειδήσεις» και να επικρίνει όσους την επικαλέστηκαν, κατηγορώντας τους για «αδικαιολόγητη αρνητική προβολή».

 

Ωστόσο, τα στοιχεία προέρχονται από επίσημες πηγές όπως η Eurostat, γεγονός που αποδεικνύει την αξιοπιστία τους.

 

Σε νέα επικοινωνία μας με τον κ. Μισσό, σχετικά με το αν η αύξηση του κατώτατου μισθού άλλαξε την εικόνα, η απάντηση ήταν αρνητική: «Το πραγματικό ωρομίσθιο στην Ελλάδα παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ27 και οι τάσεις δεν δείχνουν βελτίωση. Θα χρειαστούν σημαντικές αυξήσεις ή μείωση μισθών στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ για να ανατραπεί η κατάσταση», εξηγεί.

 

Περισσότερες Ώρες Εργασίας, Λιγότερα Έσοδα

 

Μια πρόσφατη μελέτη του διεθνούς αναγνωρισμένου Levy Economics Institute στο Bard College (ΗΠΑ), με συγγραφείς τους Βλάση Μισσό και Νικόλαο Ροδουσάκη, φέρνει στο προσκήνιο την υποτίμηση των μισθών στην Ελλάδα υπό τον τίτλο «Working Harder – Paying Less».

 

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι Έλληνες σήμερα εργάζονται περισσότερο, ενώ αμείβονται λιγότερο σε σχέση με τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους. Παρά τη δεκαπενταετή οικονομική κρίση και ύφεση, που μείωσε το ΑΕΠ κατά 27%, η πλήρης ανάκαμψη δεν έχει επέλθει.

 

Το εισόδημα των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει ακόμα πιο πολύ, κατά 35%, δημιουργώντας έντονη οικονομική πίεση και αυξανόμενη απόκλιση ανάμεσα σε εισόδημα και παραγόμενο προϊόν. Η απασχόληση έχει ανέβει και η ανεργία είναι σχεδόν μονοψήφια, αν και τα στατιστικά στοιχεία έχουν αμφιβολίες για την ακρίβειά τους.

 

Οι ώρες εργασίας έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, όμως οι νέες θέσεις εργασίας είναι κυρίως χαμηλά αμειβόμενες και δεν επαρκούν για την πλήρη οικονομική ανάκαμψη. Για αυτό και η τρέχουσα φάση χαρακτηρίζεται ως «απασχόληση χωρίς ανάπτυξη».

 

Καθηλωμένοι Μισθοί και Επιμήκυνση Ωραρίου

 

Τα τελευταία δεδομένα της Eurostat κατατάσσουν την Ελλάδα στην τελευταία θέση της ΕΕ27 όσον αφορά τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης σε προσαρμοσμένους όρους. Οι ερευνητές συνδέουν την πτώση των μισθών με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση των ωρών εργασίας.

 

Εκτός από νομοθετικές αλλαγές που διευκολύνουν τη μεγαλύτερη εργασία, πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερο λόγω ανεπαρκούς εισοδήματος για τα καθημερινά έξοδα. Υπάρχει επίσης τάση σύγκλισης των μισθών προς τα κάτω, με όλο και περισσότερους εργαζόμενους να αμείβονται κοντά στο κατώτατο επίπεδο.

 

Τι Προτείνουν οι Ειδικοί

 

Οι αναλυτές τονίζουν πως για να βελτιωθούν οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες, πρέπει να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να θεσπιστούν πιο αυστηρά όρια για το ωράριο, τις ημέρες εργασίας, τις περιόδους ανάπαυσης και τις άδειες.

 

Αντίθετα, η κυβέρνηση έχει επιλέξει περαιτέρω ελαστικοποίηση με εξαήμερα και 13ωρα, κάτι που ανησυχεί τους ειδικούς. Επίσης, προτείνεται η εισαγωγή συστημάτων «εγγυημένης απασχόλησης» με μισθούς πάνω από το κατώτατο, ως λύση για την υπερεργασία και τους χαμηλούς μισθούς.

 

Ο Κατώτατος Μισθός και οι Περιορισμοί του

 

Ο Βλάσης Μισσός επιβεβαιώνει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αρκεί για να αλλάξει ουσιαστικά την κατάσταση, καθώς η επίδρασή του αφορά κυρίως τους πιο χαμηλά αμειβόμενους και δεν καλύπτει το πραγματικό κόστος ζωής.

 

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός πλησιάζει όλο και περισσότερο τον μέσο, δείχνει πως οι μισθοί γενικά υποτιμώνται. Παράλληλα, η αύξηση των μισθών συνοδεύεται από αύξηση των ωρών εργασίας, ένα φαινόμενο χαρακτηριστικό οικονομιών που δεν αναπτύσσονται υγιώς.

 
 

                               

 

Οι «Εργαζόμενοι Φτωχοί» στην Ελλάδα

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ, μέχρι το 2022 σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους ζούσε με εισόδημα κάτω από το όριο φτώχειας του 2009. Το 2023 το ποσοστό αυτό μειώθηκε λίγο, στο 21,6%, ωστόσο παραμένει πολύ υψηλό, αποδεικνύοντας πως η λιτότητα συνεχίζει να επηρεάζει.

 

Επιπλέον, η ποιότητα ζωής των εργαζομένων δεν εξαρτάται μόνο από το ποσό του μισθού, αλλά και από τις συνθήκες εργασίας, τα ωράρια, τα δικαιώματα και τη δύναμη των συνδικάτων — όλα περιορισμένα στην Ελλάδα.

 

Τέλος, η εκμετάλλευση, όπως η παιδική εργασία με εξαντλητικά ωράρια σε νησιά των Κυκλάδων, δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα των χαμηλών αποδοχών.

                                        

                                            

 
 
 
 

                         

 

Κλιματική κρίση & Ελλάδα

 

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε πρόσφατη μελέτη της, προειδοποιεί ότι οι οίκοι αξιολόγησης υποτιμούν τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή κατά την αξιολόγηση των κρατών. Η παράβλεψη αυτή ενέχει τον κίνδυνο, όταν οι επιπτώσεις εκδηλωθούν αιφνίδια και επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά, να προκληθούν σοβαρές αναταράξεις στις αγορές, με συνέπειες που μπορεί να μεταδοθούν σε πολλαπλά τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εάν τέτοια κλιματικά σοκ οδηγήσουν σε αναγκαστικές και απότομες υποβαθμίσεις ή σε απώλειες αξίας περιουσιακών στοιχείων, η οικονομική αστάθεια θα μπορούσε να είναι σημαντική.

 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής», η κλιματική αλλαγή αναγνωρίζεται ολοένα περισσότερο ως παράγοντας που απειλεί τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Αυτό δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσο οι οίκοι αξιολόγησης ενσωματώνουν επαρκώς αυτούς τους κινδύνους στις βαθμολογίες κρατών. Η ΕΚΤ, αναλύοντας δεδομένα για 124 οικονομίες –ανεπτυγμένες, αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος– με τη χρήση εξειδικευμένων δεικτών κλιματικών κινδύνων και αξιολογήσεων των Moody’s, S&P, Fitch και DBRS, διαπιστώνει ότι ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως παρατεταμένοι καύσωνες ή αυξημένες φυσικές καταστροφές, πράγματι συσχετίζονται με χαμηλότερες βαθμολογίες, ωστόσο η συνολική τους επίδραση παραμένει μικρή σε σχέση με άλλους καθοριστικούς παράγοντες.

 

Δείκτες μετάβασης και αξιολογήσεις

 

Οι φιλόδοξοι στόχοι περιορισμού των εκπομπών και οι πραγματικές μειώσεις αντικατοπτρίστηκαν σε υψηλότερες αξιολογήσεις, αλλά μόνο μετά τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015. Αυτό υποδηλώνει ότι η προσοχή στον κίνδυνο της μετάβασης σε μια πιο «πράσινη» οικονομία εντάθηκε τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, μετά το 2015, χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ή εξάρτηση από τα έσοδα ορυκτών καυσίμων αξιολογήθηκαν χαμηλότερα, ενώ οι εξαγωγείς πρώτων υλών κρίσιμων για την πράσινη μετάβαση σημείωσαν άνοδο στις βαθμολογίες τους.

 

Η ΕΚΤ τονίζει ότι οι βαθμολογίες πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή για ρυθμιστικούς και μακροοικονομικούς σκοπούς, καθώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη μόνο μερικώς. Οι κλιματικές πιέσεις επηρεάζουν άμεσα τα δημόσια οικονομικά μέσω του κόστους αντιμετώπισης συχνότερων και πιο έντονων φυσικών καταστροφών, των αναγκαίων επενδύσεων για προσαρμογή και της χρηματοδότησης της ενεργειακής μετάβασης. Παρότι οι αξιολογήσεις οφείλουν να συνυπολογίζουν αυτές τις πιέσεις, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι αυτό δεν συμβαίνει επαρκώς.

 

Οι οίκοι αξιολόγησης αναγνωρίζουν θεωρητικά τον ρόλο της κλιματικής αλλαγής, ενώ, υπό την πίεση κεντρικών τραπεζών και ρυθμιστικών αρχών, έχουν αρχίσει να δημοσιοποιούν πώς εντάσσουν τους κλιματικούς κινδύνους στις μεθοδολογίες τους. Ωστόσο, η πλήρης και συστηματική ενσωμάτωση παραμένει δύσκολη λόγω ελλιπών δεδομένων, υψηλής αβεβαιότητας για τον οικονομικό αντίκτυπο, αμφιβολιών ως προς τη δέσμευση των κυβερνήσεων για επίτευξη μηδενικών εκπομπών και του περιορισμένου χρονικού ορίζοντα των αξιολογήσεων σε σύγκριση με τη μακροχρόνια φύση του προβλήματος.

 

Η ΕΚΤ σημειώνει ότι, ενώ η έκθεση σε φυσικούς κινδύνους λαμβάνεται μερικώς υπόψη, οι παράγοντες κινδύνου μετάβασης –όπως οι εκπομπές άνθρακα, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας και οι στόχοι μείωσης– σπάνια αντανακλώνται στις βαθμολογίες. Ακόμη και όταν οι κλιματικοί δείκτες αποδεικνύονται στατιστικά σημαντικοί, η επίδρασή τους είναι οριακή.

 
 

 
                               

Η εικόνα για την Ελλάδα

 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επισημάνει την κλιματική αλλαγή ως βασική πρόκληση για την οικονομία, παρακολουθώντας σχετικούς κινδύνους. Η Moody’s δίνει βαθμολογία 3 (σε κλίμακα 1–5) στο περιβαλλοντικό κριτήριο της χώρας, επικαλούμενη υψηλή ευπάθεια λόγω έκθεσης σε πυρκαγιές, καύσωνες και λειψυδρία. Η S&P τονίζει την αυξανόμενη συχνότητα ακραίων φαινομένων, υπογραμμίζοντας τη σημασία των κυβερνητικών σχεδίων για τον μετριασμό τους, ενώ η DBRS αναγνωρίζει τους κινδύνους για τις δημοσιονομικές προοπτικές, αλλά εκτιμά ότι δεν υπάρχουν περιβαλλοντικοί παράγοντες με ουσιαστική επίδραση στην πιστωτική αξιολόγηση.

 

Η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι η συστηματική υποεκτίμηση των κλιματικών κινδύνων μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιες υποβαθμίσεις και οικονομικά σοκ, εκθέτοντας επενδυτές και κεντρικές τράπεζες. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάληψη κινδύνων που δεν έχουν πλήρως αναγνωριστεί, ενώ χώρες που υλοποιούν αποτελεσματικά μέτρα προσαρμογής ενδέχεται να μη «ανταμείβονται» με χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες που χρησιμοποιούν κρατικά ομόλογα ως εγγυήσεις σε νομισματικές πράξεις μπορεί, χωρίς να το γνωρίζουν, να κατέχουν στοιχεία ενεργητικού πιο ευάλωτα σε κλιματικούς κραδασμούς από ό,τι υποδηλώνουν οι τρέχουσες αξιολογήσεις.

 

Η συνολική εκτίμηση της ΕΚΤ είναι ότι, αν και οι φυσικοί κίνδυνοι αναγνωρίζονται εν μέρει, η επίδρασή τους στις αξιολογήσεις παραμένει περιορισμένη, ενώ οι κίνδυνοι μετάβασης ουσιαστικά απουσιάζουν από τη διαδικασία αξιολόγησης. Αυτό, πέραν των επιπτώσεων στην αξιολόγηση κρατών, ενέχει δυνητική απειλή για τη σταθερότητα των αγορών.

 

 
 
 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum