|
Πέντε περίοδοι οικονομικής
ανάπτυξης
Όπως προκύπτει από
την ανάλυση των στοιχείων για την πορεία του πραγματικού
κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 1960 έως το 2024, η Ελλάδα βίωσε στο
χρονικό αυτό διάστημα πέντε διακριτές οικονομικές περιόδους:
1.
Η «Μεγάλη Μεγέθυνση» (1960-1973) αντιστοιχεί στην ταχεία
εκβιομηχάνιση και τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, οδηγώντας σε
πρωτοφανή αύξηση του ΑΕΠ (8,58% ετησίως κατά μέσο όρο). Την
περίοδο αυτή, κυρίαρχος μοχλός ανάπτυξης ήταν η συνολική
παραγωγικότητα (TFP), η οποία ενισχύθηκε με ταχείς ρυθμούς
και απέφερε σχεδόν το 90% της αύξησης του ΑΕΠ.
2.
Η «Μακρά Στασιμότητα» (1974-1993) αντανακλά τις δυσμενείς
επιπτώσεις των πετρελαϊκών κρίσεων, της πολιτικής αστάθειας
και των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας.
Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής, παρατηρήθηκε απότομη
υποχώρηση της συνολικής παραγωγικότητας και η ανάπτυξη, που
επιβραδύνθηκε (1,51% ετησίως κατά μέσο όρο), βασίστηκε
κυρίως στη συσσώρευση κεφαλαίου, ενώ κατεγράφη μειωμένη
αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας.
3.
Η «Ήπια Μεγέθυνση» (1994-2007) σηματοδοτεί την περίοδο
οικονομικής σύγκλισης με την ΕΕ, που χαρακτηρίζεται από
αυξημένες επενδύσεις και χρηματοπιστωτική απελευθέρωση. Η
συμβολή της συνολικής παραγωγικότητας και της συσσώρευσης
κεφαλαίου στην ανάπτυξη (3,60% ετησίως κατά μέσο όρο) ήταν
πιο ισορροπημένη το διάστημα αυτό.
4.
Η «Ελληνική Κρίση» (2008-2016) αντιπροσωπεύει μια άνευ
προηγουμένου συρρίκνωση του ΑΕΠ (-3,30% ετησίως κατά μέσο
όρο), η οποία προκλήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική
κρίση, την κρίση δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας. Η
ραγδαία μείωση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και η
εκτίναξη της ανεργίας προκάλεσαν την κατάρρευση της
οικονομικής δραστηριότητας.
5.
Η «Ανάκαμψη» (2017-2024) σηματοδοτεί μια σταδιακή ανάκαμψη
(1,95% ετησίως κατά μέσο όρο), στην οποία συνεισέφεραν
ισόρροπα η παραγωγικότητα και η αύξηση της απασχόλησης, ενώ
συνέβαλε επίσης η εφαρμογή μιας πολιτικής που επικεντρώθηκε
στη διαμόρφωση μακροοικονομικής και δημοσιονομικής
σταθερότητας και φιλικού προς τις επιχειρήσεις
περιβάλλοντος. Από το 2021 η ανάκαμψη έχει επιταχυνθεί,
υποστηριζόμενη από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την
ισχυρή τόνωση των επενδύσεων, κυρίως χάρη στην αξιοποίηση
των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές δυσχέρειες
και προκλήσεις, όπως το δημογραφικό, ενώ η καθαρή συσσώρευση
κεφαλαίου παρέμεινε αρνητική κατά το μεγαλύτερο μέρος της
περιόδου και η διατήρηση αυξημένων επιπέδων επενδύσεων
εξακολουθεί να είναι αβέβαιη.

Η παραπάνω
«ακτινογραφία» της αναπτυξιακής πορείας της χώρας τα
τελευταία 60 χρόνια υποδεικνύει ότι «χωρίς στοχευμένες
πολιτικές για τη στήριξη της ισχυρής αύξησης των επενδύσεων,
την προώθηση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και τη στήριξη
της εμβάθυνσης του κεφαλαίου, η Ελλάδα ενδέχεται να
δυσκολευτεί να επιτύχει διατηρήσιμη βελτίωση στην
παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία είναι καθοριστικής
σημασίας για τη μακροπρόθεσμη οικονομική μεγέθυνση».
Οι δραματικές
απώλειες σε ΑΕΠ, παραγωγικότητα και κεφάλαιο στην Ελληνική
Κρίση
Σε ειδική ενότητα
για την τριπλή κρίση (χρέους, οικονομική και τραπεζική) που
έπληξε τη χώρα μας, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι:
– «Η Ελληνική
Κρίση (2008-2016) ξεχωρίζει ως μία από τις πιο σοβαρές και
παρατεταμένες κρίσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο, με συρρίκνωση
του πραγματικού ΑΕΠ συγκρίσιμη σε κλίμακα με τη Μεγάλη Ύφεση
στις ΗΠΑ (1929-1933)».
– «Το
πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26,6% στη διάρκεια της
Ελληνικής Κρίσης, με αιχμή την απότομη μείωση της
παραγωγικότητας και την εκτίναξη της ανεργίας. Η καθαρή
συσσώρευση κεφαλαίου έγινε σημαντικά αρνητική. Οι απώλειες
του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθαν σε 59,1%, σε σύγκριση με τις
τάσεις που προβλεπόταν να επικρατήσουν πριν από την Κρίση».
Η σημαντική
απόκλιση στην ανάκαμψη του κεφαλαιακού αποθέματος
Διερευνώντας τις
μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας έως το 2033,
το κείμενο εργασίας εντοπίζει και αναλύει μία αξιοσημείωτη
απόκλιση στην ανάκαμψη του κεφαλαιακού αποθέματος μετά την
κρίση: ενώ παρατηρείται ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων σε
μηχανήματα και εξοπλισμό την περίοδο 2017-2024 (+9,3%
ετησίως κατά μέσο όρο), διαπιστώνεται συνεχιζόμενη υστέρηση
στα κτίρια και τις κατασκευές (-0,1% ετησίως κατά μέσο όρο).
«Οι σχετικά
υποτονικές επιδόσεις των επενδύσεων σε κτίρια και κατασκευές
αναδεικνύουν τους περιορισμούς που εξακολουθούν να
υφίστανται στον κατασκευαστικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων
των κανονιστικών εμποδίων, των προκλήσεων χρηματοδότησης και
του περιορισμένου αποθέματος βιώσιμων έργων. Αυτή η απόκλιση
υποδηλώνει μια μη ισορροπημένη ανάκαμψη που μπορεί να
περιορίσει το εύρος της μακροπρόθεσμης παραγωγικής
ικανότητας», σχολιάζουν οι συντάκτες του δοκιμίου και
συμπληρώνουν:
«Η διατήρηση της
δυναμικής των επενδύσεων σε εξοπλισμό – ιδίως για τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε
εμπορεύσιμους τομείς – φαίνεται πολύ σημαντική, ενώ ο
εντοπισμός και η σταδιακή αντιμετώπιση των πιο δεσμευτικών
περιορισμών στον κατασκευαστικό τομέα μπορεί να συμβάλει
ώστε να ξεκινήσει η ανάκαμψη των επενδύσεων στα κτίρια.
Ωστόσο, οποιεσδήποτε τέτοιες παρεμβάσεις θα πρέπει να
ιεραρχηθούν προσεκτικά και να ευθυγραμμιστούν με τις
ευρύτερες δημοσιονομικές και μακροοικονομικές συνθήκες».
|