|
00:01 -
14/11/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Φθηνά δάνεια
Από περιζήτητα,
στο πρώτο διάστημα της διάθεσής τους, τα δάνεια του Ταμείου
Ανάκαμψης κινδυνεύουν να μείνουν, έως ένα βαθμό, στα
αζήτητα. Οι νέες δανειακές συμβάσεις υπογράφονται με όλο και
πιο αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η
υποβολή αιτημάτων για την επόμενη δόση δανείου.
Ηδη, σημειώνει
ρεπορτάζ της Καθημερινής, τα δάνεια είναι μια δόση πίσω σε
σχέση με το χρονοδιάγραμμα, αλλά και με τις δόσεις των
επιχορηγήσεων του ΤΑΑ. Στις επιχορηγήσεις έχει εγκριθεί κατ’
αρχήν το 6ο αίτημα, ενώ το 6ο αίτημα δανείων δεν έχει καν
υποβληθεί. Κι αυτό γιατί δεν έχει ακόμη καλυφθεί το
απαιτούμενο ορόσημο των 9 δισ. ευρώ συμβασιοποιημένων
δανείων (στα τέλη Οκτωβρίου βρίσκονταν στα 7,74 δισ. ευρώ).
Η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι αυτό θα γίνει έως τον Δεκέμβριο,
ώστε να υποβληθεί τότε από κοινού το 6ο αίτημα δανείων και
το 7ο αίτημα επιχορηγήσεων.
Ο διευθύνων
σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας είπε μιλώντας
στο 8th Athens Investment Forum ότι με τις σημερινές
εκτιμήσεις θα απορροφηθεί περίπου το 75% των διαθέσιμων
πόρων του Ταμείου, αν και πρόσθεσε ότι με μια τελική
προσπάθεια μπορούμε να πάμε αρκετά υψηλότερα. Πρόσθεσε ότι
στις περισσότερες χώρες οι πόροι του ΤΑΑ δεν θα απορροφηθούν
στο σύνολό τους.
Βασική αιτία αυτής
της καθυστέρησης, όπως μεταδίδουν πηγές από τράπεζες και το
υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, είναι η έλλειψη αξιόλογου
επενδυτικού ενδιαφέροντος από τις μεγάλες επιχειρήσεις, που
μπορούν εύκολα να εξασφαλίσουν και τον παράλληλο απαιτούμενο
τραπεζικό δανεισμό, όπως προβλέπεται. «Οσες μεγάλες
επιχειρήσεις ήταν να πάρουν δάνειο, πήραν», αναφέρουν
τραπεζικές πηγές. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από την
άλλη, δεν έχουν συχνά τις προϋποθέσεις για τέτοιας
κατηγορίας δάνεια, προσθέτουν. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι ο
δανεισμός πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα σε επενδύσεις
πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, σύμφωνα με τους στόχους του
Ταμείου.
Η κυβέρνηση
προσπαθεί να διοχετεύσει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
κάποια από τα εναπομείναντα δάνεια, με έμμεσο τρόπο. Εχει
ζητήσει από την Κομισιόν, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του
Ταμείου Ανάκαμψης, να δοθούν 1,5-2 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα
δάνεια στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, ώστε να μπορέσει
εκείνη στη συνέχεια να αναπτύξει δράσεις για τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη
και η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει υποβάλει σχετικό
αίτημα. Επίσης, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση
έχει ζητήσει να διατεθούν άλλα 250 εκατ. ευρώ στο Invest EU,
τα οποία θα προστεθούν στα 500 εκατ. ευρώ που προβλέπονται
ήδη στο εθνικό τμήμα του Ταμείου αυτού.
Συνολικά, τα
δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι 17,7 δισ. ευρώ, εκ των
οποίων τα 15,4 δισ. ευρώ αφορούν χαμηλότοκα επιχειρηματικά
δάνεια και τα υπόλοιπα αφορούν το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ»
(1 δισ. ευρώ), το Invest EU (500 εκατ. ευρώ), το Equity της
Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (500 εκατ. ευρώ) και το
«Αναβαθμίζω το Σπίτι μου» (300 εκατ. ευρώ).
Με τις
τροποποιήσεις που έχουν προταθεί, εκτιμάται ότι θα
απομείνουν περίπου 4 δισ. ευρώ δανείων για διάθεση σε
ιδιώτες επενδυτές τον επόμενο χρόνο. Ακόμη κι αυτό το ποσό
όμως συνιστά πρόκληση, όπως παραδέχονται στις αρμόδιες
κυβερνητικές υπηρεσίες. Στον τραπεζικό χώρο θεωρούν ότι
ακόμη και η επίτευξη ποσοστού απορροφητικότητας 75% συνιστά
πρόκληση.
Εκτός από την
εξάντληση της δεξαμενής των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων
που θα μπορούσαν να δανειοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης,
μια βασική αιτία της υποχώρησης του ενδιαφέροντος είναι η
μείωση των επιτοκίων της αγοράς. Η διαφορά με το επιτόκιο
του δανείου του ΤΑΑ, αναφέρουν οι τραπεζικές πηγές, δεν
είναι πλέον τόσο μεγάλη, ώστε να αποτελεί σημαντικό κίνητρο
για τον υποψήφιο επενδυτή. Αν συνεκτιμηθεί και η μεγαλύτερη
γραφειοκρατία που συνοδεύει τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης,
πολλοί επενδυτές δεν θα τα προτιμήσουν.
Στο υπουργείο
Εθνικής Οικονομίας σημειώνουν, εξάλλου, ότι η εκταμίευση του
συνόλου των δανείων δεν είναι τόσο κρίσιμη όσο των
επιχορηγήσεων, που είναι δωρεάν χρήμα. Τα δάνεια, άλλωστε,
προστίθενται στο δημόσιο χρέος. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο,
η κατ’ αρχήν απόφαση της Ελλάδας να τα εκταμιεύσει ελήφθη
για να καλυφθεί το σημαντικό επενδυτικό κενό της χώρας. Η μη
απορρόφησή τους είναι ίσως ένα σημάδι έλλειψης του
προσδοκώμενου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Επίσης, η πιθανή
διοχέτευση των δανείων σε επενδύσεις με ασθενές παραγωγικό
αποτύπωμα, π.χ. σε επιχειρήσεις εστίασης, δεν θα
εξυπηρετήσει τη βασική επιδίωξη του Ταμείου Ανάκαμψης και
της Ελλάδας.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Κεφαλαιοποιητικά Συστήματα
Η μετάβαση των
κρατών-μελών της ΕΕ προς κεφαλαιοποιητικά ή
μικτά συνταξιοδοτικά συστήματα αποτελεί βασική προϋπόθεση
για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την ενίσχυση
της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας: αυτό αναφέρεται σε νέα
μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) και του
European Liberal Forum (ELF), με τον τίτλο «Future-Proofing
the EU Budget: A Pension System for Our Common Future». (Τη
μελέτη συνέταξε ο Γιώργος Αρχόντας, διευθυντής σπουδών στο
Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Επικοινωνίας και μέλος του
Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦΙΜ).
Σύμφωνα με την
ίδια μελέτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια
από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προκλήσεις για τις
επόμενες δεκαετίες, καθώς η γήρανση του πληθυσμού καθιστά
εξαιρετικά προβληματική τη βιωσιμότητα των διανεμητικών
συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Η μελέτη
Αναλυτικά, τα
κύρια ευρήματα της μελέτης, έχουν ως εξής:
* Οι συντάξεις
αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 75% των δαπανών
κοινωνικής προστασίας στην Ε.Ε., απορροφώντας έως και 15%
του ΑΕΠ σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, ενώ η
μείωση του πληθυσμού της ΕΕ θα επιβαρύνει περαιτέρω τα
διανεμητικά συστήματα.
* Η καθυστέρηση
στην ανάπτυξη κεφαλαιοποιητικών συστημάτων στερεί από την
ευρωπαϊκή οικονομία περίπου 350 δισ. ευρώ ετησίως σε χαμένα
επενδυτικά έσοδα.
* Χώρες όπως η
Δανία, η Ολλανδία και η Ισλανδία αποδεικνύουν ότι τα
κεφαλαιοποιητικά συστήματα ενισχύουν την ανάπτυξη, τη
σταθερότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ακολούθως, η
μελέτη εισηγείται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων
για μια βιώσιμη ευρωπαϊκή στρατηγική συντάξεων, όπως
αναφέρει, που περιλαμβάνει:
* Αναθεώρηση του
κριτηρίου του Μάαστριχτ ώστε να συνυπολογίζει τις υπόρρητες
συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις και να ενθαρρύνει τις επενδύσεις
στη μετάβαση.
* Ανάπτυξη ή
διεύρυνση κεφαλαιοποιητικών πυλώνων από τα κράτη-μέλη,
αξιοποιώντας βέλτιστες πρακτικές από τις πιο ανεπτυγμένες
ευρωπαϊκές αγορές συντάξεων.
* Ενίσχυση των
ατομικών και επαγγελματικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών,
ειδικά για τους νέους εργαζόμενους.
* Άρση κρατικών
μονοπωλίων στη διαχείριση του δεύτερου πυλώνα συντάξεων και
προώθηση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας. * Διοχέτευση
των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις,
ευθυγραμμισμένες με την Πράσινη Συμφωνία και την Ψηφιακή
Στρατηγική της ΕΕ.
* Καλλιέργεια του
χρηματοοικονομικού εγγραμματισμού και της εμπιστοσύνης των
πολιτών στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα.
* Σημαντική
ενίσχυση της φορητότητας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για
εργαζόμενους που κινούνται εντός της ΕΕ.
Για το θέμα, ο
πρόεδρος του ΚΕΦΙΜ Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε ότι «η μετάβαση σε
κεφαλαιοποιητικά συστήματα είναι για την Ευρώπη προϋπόθεση
δημοσιονομικής βιωσιμότητας και πράξη διαγενεακής
δικαιοσύνης. Η συμπερίληψη στο κριτήριο του Μάαστριχτ για το
χρέος των υπόρρητων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων με την
παράλληλη εξασφάλιση κινήτρων και τεχνογνωσίας για τη
μετάβαση θα επιτρέψει στους Ευρωπαίους να αποταμιεύσουν, να
επενδύσουν και να οικοδομήσουν το μέλλον τους πάνω σε
σταθερά θεμέλια».
|
|
|
|
|
|
|
|

Ελλείψεις προσωπικού
Oι
ελλείψεις εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα αυξάνονται, η
αγορά εργασίας "στενεύει" μετά την πανδημία και οι
επιχειρήσεις δυσκολεύονται ολοένα περισσότερο να βρουν
προσωπικό. Στο πλαίσιο του 2ου Ετήσιου Συνεδρίου του Κέντρου
Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών ο
Οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Cem Özgüzel, παρουσίασε μελέτη για
τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τις αναντιστοιχίες στην
ελληνική αγορά. Όπως σημείωσε, το έργο του ΟΟΣΑ στοχεύει
στην κατανόηση των αιτιών που προκαλούν τις ελλείψεις, στην
εμπειρική εξέταση της συμβολής της μετανάστευσης και στην
ανάδειξη πολιτικών επιλογών για τη βελτίωση της ισορροπίας
μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Τα νέα στοιχεία
αναδεικνύουν τον ρόλο της μετανάστευσης ως κρίσιμου
παράγοντα για την ενίσχυση της απασχόλησης και την κάλυψη
των κενών θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα της
μελέτης, το 71% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνει
δυσκολία στην εξεύρεση προσωπικού, ποσοστό χαμηλότερο από
τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ αλλά σταθερά υψηλό. Η "στενότητα" της
αγοράς έχει αυξηθεί ραγδαία μετά το 2020, ενώ το ποσοστό
μεταναστών στη χώρα (11%) υπολείπεται του μέσου όρου των
χωρών του ΟΟΣΑ (15%). Οι περισσότεροι μετανάστες διαθέτουν
χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους ντόπιους (26% έναντι
42%) και εργάζονται κυρίως σε χαμηλής ειδίκευσης
επαγγέλματα, όπως η γεωργία, οι κατασκευές και οι υπηρεσίες.
Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί (45%) απασχολούνται σε θέσεις κάτω
των προσόντων τους. Ο κ. Özgüzel υπογράμμισε ότι
προτεραιότητα πολιτικής πρέπει να είναι η καλύτερη
αντιστοίχιση δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η
ταχύτερη αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και η
αξιοποίηση του ταλέντου των μεταναστών για τη βιώσιμη
αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Η
Οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Lisa Andersson, υπογράμμισε ότι οι
μετανάστες μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην
κάλυψη των κενών θέσεων, σημειώνοντας όμως ότι η αύξηση της
μετανάστευσης από μόνη της δεν αποτελεί λύση. Όπως είπε,
απαιτούνται αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης, καθώς πολλοί
μετανάστες διαθέτουν εξειδίκευση αλλά αναγκάζονται να
εργάζονται σε θέσεις χαμηλότερης ειδίκευσης. Πρότεινε μια
πιο στοχευμένη διαχείριση του μεταναστευτικού δυναμικού, με
χαρτογράφηση των αναγκών κάθε χώρας και σύνδεση με τις χώρες
προέλευσης.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελλείψεις προσωπικού (2)
Η Καθηγήτρια
Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Τορίνο,
Alessandra Venturini, τόνισε ότι η κοινή γνώμη και τα μέσα
ενημέρωσης επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στους
αιτούντες άσυλο, που αντιστοιχούν σε μικρό ποσοστό των
μεταναστευτικών ροών. Επισήμανε ότι η μετανάστευση πρέπει να
αντιμετωπίζεται όχι μόνο ανθρωπιστικά αλλά και αναπτυξιακά,
μέσα από πολιτικές που συνδέουν την κοινωνική ένταξη με τις
ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ανέδειξε τη σημασία της
γλωσσικής εκπαίδευσης και της κατανόησης της κουλτούρας της
χώρας υποδοχής, επισημαίνοντας ότι η αφομοίωση δεν
λειτουργεί, ενώ η ουσιαστική ενσωμάτωση είναι κρίσιμη για τη
συνοχή των κοινωνιών. Από την πλευρά του, ο κ. Özgüzel
επεσήμανε ότι στην Ελλάδα εργάζεται το 60% των γυναικών και
το 80% των ανδρών, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει σημαντικό
περιθώριο αύξησης της συμμετοχής των γυναικών – και ειδικά
των μεταναστριών – στην αγορά εργασίας. Όπως είπε, η ενεργός
συμμετοχή τους μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην
αντιμετώπιση των ελλείψεων που προκαλούνται από τα
δημογραφικά προβλήματα. Στην ισπανική εμπειρία, όπου το 20%
του πληθυσμού είναι αλλοδαποί, αναφέρθηκε η Καθηγήτρια Maite
Alguacil, Επιστημονική Σύμβουλος του Ισπανικού Υπουργείου
Ένταξης, Κοινωνικής Ασφάλισης και Μετανάστευσης. Μίλησε για
τη μεταρρύθμιση που νομιμοποίησε χιλιάδες μετανάστες που
βρίσκονταν ήδη εκεί και διευκόλυνε την κοινωνική τους
ένταξη, σημειώνοντας ότι η Ισπανία, με χαμηλά ποσοστά
γεννήσεων, αντιμετωπίζει ήδη προκλήσεις στο ασφαλιστικό
σύστημα και επιδιώκει να αξιοποιήσει τη μετανάστευση ως
παράγοντα βιωσιμότητας και κοινωνικής συνοχής. Τόνισε δε ότι
οι περισσότεροι μετανάστες στην Ισπανία προέρχονται από τη
Λατινική Αμερική και ενσωματώνονται πλήρως στην ισπανική
κοινωνία. Τη συζήτησε συντόνισε ο επικεφαλής του Κέντρου
Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών, Άρης
Αλεξόπουλος. Το Συνέδριο πραγματοποιείται στο Κέντρο
Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά, σε συνεργασία με τον
Δήμο Χανίων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών υπό την
αιγίδα των υπουργείων: Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
Μετανάστευσης και Ασύλου, Κοινωνικής Συνοχής και
Οικογένειας. Με την ευγενική υποστήριξη της Περιφέρειας
Κρήτης και του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Κρήτης.
|
|
|
|
|
|
|
|

Η Ισλανδία σε επιφυλακή
για πιθανή κατάρρευση του AMOC – Υπαρξιακή απειλή για τη
Βόρεια Ευρώπη
Η Ισλανδία χαρακτήρισε ως
ζήτημα εθνικής ασφάλειας και υπαρξιακή απειλή την πιθανή
κατάρρευση του κρίσιμου συστήματος θαλάσσιων ρευμάτων του
Ατλαντικού Ωκεανού, γνωστού ως
Atlantic Meridional Overturning Circulation
(AMOC), προχωρώντας στη διαμόρφωση σεναρίων για την
αντιμετώπιση των χειρότερων πιθανών εξελίξεων, σύμφωνα με
δηλώσεις του υπουργού Κλίματος της χώρας στο Reuters.
Το AMOC αποτελεί
ένα από τα σημαντικότερα συστήματα ρευμάτων του πλανήτη, το
οποίο μεταφέρει θερμό νερό από τον Ισημερινό προς τον Βόρειο
Ατλαντικό και κρύο νερό προς τον νότο. Αυτή η κυκλοφορία
συμβάλλει στη διατήρηση των ευρωπαϊκών χειμώνων σε σχετικά
ήπιες θερμοκρασίες.
Ωστόσο, η
επιταχυνόμενη άνοδος της θερμοκρασίας προκαλεί έντονο
λιώσιμο των πάγων της Αρκτικής, οδηγώντας στην εισροή
ψυχρού, γλυκού νερού από τη Γροιλανδία στον ωκεανό — μια
εξέλιξη που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ενδέχεται να
αποσταθεροποιήσει τη ροή του ρεύματος.
Κίνδυνος για μια
«νέα μικρή εποχή των παγετώνων»
Εάν το AMOC
καταρρεύσει, οι χειμώνες στη βόρεια Ευρώπη θα μπορούσαν να
γίνουν εξαιρετικά ψυχροί, με εκτεταμένες χιονοπτώσεις και
πάγο, οδηγώντας σε μια σύγχρονη «μικρή εποχή των παγετώνων».
Παρόμοια φαινόμενα έχουν καταγραφεί στο παρελθόν, λίγο πριν
από την τελευταία Εποχή των Παγετώνων, πριν από περίπου
12.000 χρόνια.
Ο Ισλανδός
υπουργός Κλίματος, Γιοχάν Παλ Γιοχάνσον, δήλωσε ότι
«πρόκειται για άμεση απειλή για την εθνική μας ανθεκτικότητα
και ασφάλεια» και ότι είναι η πρώτη φορά που ένα φαινόμενο
που σχετίζεται με το κλίμα τίθεται επίσημα υπόψη του
Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας ως πιθανή υπαρξιακή απειλή.
Η νέα αυτή
προσέγγιση σημαίνει ότι όλα τα υπουργεία της Ισλανδίας
βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα και συντονίζουν τις
ενέργειές τους. Παράλληλα, η κυβέρνηση εξετάζει πρόσθετες
πολιτικές και ερευνητικά μέτρα, ενώ προετοιμάζει σχέδιο
αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών. Οι τομείς που
παρακολουθούνται περιλαμβάνουν την ενεργειακή και
επισιτιστική ασφάλεια, τις υποδομές και τις θαλάσσιες
μεταφορές.
Επιπτώσεις πέρα
από την Ευρώπη
Η πιθανή
κατάρρευση του AMOC δεν θα περιοριστεί στη Βόρεια Ευρώπη. Οι
επιστήμονες προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να διαταράξει τα
μοτίβα βροχοπτώσεων που είναι κρίσιμα για την αγροτική
παραγωγή σε περιοχές όπως η Αφρική, η Ινδία και η Νότια
Αμερική, ενώ ενδέχεται να επιταχύνει την υπερθέρμανση και
την απώλεια πάγου στην Ανταρκτική.
Παρά τις
προειδοποιήσεις, οι ερευνητές τονίζουν ότι ο κόσμος
εξακολουθεί να υποτιμά την απειλή μιας τέτοιας κατάρρευσης,
η οποία θα μπορούσε να γίνει μη αναστρέψιμη μέσα στις
επόμενες δεκαετίες αν συνεχιστεί η άνοδος της θερμοκρασίας.
Ενισχυμένη
επιστημονική επαγρύπνηση
Τον Οκτώβριο, το
Συμβούλιο Υπουργών των Σκανδιναβικών Χωρών χρηματοδότησε το
εργαστήριο Nordic Tipping Week, όπου 60 ειδικοί εξέτασαν τις
κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες ενός τέτοιου
φαινομένου. Οι σχετικές συστάσεις βρίσκονται στο τελικό
στάδιο.
Ο Φινλανδός
ωκεανογράφος Άλεξι Νουμέλιν ανέφερε πως «υπάρχουν πολλές
έρευνες για το πότε θα μπορούσε να συμβεί μια κατάρρευση,
αλλά πολύ λιγότερες για το ποιο θα είναι το κοινωνικό
αντίκτυπο».
Παράλληλα,
περισσότερα από 30 πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμοί
έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την επιταχυνόμενη τήξη
των παγετώνων, ενώ υπουργεία και μετεωρολογικές υπηρεσίες σε
όλη τη Βόρεια Ευρώπη χρηματοδοτούν νέες μελέτες και
ενισχύουν τα σχέδια προσαρμογής τους στην κλιματική αλλαγή.
Η Ιρλανδία, η
Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο εξετάζουν επίσης το θέμα,
με το Λονδίνο να έχει ήδη διαθέσει πάνω από 81 εκατομμύρια
λίρες για έρευνες σχετικά με τα σημεία καμπής των κλιματικών
συστημάτων.
«Ο χρόνος για
δράση τελειώνει»
«Η επιστήμη
προχωρά ραγδαία και ο χρόνος για δράση εξαντλείται, γιατί το
σημείο καμπής μπορεί να είναι πολύ κοντά», προειδοποίησε ο
Γερμανός κλιματολόγος Στέφαν Ράμστορφ από το Ινστιτούτο
Κλιματικών Επιδράσεων Πότσνταμ.
Ο υπουργός
Κλίματος της Ισλανδίας τόνισε ότι η χώρα δεν μπορεί να
βασίζεται σε μελλοντικές βεβαιότητες:
«Ο θαλάσσιος πάγος
μπορεί να επηρεάσει τη ναυσιπλοΐα, ενώ τα ακραία καιρικά
φαινόμενα θα μπορούσαν να πλήξουν σοβαρά τη γεωργία και την
αλιεία — δύο τομείς ζωτικής σημασίας για την οικονομία και
την επισιτιστική μας ασφάλεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε
οριστικά επιστημονικά συμπεράσματα πριν δράσουμε».
|
|
|
|
|
|