|
00:01 -
17/11/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Μισθοί
Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει στις
τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το επίπεδο
των μισθών, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της
Eurostat.
Το 2024, οι μέσες ετήσιες αποδοχές
των Ελλήνων μισθωτών διαμορφώθηκαν στα
18.500 ευρώ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος έφτανε τα
39.800 ευρώ. Η χώρα μας ξεπέρασε μόλις τη
Βουλγαρία, όπου ο αντίστοιχος μέσος όρος
ήταν 15.400 ευρώ, καταλαμβάνοντας έτσι την
προτελευταία θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών. Οι αποδοχές
έχουν υπολογιστεί με προσαρμογή των μισθών μερικής
απασχόλησης σε πλήρη εργασία, ώστε να αποτυπώνεται ο
πραγματικός συγκρίσιμος μέσος όρος.
Αύξηση 5,1% το 2024
Σύμφωνα με την Eurostat, ο μέσος μισθός στην
Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,1% το 2024 σε
σύγκριση με το 2023, ρυθμός σχεδόν ίσος με τον μέσο όρο της
ΕΕ (5,2%). Ωστόσο, σε σχέση με το 2022, η αύξηση ήταν
σημαντικά μικρότερη – 8,7% έναντι 11,7%
στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι υψηλότερες αποδοχές στην
Ευρώπη καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο (83.000 ευρώ),
τη Δανία (71.600 ευρώ) και την
Ιρλανδία (61.100 ευρώ), αποτυπώνοντας το βαθύ χάσμα
ανάμεσα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Βορρά και του Νότου.
Τα στοιχεία του ΕΦΚΑ
Βάσει των πιο πρόσφατων δεδομένων του
ΕΦΚΑ (Μάρτιος 2025), που προέρχονται από
τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ), ο
μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε:
για τους άνδρες σε 1.461,95 ευρώ
από 1.413 ευρώ το προηγούμενο έτος,
για τις γυναίκες σε 1.271,88 ευρώ
από 1.231,57 ευρώ.
Παρά τη βελτίωση, η μισθολογική
ανισότητα μεταξύ φύλων παραμένει αισθητή και
υψηλότερη σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ανισότητες ανάλογα με το μέγεθος της
επιχείρησης
Τα στοιχεία του ΕΦΚΑ δείχνουν επίσης ότι οι
αποδοχές διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με το
μέγεθος της επιχείρησης.
Στις εταιρείες με πάνω από 10
εργαζόμενους, ο μέσος μισθός διαμορφώνεται στα
1.567 ευρώ για τους άνδρες και
1.345 ευρώ για τις γυναίκες.
Στις μικρές επιχειρήσεις
κάτω των 10 ατόμων, οι αποδοχές δεν ξεπερνούν τα
1.023 ευρώ κατά μέσο όρο.
Ακόμη πιο δυσμενής είναι η εικόνα για τους
650.263 εργαζόμενους με μερική απασχόληση,
των οποίων οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται μόλις σε
558,74 ευρώ.
Συνολική εικόνα
Παρά τη μικρή
ονομαστική αύξηση, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται
πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με σημαντικές
εσωτερικές ανισότητες – ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες,
μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις, καθώς και μεταξύ πλήρους
και μερικής απασχόλησης. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν ότι,
παρά τις αυξήσεις του τελευταίου έτους, η αγοραστική
δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων παραμένει
περιορισμένη, τοποθετώντας τη χώρα σταθερά στο κάτω
άκρο της ευρωπαϊκής μισθολογικής κλίμακας.

|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

Παραοικονομία
Ξεπερνά τα 40-45
δισεκατομμύρια ευρώ η παραοικονομία στην Ελλάδα,
αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 18% του ΑΕΠ της χώρας. Αν και
μειώθηκε σημαντικά την τελευταία πενταετία, με αρκετές
πρωτοβουλίες που έχουν αναλάβει οι αρμόδιες Αρχές,
εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά, καθώς τα μετρητά παραμένουν η
κυρίαρχη μέθοδος πληρωμής, αντιπροσωπεύοντας, σύμφωνα με
στοιχεία του ΚΕΠΕ, πάνω από 4 στα 10 ευρώ της αξίας των
συναλλαγών.
Τα στοιχεία της
Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αποκαλύπτουν ότι το 2024 οι
Ελληνες κατανάλωσαν 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από
τα συνολικά εισοδήματα που δήλωσαν.
Το διαθέσιμο
εισόδημα ανήλθε στα 158,5 δισ. ευρώ, ενώ η κατανάλωση στα
162,6 δισ. ευρώ. Η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 4,6%,
την ίδια ώρα που οι αποταμιεύσεις μειώθηκαν κατά 2,5%. Και
ενώ η διαφορά διαθέσιμου εισοδήματος και κατανάλωσης μπορεί
σε κάποιο ποσοστό να δικαιολογηθεί από ανάλωση αποταμιεύσεων
προηγούμενων ετών, ένα σημαντικό μέρος της, σύμφωνα με
ειδικούς, αφορά μαύρο χρήμα – είτε από νόμιμες είτε από
παράνομες δραστηριότητες.
Οι επιχειρηματίες
αναφέρουν ότι άνω του 40% των πελατών τους συνεχίζουν να
πληρώνουν με μετρητά. Η χρήση των μετρητών επιτρέπει, όπως
τονίζουν, το ξέπλυμα σε κάποιον βαθμό, ακόμη και μέσα από
καθημερινές μικρές συναλλαγές έως 500 ευρώ, ακόμη και αν
εκδίδεται απόδειξη.
Την ίδια ώρα, τα
τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι,
ενώ αυξάνονται το πλαστικό χρήμα και ο αριθμός των καρτών,
μειώνονται οι συναλλαγές με αυτές.
Οι ενεργές κάρτες
πληρωμών ανήλθαν σε 21,6 εκατομμύρια τον Ιούνιο του 2025,
αυξημένες κατά 5,3% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2024. Οι
χρεωστικές κάρτες αυξήθηκαν κατά 6%, ενώ οι πιστωτικές κατά
1%. Ωστόσο, ο μέσος αριθμός συναλλαγών ανά κάρτα μειώθηκε
στις 61, από 65 το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Στις χρεωστικές
κάρτες, που αποτελούν το κύριο υποκατάστατο των μετρητών, οι
συναλλαγές ανά κάρτα περιορίστηκαν σε 67 από 71, ενώ στις
πιστωτικές μειώθηκαν σε 29 από 30. Η μέση αξία συναλλαγών
ανά κάρτα υποχώρησε κατά 10% στις χρεωστικές και 2,6% στις
πιστωτικές.
Τα μετρητά,
λοιπόν, καλά κρατούν στην αγορά, «βοηθώντας» και την
παραοικονομία. Ερευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
έδειξε ότι το 2024 στην Ελλάδα ο αριθμός συναλλαγών με
μετρητά ανερχόταν στο 54%, έναντι 37% των συναλλαγών με
κάρτα.
Η ίδια έκθεση
σημείωνε ότι περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα Ευρωπαίους
(41%), συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, δήλωναν πως
προτιμούν τα μετρητά επειδή θεωρούν ότι διασφαλίζουν την
ανωνυμία και την ιδιωτικότητά τους, ενώ το 28% υπογράμμιζε
ότι τα μετρητά γίνονται αποδεκτά σε περισσότερες περιπτώσεις
συναλλαγών.
|
|
|
|
|
|
|
|

Κοινωνική Προστασία
Οι συνολικές
δαπάνες για παροχές κοινωνικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση ανήλθαν το 2024 σε 4,925 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με τις
πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat, σημειώνοντας αύξηση 6,9% σε
σχέση με το 2023.
Στην Ελλάδα, οι
αντίστοιχες δαπάνες ανήλθαν σε 54 δισ. ευρώ, από 52,4 δισ.
ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα. Παρά τη μικρή αυτή αύξηση, η χώρα
παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς οι δαπάνες
κοινωνικής προστασίας αντιστοιχούν στο 22,84% του ΑΕΠ,
έναντι 27,35% στην ΕΕ των 27, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη
16η θέση.
Αξίζει να
σημειωθεί ότι η Ελλάδα παρουσίασε μία από τις χαμηλότερες
ετήσιες αυξήσεις δαπανών, μόλις 3,2%, ενώ ακολούθησαν η
Σουηδία (+3,9%) και η Ιταλία μαζί με τη Δανία (+4,3%).
Αντίθετα, η μέση δαπάνη στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 0,6
ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πρωτιά στις
κοινωνικές παροχές για τη Φινλανδία
Μεταξύ των
κρατών-μελών, οι υψηλότερες δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως
ποσοστό του ΑΕΠ καταγράφηκαν στη Φινλανδία (32,5%), στη
Γαλλία (31,9%) και στην Αυστρία (31,8%). Στον αντίποδα, οι
χαμηλότερες επιδόσεις σημειώθηκαν στην Ιρλανδία (12,4%), τη
Μάλτα (13,4%) και την Ουγγαρία (16,6%).
Σε επίπεδο
κατηγοριών, οι δαπάνες για παροχές γήρατος αντιστοιχούσαν
στο 41,5% του συνόλου (2,044 τρισ. ευρώ), ενώ οι δαπάνες για
ασθένεια και υγειονομική περίθαλψη στο 29,7% (1,463 τρισ.
ευρώ). Άλλες βασικές κατηγορίες περιλαμβάνουν την αναπηρία,
τους επιζώντες, την οικογένεια και τα παιδιά, την ανεργία,
τη στέγαση και την κοινωνική ένταξη.
Το 2024, οι
δαπάνες για κοινωνική προστασία αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες
της ΕΕ, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να καταγράφονται στην
Εσθονία (+19,5%), την Κροατία (+17,8%) και τη Ρουμανία
(+17,5%).


|
|
|
|
|
|
|
 |
Ευρώπη & Αμυντικές δαπάνες
Η ανάγκη της
Ευρώπης να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα δημιουργεί
προσδοκίες για αναζωογόνηση της βιομηχανικής δραστηριότητας,
η οποία έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια από το αυξημένο
ενεργειακό κόστος, τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ και τον
σκληρό ανταγωνισμό από την Κίνα.
Η ιστορική απόφαση
της Γερμανίας να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες κατά 650 δισ.
ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία, η νέα αμυντική συμφωνία
Lancaster House 2.0 μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, καθώς και
το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE ύψους 150 δισ. ευρώ,
σηματοδοτούν τη στροφή της Γηραιάς Ηπείρου προς μια ενιαία
στρατηγική που θα ενισχύσει όχι μόνο την άμυνα, αλλά και την
ανάπτυξη
Αναγέννηση του
αμυντικού κλάδου
Από την έναρξη του
πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο ευρωπαϊκός
αμυντικός τομέας έχει γνωρίσει θεαματική αναζωογόνηση,
δίνοντας νέα ώθηση σε βιομηχανικές μονάδες που επί δεκαετίες
λειτουργούσαν υποτονικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Οι αμυντικές
δαπάνες στην Ε.Ε. αναμένεται να φτάσουν τα 381 δισ. ευρώ
φέτος, ενώ στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 28% και στην Πολωνία
κατά 31% το 2023, σύμφωνα με το SIPRI. Η παραγωγή
πυρομαχικών έχει ενισχυθεί θεαματικά – η ετήσια παραγωγή
οβιδοβόλων έφτασε τα 400 από τα 168 του 2022, σημειώνοντας
αύξηση 40% στη συνολική δυναμικότητα.
Σήμερα, 150 βιομηχανικές
μονάδες σε 37 χώρες της Ευρώπης λειτουργούν σε πλήρη ρυθμό,
σύμφωνα με τους Financial Times. Ανάμεσά τους και τα
ναυπηγεία της BAE Systems στο Μπάροου ιν Φέρνες της Αγγλίας.
Η Rheinmetall
εγκαινίασε το πρώτο εργοστάσιο στην Ουκρανία για την
παραγωγή στρατιωτικών οχημάτων, ενώ οι ευρωπαϊκοί όμιλοι
Airbus, Thales, Safran, Leonardo και άλλοι βρίσκονται υπό
συνεχή πίεση για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση.
Η Γαλλία στη
δεύτερη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές όπλων
Σύμφωνα με την
Polytechnique Insights και το SIPRI, η Γαλλία κατέλαβε το
2024 τη δεύτερη θέση στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων, με
πωλήσεις 18 δισ. ευρώ. Μαζί με Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία,
Ισπανία και Σουηδία, συγκεντρώνουν τη μερίδα του λέοντος
στην παραγωγή και εξαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Εκτιμάται πως η
ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία θα χρειαστεί πάνω από 250.000
νέους μηχανικούς και τεχνικούς μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια
για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της.
Παράλληλα, χώρες
όπως η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Νορβηγία και το Βέλγιο
αναπτύσσουν εξειδικευμένες τεχνολογικές δυνατότητες, ενώ
στην Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία,
Ρουμανία, Βαλτικές χώρες) παρατηρείται έντονη αναβίωση της
αμυντικής παραγωγής λόγω της εγγύτητας με τη Ρωσία.
Οικονομική υποτονικότητα και μετασχηματισμός
Η ευρωπαϊκή
οικονομία, ωστόσο, εξακολουθεί να κινείται υποτονικά.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη μεταξύ 2019 και
2023 ανήλθε μόλις στο 3%, έναντι 8% στις ΗΠΑ, αναδεικνύοντας
διαφορά πέντε ποσοστιαίων μονάδων.
Η μεταποίηση στη
Γερμανία παραμένει κάτω από το όριο των 50 μονάδων PMI, που
διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση, ενώ η χώρα
αναμένεται να παραμείνει στάσιμη για τρίτη συνεχόμενη
χρονιά.
Παράλληλα, οι
δασμοί του Τραμπ και οι φθηνές εισαγωγές από την Κίνα
πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων,
με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να προέρχεται κυρίως από τον κλάδο
υπηρεσιών.
Μαζικές
αναδιαρθρώσεις σε βιομηχανικούς κολοσσούς
Οι μεγάλοι
ευρωπαϊκοί όμιλοι προχωρούν σε εκτεταμένες περικοπές:
Η Volkswagen
σχεδιάζει την κατάργηση 35.000 θέσεων εργασίας έως το 2030.
Η Mercedes-Benz θα
μειώσει το προσωπικό κατά 40.000 άτομα.
Η Bosch
προγραμματίζει 13.000 απολύσεις, ενώ η Deutsche Bahn θα
περικόψει 30.000 θέσεις τα επόμενα χρόνια.
Όπως επισημαίνει ο
Πολ Χόλινσγουερθ της BNP Paribas, η Γερμανία μπορεί να
ενισχύσει τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να αποδυναμώσει τον
ιδιωτικό τομέα, καθώς πολλές παραδοσιακές βιομηχανίες
βρίσκονται ήδη σε φάση συρρίκνωσης και αναδιάρθρωσης.
Οι προκλήσεις του
επανεξοπλισμού
Παρά την έντονη
κινητοποίηση, οι αναλυτές του Bruegel και του Kiel Institut
προειδοποιούν ότι η παραγωγή αρμάτων μάχης και μαχητικών
αεροσκαφών παραμένει χαμηλότερη από τις ανάγκες, και για να
εξισορροπηθεί η δυναμική της Ρωσίας, θα πρέπει να αυξηθεί
έως και έξι φορές.
Επιπλέον,
απαιτείται ταχεία ενίσχυση της παραγωγής πυραύλων ώστε να
ενδυναμωθεί η ευρωπαϊκή αποτρεπτική ισχύς.
Όπως τονίζει ο
Γκάντραμ Γουλφ του Solvay Brussels School, «παρά την απότομη
αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι προσπάθειες επανεξοπλισμού
της Ευρώπης δεν θα αποδώσουν πλήρως χωρίς ενοποίηση της
αμυντικής αγοράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο».
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|