|
00:01 - 18/03/25
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Ακίνητα
Ενα στα τέσσερα
σπίτια στην Αττική ή συνολικά 526.154 ακίνητα είναι κλειστά
ή κενά, όπως προκύπτει από την απογραφή του κτιριακού
αποθέματος από την ΕΛΣΤΑΤ, που πραγματοποιήθηκε το 2021.
Πρόκειται για έναν αριθμό που, έως έναν βαθμό, εξηγεί τη
μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης,
αλλά και τις υψηλές τιμές πώλησης και ενοικίασης. Μάλιστα,
σύμφωνα με φορείς της αγοράς ακινήτων, το πιθανότερο είναι
το σημερινό νούμερο να είναι ακόμη υψηλότερο, λαμβάνοντας
υπόψη την απορρόφηση σημαντικού αριθμού ακινήτων στο
μεσοδιάστημα, χωρίς να υπάρξει ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση της
ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας ώστε να τα αναπληρώσει.
Όπως σημειώνει
ρεπορτάζ της Καθημερινής, αυτός είναι και ο έτερος κύριος
λόγος που εξηγεί την πολύ χαμηλή προσφορά, δηλαδή η
κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας τα χρόνια της
οικονομικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ’ όλη τη
διάρκεια της δεκαετίας 2011-2021 προστέθηκαν στο συνολικό
απόθεμα της Αττικής μόλις 48.622 κατοικίες (με βάση την
ΕΛΣΤΑΤ), με την πλειονότητα εξ αυτών μάλιστα (32.135) να
προστίθεται κατά την πρώτη πενταετία, δηλαδή το διάστημα
2011-2016. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της πτώσης,
αρκεί να υπολογίσει ότι την αμέσως προηγούμενη δεκαετία
(2001-2011) είχαν κατασκευαστεί 303.876 νέες κατοικίες στην
Αττική. Επομένως, τη δεκαετία που ακολούθησε οι νέες
κατοικίες που κατασκευάστηκαν αντιστοιχούν σε μόλις το 16%
του συνόλου της περιόδου 2001-2011.
Κάπως έτσι, σήμερα
παρατηρείται ένα πολύ σημαντικό έλλειμμα διαθέσιμων
ακινήτων, καθώς το υφιστάμενο απόθεμα, σε συνδυασμό με τις
κενές κατοικίες, είναι πολύ περιορισμένο και δεν αρκεί για
να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες των πολιτών. Το
αποτέλεσμα είναι η διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης των τιμών
πώλησης και ενοικίασης κατοικιών, που συμπιέζουν τα
εισοδήματα των νοικοκυριών, ιδίως όσων δεν έχουν ιδιόκτητο
ακίνητο ή άλλες πηγές εισοδημάτων, πέραν των μισθολογικών
τους απολαβών.
Στον Δήμο Αθηναίων,
όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο απόθεμα κατοικιών με
437.188, το 26,7% ή 117.137 κατοικίες είναι σήμερα κλειστές.
Ως κλειστές – κενές θεωρούνται και όσες διατίθενται προς
πώληση και ενοικίαση, ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη τους αριθμούς
των ηλεκτρονικών αγγελιών, το νούμερο αυτό εκτιμάται ότι δεν
υπερβαίνει το 20% του συνόλου (αθροιστικά). Συνολικά στον
κεντρικό τομέα Αθηνών (μαζί δηλαδή με πέριξ του κέντρου
περιοχές, όπως Ζωγράφου, Καισαριανή, Ν. Φιλαδέλφεια), επί
συνόλου 638.322 κατοικιών οι 153.310 είναι κλειστές, ή το
24%. Από αυτές, το 67%, ή συνολικά 103.758 ακίνητα έχουν
κατασκευαστεί κατά την περίοδο 1961-1980. Πρόκειται για έναν
αριθμό που καταδεικνύει ότι πολλά από τα κλειστά σπίτια
είναι πλέον πλήρως απαξιωμένα κι απαιτούν δεκάδες χιλιάδες
ευρώ προκειμένου να καταστούν και πάλι κατοικήσιμα και
συνεπώς υποψήφια για πώληση ή ενοικίαση.
Το μεγαλύτερο
ποσοστό κλειστών κατοικιών παρατηρείται στις πιο
περιφερειακές περιοχές του λεκανοπεδίου. Συγκεκριμένα, στην
Ανατολική Αττική 39% των ακινήτων, ή 122.678 επί συνόλου
313.796 είναι κλειστά. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει σημεία
όπως τα Μεσόγεια (π.χ. Παιανία, Μαρκόπουλο, Κορωπί και
Λαυρεωτική), το Καπανδρίτι, τη Βαρυμπόμπη, τον Αγιο Στέφανο,
τον Διόνυσο, την Ανοιξη, την Αρτέμιδα, τον Σαρωνικό, αλλά
και τον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης.
Στον αντίποδα, στις
περιοχές υψηλής ζήτησης, τόσο από το εγχώριο αγοραστικό
κοινό, όσο και από ξένους αγοραστές, όπως τα βόρεια και τα
νότια προάστια, οι κλειστές κατοικίες είναι σαφώς λιγότερες
ως ποσοστό επί του συνολικού αποθέματος. Συγκεκριμένα, στα
βόρεια προάστια μόλις 14% ή 40.546 σπίτια εμφανίζονται
κλειστά, ενώ στα νότια προάστια το αντίστοιχο μέγεθος
διαμορφώνεται σε 17,8% του συνόλου ή 50.084 σπίτια.
Η εικόνα αυτή δεν
είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, μια και όπως φαίνεται δεν
υπάρχουν πολλά περιθώρια για σημαντική αύξηση του αποθέματος
των διαθεσίμων κατοικιών, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ένα
μέρος από τα εμφανιζόμενα ως κενά, είναι στην πραγματικότητα
πωλούμενα ή προς ενοικίαση σπίτια. Ταυτόχρονα, το κόστος
αγοράς νεόδμητου διαμερίσματος εκτιμάται ότι ξεκινάει από
περίπου 3.500 ευρώ/τ.μ. και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει
τα 6.000 ευρώ/τ.μ. ανάλογα με το σημείο και τις προδιαγραφές
της εκάστοτε κατασκευής. Επομένως, ακόμη κι αν ως διά
μαγείας αυξανόταν σημαντικά η οικοδομική δραστηριότητα, τα
νέα ακίνητα δεν θα απευθύνονταν στο ευρύ κοινό.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Παλιά ακίνητα σε κακή κατάσταση
Όπως αναφέρονταν
στο σχετικό δημοσίευμα. Ο μεγάλος αριθμός κενών – κλειστών
κατοικιών δεν είναι κάτι καινούργιο για την ελληνική
πραγματικότητα. Αντιθέτως, παρατηρείται επί δεκαετίες.
Ωστόσο, δεν είχε εξελιχθεί σε τόσο κρίσιμο παράγοντα για το
ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης μέχρι τα τελευταία χρόνια, κάτι
που οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση της οικοδομικής
δραστηριότητας και δευτερευόντως στην άνθηση των
βραχυχρόνιων μισθώσεων και στις σημαντικές αγορές ακινήτων
που πραγματοποιήθηκαν από ξένους επενδυτές τα προηγούμενα
χρόνια.
Σύμφωνα με ανάλυση
του Ινστιτούτου για την Ερευνα και την Κοινωνική Αλλαγή
Eteron, «η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κενών
κατοικιών στην Ευρώπη, με μεγάλες συγκεντρώσεις στα αστικά
κέντρα. Με βάση την απογραφή του 2011, το ποσοστό των κενών
κατοικιών στον Δήμο Αθηναίων ήταν 31%, στον Δήμο Πειραιά 28%
και στον Δήμο Θεσσαλονίκης 28,2%. Μόνο στον Δήμο Αθηναίων τα
κενά διαμερίσματα έφτασαν τις 132.000».
Πολλά από τα
ακίνητα αυτά δεν μπορούν να ενοικιαστούν επειδή βρίσκονται
σε πολύ κακή κατάσταση και οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν ή
δεν θέλουν να επενδύσουν τα απαιτούμενα χρήματα για τη
συντήρηση ή την επισκευή τους. Πρόσφατη μελέτη της Εθνικής
Τράπεζας υπολόγισε ότι περίπου 250.000 σπίτια σε όλη τη χώρα
έχουν απαξιωθεί και βρίσκονται εκτός αγοράς, ακριβώς λόγω
της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών τους να προβούν
στις απαιτούμενες επισκευές και αναβαθμίσεις τα προηγούμενα
15 χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για
ακίνητα που έχουν υποβαθμιστεί σημαντικά, λόγω της απουσίας
επισκευών και συντήρησης επί σειρά ετών, με αποτέλεσμα πλέον
να έχουν απαξιωθεί και να είναι δύσκολη η επιστροφή τους
στην αγορά. Η Εθνική Τράπεζα υπολόγισε ότι λόγω της κρίσης
έλειψαν από την αγορά επενδύσεις ύψους 35 δισ. ευρώ, που
ήταν απαραίτητες για να συντηρηθεί, να επισκευαστεί και να
αναβαθμιστεί το απόθεμα αυτό.
Εκεί όπου φαίνεται
πως υπάρχουν περιθώρια για σημαντικές παρεμβάσεις, ίσως πιο
στοχευμένου χαρακτήρα, είναι το κέντρο της Αθήνας, όπου
ενδεχομένως και να μπορούν να προστεθούν νέα οικιστικά
ακίνητα μέσω της μετατροπής παλιών κτιρίων γραφείων και
επαγγελματικών χώρων. Αυτό συμβαίνει ήδη το τελευταίο
διάστημα, καθώς υπάρχει σημαντική ανταπόκριση στη δυνατότητα
που παρέχει το νέο θεσμικό πλαίσιο του προγράμματος «χρυσή
βίζα». Ειδικότερα, αν πρόκειται για κατοικία που έχει
προέλθει από αλλαγή χρήσης (π.χ. ένα γραφείο, μια αποθήκη ή
ακόμη κι ένα κατάστημα), τότε ο ενδιαφερόμενος επενδυτής
μπορεί να εξασφαλίσει άδεια διαμονής με το χαμηλότερο ποσό
των 250.000 ευρώ (αντί για 800.000 ευρώ που ισχύει στο
σύνολο της Αττικής). Προϋπόθεση είναι η άμεση εκμίσθωση του
ακινήτου, ενώ απαγορεύεται και η εκμετάλλευση μέσω
βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Ενα ακόμη μέτρο που
ενδεχομένως να δώσει ώθηση στην αύξηση της προσφοράς και τη
μείωση των κλειστών ακινήτων είναι η παροχή τριετούς
φοροαπαλλαγής των εσόδων από μισθώματα για όσα σπίτια ήταν
κλειστά τα τελευταία τρία χρόνια και επιστρέψουν στην αγορά
μέσω της σύναψης νέων τριετών συμβάσεων. Ωστόσο, η εφαρμογή
του μέτρου φαντάζει προβληματική, μια και συνδέει τη
φοροαπαλλαγή με τον μισθωτή και όχι με το ακίνητο. Επομένως,
αν ο μισθωτής επιλέξει την αποχώρησή του κατά τη διάρκεια
της τριετίας (π.χ. από τον πρώτο χρόνο λόγω ενός διαζυγίου,
μιας μετάθεσης κ.λπ.), αυτομάτως χάνεται η φοροαπαλλαγή για
το υπόλοιπο διάστημα, μέχρι τη συμπλήρωση της τριετίας.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Αγορά Εργασίας
Πάμε σε μια
πρόσφατη έρευνα της Eurobank για την αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, η νέα έκθεση της Eurobank για την αγορά
εργασίας το 2024 αποτυπώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί,
καθώς η ανεργία έχει μειωθεί σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στο 10,1%
από 11,1% το 2023.
Παράλληλα, όμως, η
ανάλυση του ερευνητή-οικονομολόγου Κωνσταντίνου Πέππα χτυπά
το «καμπανάκι» για μια σειρά στρεβλώσεων που ενδέχεται να
λειτουργήσουν ως τροχοπέδη.
Το πρώτο
ανησυχητικό στοιχείο, που έχει εντοπίσει και η σχετική
ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι ότι, παρά την αύξηση του αριθμού
των απασχολούμενων, έχουν χαθεί περίπου 285.000 θέσεις
εργασίας σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση. Η
απώλεια αυτή φαίνεται να έχει λάβει χαρακτηριστικά
μονιμότητας και, σύμφωνα με τη Eurobank, συνδέεται με τη
γήρανση του πληθυσμού και το brain-drain, τη μετακίνηση
εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.
Μάλιστα, το
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά τις απώλειες θέσεων εργασίας στις 305.000. Η
πλειονότητα προέρχεται από τον δευτερογενή τομέα (264.000),
ενώ πάνω από 75.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί από τον
πρωτογενή τομέα. Η μεταποίηση είναι εκείνη που έχει δεχθεί
το μεγαλύτερο πλήγμα – από το οποίο δεν φαίνεται να έχει
ανακάμψει μέχρι σήμερα, αφού έχει χαθεί πάνω από μία στις
τέσσερις θέσεις εργασίας. Η μερική κάλυψη των απωλειών από
τους παραπάνω κλάδους προέρχεται αποκλειστικά από την αύξηση
των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών.
Απασχόληση «χαμηλής
προστιθέμενης αξίας»
Το δεύτερο
ανησυχητικό εύρημα, που εντοπίζει η Eurobank, είναι ότι η
αύξηση της απασχόλησης εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο
βαθμό «σε κλάδους μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και
υπηρεσιών ή/και σε κλάδους που είναι διεθνώς εμπορεύσιμοι
αλλά σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εξειδίκευσης».
Η παραπάνω
διατύπωση είναι μια διαφορετική εκδοχή της ανάλυσης του
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, που κάνει λόγο για μονομερή ανάπτυξη του τομέα των
υπηρεσιών εις βάρος των άλλων δύο κλάδων. Πλέον, πάνω από το
73% των θέσεων εργασίας αφορά τις υπηρεσίες – έναντι 67%
πριν από την κρίση.
Ακόμα, όμως, και
εντός του τομέα των υπηρεσιών, η ανάπτυξη είναι μονομερής
και προέρχεται κυρίως από κλάδους της εστίασης, των
καταλυμάτων και του εμπορίου. Το ποσοστό εκείνων που
δουλεύουν μεν στις υπηρεσίες, αλλά σε τομείς υψηλής
τεχνολογίας και έντασης γνώσης, παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό
(2,6% με στοιχεία του 2023).
Στα θετικά,
οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι εντός του 2024 η μεγαλύτερη
αύξηση της απασχόλησης, σε απόλυτα νούμερα, εμφανίζεται στις
επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες –
με επιπλέον 20.900 θέσεις εργασίας.
Ο ένας στους δύο
νέους εκτός αγοράς εργασίας
Το τρίτο
ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι, παρά την αύξηση των
απασχολούμενων, το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας
παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27. Ο λόγος του
εργατικού δυναμικού ως προς τον γενικό πληθυσμό αγγίζει το
52,7%, το υψηλότερο ποσοστό από το 2010, όταν ανερχόταν στο
53,5%.
Ωστόσο, το διάστημα
αυτό ο πληθυσμός της Ελλάδας συρρικνώθηκε πάνω από 6% (στα
10,4 από 11,12 εκατ.), λόγω της μείωσης των γεννήσεων αλλά
και της εξωτερικής μετανάστευσης.
Η συμμετοχή των
γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας είναι ακόμα πιο
χαμηλή, συγκριτικά με το εθνικό ποσοστό, στο 45,3% και 47,8%
αντίστοιχα. Αντίστοιχα, η ανεργία στις γυναίκες παραμένει
σημαντικά υψηλότερη από ό,τι στους άντρες, στο 12,8% έναντι
8%.
Η ανεργία των νέων
στις ηλικίες 20-24 ετών παραμένει υπερδιπλάσια της γενικής
ανεργίας, στο 20,7% – μολονότι μειώθηκε με τη μεγαλύτερη
ταχύτητα ανάμεσα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Υπενθυμίζεται ότι
στα ποσοστά ανεργίας της ΕΛΣΤΑΤ δεν περιλαμβάνονται οι
μακροχρόνια άνεργοι, ενώ ως απασχολούμενοι λογίζονται και
όσοι έχουν εργαστεί έστω και μία ώρα την εβδομάδα. Για τον
λόγο αυτόν καταγράφεται τεράστια απόκλιση ανάμεσα στα
ποσοστά ανεργίας της ΕΛΣΤΑΤ και της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), με τη
δεύτερη να ανεβάζει τα ποσοστά των ανέργων σε πάνω από 21%.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Εργαζόμενοι ετών 70
Διαχρονικά, το
χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας παρουσιάζεται στην ηλικιακή
ομάδα άνω των 65 ετών, η οποία άλλωστε αποτελείται στην
πλειονότητά της από συνταξιούχους. Η ανεργία στους άνω των
65 ετών μειώθηκε το 2024 στο 6%, από 7,3% το 2023. Το εύρημα
αυτό πιθανόν συνδέεται και με την αύξηση των εργαζόμενων
συνταξιούχων, που εκτιμάται ότι πλέον αγγίζουν τους 240.000,
έναντι μόλις 36.000 το 2023.
Σύμφωνα με σχετική
ανάλυση των καθηγητών Σάββα Ρομπόλη και Βασιλείου Μπέτση, η
συμμετοχή των ατόμων 65-74 ετών στο εργατικό δυναμικό είναι
από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και αγγίζει το 9,3%.
Στην ίδια ανάλυση
επισημαίνεται ότι από τη δεξαμενή των άνω των 65 ετών,
υπάρχει μια κρίσιμη μάζα περίπου 325.000 ατόμων, που δεν
έχει ακόμα συνταξιοδοτηθεί και παραμένει στην αγορά
εργασίας. Από αυτούς, οι 290.000 ανήκουν στην «απασχολήσιμη»
ομάδα των 65-74 ετών.
Εμφανίζεται έτσι το
εξής παράδοξο: ενώ η ανεργία των νέων στην Ελλάδα είναι η
δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (μετά την Ισπανία), οι πολιτικές
απασχόλησης πριμοδοτούν την εργασία των συνταξιούχων και
γενικότερα των ηλικιωμένων, αυξάνοντας τα όρια ηλικίας
συνταξιοδότησης.
Αυξήθηκε η ανεργία
στους «υπερπροσοντούχους»
Ένα άλλο παράδοξο
φαινόμενο έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό επίπεδο. Η
ισχυρότερη μείωση της ανεργίας εντοπίζεται στα άτομα με
απολυτήριο Λυκείου και Γυμνασίου – στο 11,5% και 10,4%
αντίστοιχα.
Στον αντίποδα,
αυξήθηκε η ανεργία στα άτομα με Διδακτορικό/Μεταπτυχιακό
τίτλο σπουδών, που όμως παρουσιάζουν διαχρονικά τα
χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας.
Ενώ το 2023 μόλις
το 4,9% των κατόχων μεταπτυχιακού και διδακτορικού
καταγράφονταν ως άνεργοι, το 2024 το ποσοστό τους ανέβηκε
στο 6,2%.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
«Σαμαράς effect» στον
ανασχηματισμό
Όπως έγραφε τώρα ο
Βηματοδότης, κάποιοι που περνιούνται για μύστες του
κυβερνητικού παρασκηνίου μιλούν για «Σαμαράς effect». Και
αναφέρονται στο γεγονός ότι έγιναν πέντε οι προερχόμενοι από
την Περιφέρεια Πελοποννήσου βουλευτές που συμμετέχουν
στην κυβέρνηση. Στο προηγούμενο σχήμα ήταν μόνο δύο
Κορίνθιοι, ο Χρίστος Δήμας, ο οποίος τώρα αναβαθμίστηκε σε
υπουργό Υποδομών και αποτέλεσε μία από τις εκπλήξεις του
ανασχηματισμού, καθώς και ο Νίκος Ταγαράς, ο οποίος
παρέμεινε υφυπουργός Περιβάλλοντος.
New entries σε
θέσεις υφυπουργών είναι ο Μεσσήνιος Γιάννης Λαμπρόπουλος στο
Προστασίας του Πολίτη, ο Λάκων Θανάσης Δαβάκης στο Εθνικής
Αμυνας και ο Αρκάς Κώστας Βλάσσης στο Παιδείας. Αυτά βλέπουν
στην Ηπειρο, που δεν εκπροσωπείται ούτε στη νέα κυβέρνηση
και καλείται να… παρηγορηθεί επειδή έχουν και πάλι Πρόεδρο
της Δημοκρατίας από τον τόπο τους: τον Κωνσταντίνο Τασούλα.
|
|
|
|
|
|