|
00:01 -
18/11/25 |
|
|
|
|
|
|
|

Η Ελλάδα μπροστά στη μεγαλύτερη δημογραφική πρόκληση
των επόμενων δεκαετιών
Το Ελεγκτικό
Συνέδριο, στην πρόσφατη έκθεσή του, προειδοποιεί για
σημαντικούς δημογραφικούς κινδύνους που απειλούν τη
βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και το μέλλον των
συντάξεων. Η ανησυχία προκύπτει από την έντονη εξάρτηση του
συστήματος από τον πρώτο πυλώνα —το δημόσιο αναδιανεμητικό
μοντέλο— που καλύπτει πάνω από το 95% των παροχών.
Παράλληλα, επισημαίνεται η απουσία επαρκών επικουρικών και
ιδιωτικών συστημάτων ασφάλισης, τα οποία θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν προστατευτικά απέναντι σε μελλοντικές πιέσεις.
Την ίδια στιγμή, η
EIOPA
εκτιμά ότι τα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα στην Ευρώπη θα
δυσκολευτούν να χρηματοδοτήσουν στο μέλλον τις συντάξεις,
λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και της επιδείνωσης
του λόγου εργαζομένων προς συνταξιούχους, σημειώνοντας
χαρακτηριστικά ότι «τα μαθηματικά του κοινωνικού συμβολαίου
δεν βγαίνουν». Για την Ελλάδα, η κατάσταση θεωρείται ακόμη
πιο δύσκολη εξαιτίας της εντονότερης δημογραφικής
επιδείνωσης.
Παρά τις
προειδοποιήσεις, στελέχη του οικονομικού επιτελείου και
ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης διαβεβαιώνουν ότι δεν
τίθεται ζήτημα βιωσιμότητας. Οι προβολές δείχνουν ότι το
ελληνικό σύστημα παραμένει βιώσιμο έως το 2070. Σύμφωνα με
το Ageing Report
2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η συνταξιοδοτική δαπάνη
αναμένεται να μειωθεί από 14,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 12% το
2070, επίπεδο σαφώς χαμηλότερο από το ανώτατο επιτρεπόμενο
όριο του 16,2%. Αντίστοιχα, η κρατική χρηματοδότηση
αναμένεται να μειωθεί από 7% σε 4,5%, συγκλίνοντας προς τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τα στοιχεία του
προσχεδίου προϋπολογισμού δείχνουν ότι η αύξηση της
ανάπτυξης, των μισθών και της απασχόλησης οδήγησαν σε μείωση
της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η
κρατική δαπάνη για συντάξεις έπεσε από 15,8 δισ. ευρώ το
2021 σε 13,8 δισ. ευρώ το 2025. Η αναλογία χρηματοδότησης
έχει επίσης αντιστραφεί: το 2025, το κράτος καλύπτει το 43%
και οι εισφορές το 57%, με τη συνεισφορά του κράτους να
υποχωρεί περαιτέρω στο 38,7% το 2026. Για το 2026, η
συνταξιοδοτική δαπάνη εκτιμάται στο 13,7% του ΑΕΠ, ποσοστό
που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέμενε για το 2030, υποδηλώνοντας
ότι η οικονομική ανάπτυξη αντισταθμίζει σε σημαντικό βαθμό
τις επιπτώσεις της γήρανσης.
Ωστόσο, το
Ελεγκτικό Συνέδριο τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης των Ταμείων
Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και της ιδιωτικής ασφάλισης,
ώστε να περιοριστεί η υπερβολική εξάρτηση από τον πρώτο
πυλώνα. Σήμερα, η επαγγελματική και η ιδιωτική ασφάλιση
αντιστοιχούν μόλις στο 1% και 4% των συνολικών παροχών
αντίστοιχα, ενώ τα ελληνικά επαγγελματικά ταμεία διαθέτουν
μία από τις χαμηλότερες αξίες περιουσιακών στοιχείων στον
ΟΟΣΑ (0,1% του ΑΕΠ).
Ο διδάκτωρ του
Παντείου, Βασίλης Μπέτσης, αποδίδει την περιορισμένη
ανάπτυξη του δεύτερου και τρίτου πυλώνα στις θεσμικές
παρεμβάσεις των νόμων 4826/2021 (ΤΕΚΑ) και 5078/2023
(εξίσωση ΤΕΑ με ομαδικές ασφαλίσεις). Το ΤΕΚΑ, που
λειτουργεί από το 2022, έχει ήδη συγκεντρώσει 657.000
ασφαλισμένους με μέση ηλικία 26 ετών και αποθεματικό 450
εκατ. ευρώ.
Το υπουργείο
Εργασίας ετοιμάζει νέο νομοσχέδιο που θα ενισχύει τον
θεσμικό ρόλο των ΤΕΑ και θα διασφαλίζει ισονομία με τα
Ομαδικά Ασφαλιστήρια, υπό την εποπτεία της Τράπεζας της
Ελλάδος, η οποία αναλαμβάνει την αποκλειστική εποπτεία των
ταμείων από την 1η Ιανουαρίου 2025. Ωστόσο, το φορολογικό
πλαίσιο παραμένει σημαντική εκκρεμότητα, καθώς θεωρείται ότι
έχει επιβραδύνει την ανάπτυξη της αγοράς.
Η
EIOPA
και η ΕΛΕΤΕΑ προτείνουν την υιοθέτηση συστήματος
υποχρεωτικής αυτόματης εγγραφής για έναν χρόνο σε κάποιο
ΤΕΑ, με δυνατότητα αποχώρησης στη συνέχεια, ώστε να
ενισχυθεί ουσιαστικά ο δεύτερος πυλώνας. Σήμερα, μόλις
200.000 εργαζόμενοι καλύπτονται από τα 32 ενεργά ΤΕΑ στη
χώρα, εκ των οποίων τα 28 είναι προαιρετικής και τα 4
υποχρεωτικής ασφάλισης.
Συνολικά, οι
ειδικοί τονίζουν ότι, παρότι το δημόσιο σύστημα εμφανίζει
ενδείξεις μακροχρόνιας σταθερότητας, η ενίσχυση των
επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής ασφάλισης αποτελεί
κρίσιμη προϋπόθεση για τη θωράκιση του ασφαλιστικού ενάντια
στις δημογραφικές πιέσεις των επόμενων δεκαετιών.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Δημογραφικός κίνδυνος για την οικονομία: Η μείωση
του εργατικού δυναμικού «φρενάρει» την παραγωγικότητα έως το
2050
Η δημογραφική
γήρανση και η συρρίκνωση του πληθυσμού υπονομεύουν ολοένα
και περισσότερο την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας,
δημιουργώντας εμπόδια τόσο στην ανάπτυξη όσο και στη μείωση
του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Οι προβολές για
την εξέλιξη του πληθυσμού έως το 2070 καταγράφουν δραματική
πτώση στον ενεργό πληθυσμό. Από τα περίπου 10,3 εκατομμύρια
άτομα ηλικίας 15–64 ετών σήμερα, ο αριθμός αυτός εκτιμάται
ότι θα μειωθεί στα 9 εκατομμύρια το 2050 και θα φθάσει στα
7,7 εκατομμύρια το 2070. Η τάση αυτή αποτυπώνει μια σχεδόν
«κατακόρυφη» μείωση του εργατικού δυναμικού.
Το ζήτημα τέθηκε
έντονα στο Συνέδριο του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ, όπου
παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία. Ο επικεφαλής του κέντρου, Άρης
Αλεξόπουλος, προειδοποίησε ότι η μείωση του εργατικού
δυναμικού κατά 30% μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ κατά
15% μέχρι το 2050, εφόσον δεν ενισχυθεί τόσο η
παραγωγικότητα όσο και ο αριθμός των εργαζομένων. Η δυναμική
αυτή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: το δημογραφικό επιβαρύνει
την παραγωγικότητα και η χαμηλή παραγωγικότητα υπονομεύει
την αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Για να αντιστραφεί
αυτή η εικόνα απαιτείται ένα ευρύ πλέγμα μεταρρυθμίσεων —
από πολιτικές ενίσχυσης των γεννήσεων έως αύξηση της
συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό με δεξιότητες που
ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, ενώ πριν από την πανδημία υπήρχε περίπου
μία κενή θέση εργασίας για κάθε άνεργο, σήμερα η αναλογία
έχει εκτιναχθεί σε μία προς δέκα. Παράλληλα, το 75%–80% των
επιχειρήσεων δηλώνει ότι δυσκολεύεται να βρει προσωπικό.
Η κατάσταση είναι
ακόμη πιο πιεστική σε τεχνικά επαγγέλματα — όπως υδραυλικοί,
μηχανικοί αυτοκινήτων και χειριστές κλαρκ — όπου οι
ελλείψεις είναι ιδιαίτερα έντονες. Η αναντιστοιχία
δεξιοτήτων επιδεινώνεται και από το γεγονός ότι πολλοί
άνεργοι δεν θεωρούν ελκυστικές τις διαθέσιμες θέσεις.
Παράλληλα, μεγάλο μέρος των γυναικών και των μεγαλύτερων
ηλικιακά εργαζομένων παραμένει εκτός αγοράς, περιορίζοντας
περαιτέρω τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Ο Άρης Αλεξόπουλος
υπογράμμισε ότι η πιο άμεση λύση αφορά την οργανωμένη
προσέλκυση εργαζομένων από τρίτες χώρες. Αυτό προϋποθέτει
δράσεις που ξεκινούν από τις χώρες προέλευσης των
εργαζομένων, με προγράμματα εκμάθησης γλώσσας, προκαταρτικής
κατάρτισης και μακράς παραμονής. Καθώς ο διεθνής
ανταγωνισμός μετατοπίζεται πλέον στο ανθρώπινο κεφάλαιο, η
Ελλάδα καλείται να κινηθεί γρήγορα και οργανωμένα.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ελλάδα: Εξάγουμε γιατρούς, εισαγάγουμε εργάτες
Και σε σχέση με τα
παραπάνω. Η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη
Σλοβακία, συγκαταλέγεται στις χώρες που «εξάγουν» τους
περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές προς τα υπόλοιπα κράτη
του ΟΟΣΑ. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται τόσο στις χαμηλές
αμοιβές και στις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες εργασίας του
εγχώριου συστήματος υγείας όσο και στη μεγάλη αναλογία
γιατρών ανά κάτοικο. Η υπερεπάρκεια ιατρικού προσωπικού
εξηγεί σε έναν βαθμό και τις ελλείψεις εργαζομένων σε
κλάδους του πρωτογενούς τομέα, τη στιγμή που η ελληνική
οικονομία καλύπτει άλλες ανάγκες –όπως στον τουρισμό, τις
κατασκευές και τη γεωργία– μέσω εισαγωγής εργατών από το
εξωτερικό.
Σύμφωνα με τα
νεότερα στοιχεία της έκθεσης International Migration Outlook
2025 του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα αποτελεί σημαντική πηγή στελέχωσης
για τα εθνικά συστήματα υγείας χωρών όπως η Ιταλία, η
Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα κράτη αυτά ωφελούνται
από την εισροή Ελλήνων επαγγελματιών υγείας, παρότι και τα
ίδια εξάγουν μέρος του προσωπικού τους σε άλλες αγορές
εργασίας. Μεγαλύτερο καθαρό όφελος από τη διεθνή
κινητικότητα εργαζομένων στην υγεία εμφανίζουν οι ΗΠΑ, η
Αυστραλία και η Ελβετία. Ενδιάμεση θέση καταλαμβάνουν χώρες
όπως η Γαλλία και η Αυστρία, οι οποίες χάνουν γιατρούς προς
πιο ανταγωνιστικές αγορές (όπως η Ελβετία), αλλά αντλούν
προσωπικό από αγορές όπως η Ιταλία, που με τη σειρά της
προσελκύει γιατρούς από την Ελλάδα.
Αξιοσημείωτο είναι
ότι η Ελλάδα –όπως και το Ισραήλ– εμφανίζει σχετικά υψηλό
ποσοστό επιστροφής Ελλήνων γιατρών που απέκτησαν τον τίτλο
σπουδών τους στο εξωτερικό, γεγονός που αντανακλά τη
διεθνοποίηση της ιατρικής και νοσηλευτικής εκπαίδευσης τις
τελευταίες δεκαετίες. Παράλληλα, η χώρα καταγράφει την
υψηλότερη αναλογία γιατρών ανά 1.000 κατοίκους (6,6), εφόσον
ληφθούν υπόψη όσοι διαθέτουν άδεια άσκησης επαγγέλματος,
ανεξαρτήτως αν εργάζονται ενεργά. Αντιθέτως, η πυκνότητα
νοσηλευτών στον πληθυσμό παραμένει από τις χαμηλότερες
μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Η Γερμανία
απορρόφησε το 2023 το 35% των Ελλήνων που μετανάστευσαν προς
χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ η συνολική εκροή Ελλήνων υπηκόων προς
τις χώρες του οργανισμού μειώθηκε κατά 4% την ίδια χρονιά.
Την ίδια στιγμή, η
Ελλάδα εντάσσεται στις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ που
κατέγραψαν από τις εντονότερες μειώσεις στην απασχόληση
μεταναστών υψηλής εκπαίδευσης (-5,4 ποσοστιαίες μονάδες
μεταξύ 2023 και 2024). Επιπλέον, βρίσκεται στις τέσσερις
χώρες με το υψηλότερο συνολικό ποσοστό ανεργίας μεταναστών
(15,4%), ενώ έρχεται πρώτη στη μακροχρόνια ανεργία
μεταναστών, με το 60% των ανέργων να παραμένουν άνεργοι επί
παρατεταμένο διάστημα.
Οι μετανάστες
εργάτες αντιστοιχούν στο 25% των αλλοδαπών που εισήλθαν στη
χώρα, ενώ το 2024 οι αιτήσεις ασύλου αυξήθηκαν κατά 19%,
προσεγγίζοντας τις 69.000. Οι περισσότεροι αιτούντες
προήλθαν από τη Συρία (22.000), το Αφγανιστάν (15.000) και
την Αίγυπτο (7.100).
Ως προς την ένταξη
στην ελληνική αγορά εργασίας, το 18,8% των απασχολούμενων
μεταναστών εργάζεται στη φιλοξενία και την εστίαση, το 17,3%
στις κατασκευές, το 15% στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και
το 9% στη γεωργία και την αλιεία.
Παράλληλα, για το
2025 η Ελλάδα έχει καθορίσει 89.290 θέσεις εργασίας που
μπορούν να καλυφθούν από υπηκόους τρίτων χωρών: 41.670 για
εξαρτημένη εργασία, 45.620 για εποχική απασχόληση και μόλις
2.000 θέσεις που απαιτούν υψηλή ειδίκευση. Υπενθυμίζεται ότι
το καλοκαίρι του 2024 τέθηκε σε λειτουργία ψηφιακή πλατφόρμα
που διευκολύνει τη διμερή συνεργασία με την Αίγυπτο για την
απασχόληση εποχικών εργατών στη γεωργία, ενώ αντίστοιχες
πρωτοβουλίες έχουν προχωρήσει και με την Ινδία για την
κάλυψη αναγκών σε παρόμοιους κλάδους.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

A.I.
– Εργασία
Σύμφωνα με νέα
έρευνα της Gartner, έως το 2030, οι Chief Information
Officers (CIOs) προβλέπουν ότι μηδενικό ποσοστό των εργασιών
πληροφορικής θα εκτελείται αποκλειστικά από ανθρώπους, ενώ
το 75% θα πραγματοποιείται από ανθρώπους με την υποστήριξη
τεχνητής νοημοσύνης και το 25% θα εκτελείται πλήρως από την
τεχνητή νοημοσύνη.
Η έρευνα, που
παρουσιάστηκε στο Gartner IT Symposium/Xpo 2025 και
βασίζεται σε δείγμα 700 στελεχών τεχνολογίας, καταλήγει ότι
η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποτελεί πλέον απλώς εργαλείο, αλλά
συνεργάτη. Ωστόσο, τα ευρήματα δείχνουν ότι λίγοι οργανισμοί
προετοιμάζονται σωστά για αυτή τη μετάβαση.
Όπως επισημαίνει η
Gartner, δεν πρόκειται μόνο για τεχνολογική ετοιμότητα (AI
readiness), αλλά και για ανθρώπινη ετοιμότητα. Οι
επιχειρήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι
μπορούν να συνεργάζονται αποτελεσματικά με την AI και να
αξιοποιούν τη δύναμή της για τη δημιουργία αξίας.
Η εταιρεία εκτιμά
ότι η επίδραση της AI στις θέσεις εργασίας θα παραμείνει
ουδέτερη έως το 2026, ενώ έως το 2036 αναμένεται να
δημιουργηθούν 500 εκατ. νέες θέσεις εργασίας που σχετίζονται
με την υποστήριξη και ανάπτυξη εφαρμογών AI. Όπως τονίζει, η
AI δεν σχετίζεται με απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά με
μεταμόρφωση του εργατικού δυναμικού, προτείνοντας περιορισμό
των προσλήψεων σε ρόλους χαμηλής πολυπλοκότητας και
ανακατανομή ταλέντων σε νέους, πιο παραγωγικούς τομείς.
Στο πλαίσιο αυτό,
η Gartner εκτιμά ότι η AI θα μειώσει τη σημασία ορισμένων
δεξιοτήτων, όπως η περίληψη, η αναζήτηση πληροφοριών και η
μετάφραση, καθώς αυτές θα αυτοματοποιηθούν πλήρως.
Ταυτόχρονα, όμως, θα δημιουργήσει νέες δεξιότητες που θα
συνδυάζουν την κριτική σκέψη, την επικοινωνία και τη
δημιουργικότητα με «έξυπνους» αλγορίθμους. Όπως σημειώνει
χαρακτηριστικά, οι δεξιότητες του μέλλοντος δεν αφορούν το
να κάνεις τα πράγματα καλύτερα, αλλά να γίνεσαι καλύτερος
μέσα από την AI.
Η Gartner εφιστά,
επίσης, την προσοχή στο πραγματικό κόστος των επενδύσεων σε
τεχνητή νοημοσύνη. Σε σχετική έρευνα του Μαΐου 2025 με 506
CIOs, το 72% δήλωσε ότι οι οργανισμοί τους είτε ισοσκελίζουν
είτε χάνουν χρήματα από τις επενδύσεις σε AI. Ο λόγος είναι
ότι για κάθε εργαλείο AI που αγοράζεται, υπάρχουν
τουλάχιστον δέκα επιπλέον «κρυφές» δαπάνες.
Αυτές
περιλαμβάνουν την εκπαίδευση προσωπικού, που μπορεί να
αυξήσει το αρχικό κόστος έως και κατά 40%, και τη διαχείριση
αλλαγών (Change Management), καθώς η ενσωμάτωση της AI σε
υπάρχουσες διαδικασίες απαιτεί νέες ροές εργασίας και
ιεραρχίες, που συχνά καθυστερούν την απόσβεση της επένδυσης.
Επιπλέον, η
προσαρμογή των δεδομένων στα συστήματα AI απαιτεί τεράστιο
όγκο καθαρών και ελεγμένων δεδομένων, ενώ η δημιουργία ή η
αγορά αυτών των datasets μπορεί να αποτελέσει το πλέον
δαπανηρό στάδιο. Υπάρχουν, επίσης, κόστη ελέγχου, ρύθμισης
και δεοντολογίας, καθώς οι επιχειρήσεις πρέπει να
συμμορφώνονται με τοπικά και διεθνή πλαίσια, όπως το AI Act
της Ε.Ε., που επιβάλλει διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου και
διαφάνειας.
Τέλος, απαιτείται
συνεχής τεχνική υποστήριξη και συντήρηση, καθώς τα μοντέλα
ενημερώνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα η συντήρησή τους να
απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό και πρόσθετη υπολογιστική
ισχύ.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|