|
00:01 - 19/09/25
|
|
|
|
|
|

Περί αποταμίευσης
Πάμε σε μια
ενδιαφέρουσα ανάλυση για την αποταμίευση … Στην Ελλάδα, η
αποταμίευση παραμένει απλησίαστη για τη συντριπτική
πλειονότητα των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του
ΙΟΒΕ, οκτώ στους δέκα δηλώνουν ότι δεν καταφέρνουν να
αποταμιεύσουν ούτε ένα ευρώ κάθε μήνα. Ακόμη πιο
απαισιόδοξες είναι οι προσδοκίες για το μέλλον: το 84%
θεωρεί απίθανο ή μάλλον απίθανο να συγκεντρώσει χρήματα μέσα
στον επόμενο χρόνο για να εμπλουτίσει τον οικογενειακό
κουμπαρά.
Η εικόνα αυτή
επιβεβαιώνεται και από τα πιο πρόσφατα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ.
Παρότι το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών
κατέγραψε αύξηση 0,7% στο πρώτο τρίμηνο του 2025, η επίδραση
του πληθωρισμού το μετέτρεψε σε πραγματική μείωση άνω του
1,8%. Έτσι, το ποσοστό αποταμίευσης παρέμεινε αρνητικό: οι
πολίτες συνέχισαν να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν.
Η ακαθάριστη αποταμίευση ως ποσοστό του εισοδήματος
διαμορφώθηκε στο -8,5%, αρκετά χαμηλότερα σε σύγκριση με το
-2,4% του αντίστοιχου περσινού διαστήματος.
|
|
|
|
|
|
|
|

Αποταμίευση και
«κληρονομικά κίνητρα»
Πέρα από το υψηλό
κόστος ζωής, που συχνά υπερβαίνει τις δυνατότητες των
μισθών, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη
συμπεριφορά των νοικοκυριών. Μισθολογικά επίπεδα, γάμος,
υγεία, προσδόκιμο ζωής και τα λεγόμενα «κίνητρα κληρονομιάς»
(bequest motives) αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για το
αν και πώς οι πολίτες εργάζονται και αποταμιεύουν. Αυτό
αναδεικνύει νέα μελέτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Έρευνας
Οικονομικής Πολιτικής (CEPR).
Η έρευνα
–υπογεγραμμένη από τέσσερις γυναίκες οικονομολόγους–
ανέπτυξε ένα οικονομετρικό μοντέλο που παρακολουθεί μια
γενιά ατόμων από την ηλικία των 26 ετών έως τη
συνταξιοδότηση και τον θάνατο. Στόχος ήταν να φανεί πώς όλοι
αυτοί οι παράγοντες συνδυάζονται και καθορίζουν την
οικονομική συμπεριφορά, αλλά και πώς διαφοροποιούνται
ανάλογα με φύλο, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση. Το
βασικό συμπέρασμα είναι πως για τον σχεδιασμό πολιτικών που
προστατεύουν τα νοικοκυριά από σοβαρά οικονομικά πλήγματα,
χωρίς να αποθαρρύνουν την εργασία και την αποταμίευση,
απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη όλες
τις μεταβλητές κινδύνου.
Μεθοδολογία και
δεδομένα
Για την ανάλυσή
τους, οι ερευνήτριες χρησιμοποίησαν δεδομένα από διαχρονικές
έρευνες εισοδήματος, όπως η αμερικανική «Panel Study of
Income Dynamics» –η μεγαλύτερη έρευνα του είδους
παγκοσμίως–, καθώς και στοιχεία για υγεία και
συνταξιοδότηση. Εστίασαν σε μια συγκεκριμένη γενιά
(γεννηθέντες 1941–1945), ώστε να αποτυπώσουν ολόκληρο τον
κύκλο ζωής. Στο μοντέλο συνυπολογίζονται η προσφορά
εργασίας, η συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου, ο γάμος, το
διαζύγιο, τα ιατρικά έξοδα, η θνησιμότητα και η κοινωνική
ασφάλιση. Για τα παντρεμένα ζευγάρια εξετάζονται οι κοινές
αποφάσεις, ενώ περιλαμβάνονται και οι προθέσεις για
μεταβίβαση περιουσίας στους κληρονόμους – ένας παράγοντας
που, όσο δυσοίωνος κι αν ακούγεται, αποδεικνύεται
καθοριστικός για την αποταμίευση.
Οι διαφορές μεταξύ
φύλων και οικογενειακών καταστάσεων
Η μελέτη εντόπισε
σημαντικές αποκλίσεις ανάλογα με το φύλο και το οικογενειακό
καθεστώς. Οι παντρεμένοι άνδρες παραμένουν περισσότερο στην
αγορά εργασίας, ενώ οι παντρεμένες γυναίκες επιδεικνύουν
μεγαλύτερη ευελιξία στην απασχόληση, προσαρμοζόμενες σε
αλλαγές στην οικογενειακή τους κατάσταση ή στους μισθούς.
Αντίθετα, οι άγαμοι τείνουν να εργάζονται και να
αποταμιεύουν λιγότερο, με τους άνδρες να μειώνουν την
απασχόλησή τους μετά τα 40 και τις γυναίκες να παραμένουν σε
χαμηλότερα επίπεδα αποταμίευσης και εργασίας σε όλη τη
διάρκεια της ζωής τους.
Αποταμίευση υπό τον
φόβο του διαζυγίου
Οι ερευνητές
εντόπισαν ότι οι παντρεμένες γυναίκες αντιδρούν έντονα στον
κίνδυνο διαζυγίου: στην μέση ηλικία αυξάνουν τόσο την
απασχόληση όσο και τις αποταμιεύσεις τους. Παράλληλα, η
προσδοκία μιας κληρονομιάς ενισχύει την τάση των ζευγαριών
να συσσωρεύουν πλούτο και να παρατείνουν την παραμονή τους
στην εργασία. Αντίθετα, οι ανύπαντροι νέοι αποταμιεύουν
λιγότερο, καθώς στερούνται μελλοντικών οικογενειακών
κληροδοτημάτων, ενώ η πιθανότητα ενός γάμου –με όφελος από
μελλοντική κληρονομιά– μπορεί να τους ωθεί να εργάζονται
λιγότερο.
|
|
|
|
|
|
|
|

«Τζίτζικες» και «μυρμήγκια»
Τα κληρονομικά
κίνητρα αποδεικνύονται καθοριστικός παράγοντας. Η μελέτη
διακρίνει μεταξύ «παράπλευρων» κληρονομιών (από τον πρώτο
σύντροφο που φεύγει από τη ζωή) και «τελικών» (όταν
αποβιώσει και ο τελευταίος). Η κατάργηση των πρώτων μειώνει
αισθητά τον πλούτο των ζευγαριών στα τελευταία χρόνια,
περιορίζει τα εισοδήματα εργασίας –ειδικά για τις
παντρεμένες γυναίκες– και επηρεάζει την κατανομή πλούτου
μεταξύ ανύπαντρων. Αντίστοιχα, η απουσία τελικών κληρονομιών
οδηγεί σε μεγάλη μείωση πλούτου στα τελευταία χρόνια, κυρίως
για τους άγαμους.
Συνολικά, η πλήρης
εξάλειψη εθελοντικών κληροδοτημάτων οδηγεί σε πτώση του
συνολικού πλούτου κατά 24% και μείωση των εισοδημάτων από
εργασία κατά 1,2%. Από την άλλη, η απομάκρυνση της
πιθανότητας γάμου ωθεί τους εργένηδες να αυξήσουν εργασία
και αποταμίευση, ώστε να διασφαλίσουν την τρίτη ηλικία τους.
Με άλλα λόγια, ακόμη και οι «τζίτζικες» της νιότης
καταλήγουν να γίνονται «μυρμήγκια» στη μέση και ώριμη
ηλικία, όταν αντιλαμβάνονται ότι δεν θα υπάρξει «δεύτερο
μισό» να τους στηρίξει.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

Κλιματική κρίση & Κόστος
Έχουμε αναφερθεί
πολλές φορές στο αυξανόμενο κόστος της κλιματικής κρίσης·
ένα ζήτημα που δεν αποτελεί μελλοντική απειλή αλλά παρούσα
πραγματικότητα, με όλες τις προϋποθέσεις να επιδεινωθεί τα
επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζουμε μια
ενδιαφέρουσα ανάλυση:
Οι οικονομικές
συνέπειες των πυρκαγιών και της κλιματικής αλλαγής στην
Ευρώπη
Κάθε καλοκαίρι, οι
πυρκαγιές προκαλούν ζημιές αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το 2025, που αναμένεται να καταγραφεί ως μία από τις
θερμότερες χρονιές στην ιστορία, η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη
με δραματικές συνθήκες, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις
πλέον πληγείσες χώρες.
Οι οικονομικές
απώλειες από τα ακραία καιρικά φαινόμενα του φετινού
καλοκαιριού υπολογίζονται σε τουλάχιστον 43 δισ. ευρώ, ενώ
σύμφωνα με εκτιμήσεις σε επίπεδο ΕΕ, το ποσό αυτό μπορεί να
αγγίξει τα 126 δισ. ευρώ έως το 2029. Μόνο για το 2024, το
άμεσο πλήγμα στην οικονομία από καύσωνες, ξηρασίες και
πλημμύρες εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε 0,26% του ΑΕΠ της ΕΕ,
σύμφωνα με ανάλυση βασισμένη σε ακαδημαϊκή μελέτη που
συνδέει καιρικά δεδομένα με οικονομικές επιδόσεις.
Η Ελλάδα μεταξύ των
πιο πληγεισών χωρών
Οι μεγαλύτερες
ζημιές καταγράφηκαν σε Κύπρο, Ελλάδα, Μάλτα και Βουλγαρία,
με κάθε χώρα να υφίσταται απώλειες άνω του 1% της
ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) του 2024. Ακολούθησαν
άλλες μεσογειακές οικονομίες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η
Πορτογαλία.
Οι ερευνητές από το
Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
χαρακτηρίζουν τα ευρήματα «συντηρητικά», καθώς δεν
περιλαμβάνουν τις πρωτοφανείς πυρκαγιές που έπληξαν τη νότια
Ευρώπη τον Αύγουστο, ούτε τη συσσωρευτική επίδραση
επαναλαμβανόμενων ακραίων φαινομένων.
Ο Σεχρίς Ουσμάν,
επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, υπογράμμισε ότι αυτές οι
«έγκαιρες εκτιμήσεις» μπορούν να καθοδηγήσουν τους
υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην παροχή στήριξης, δεδομένου
ότι τα επίσημα στοιχεία δημοσιεύονται με καθυστέρηση. Όπως
τόνισε, «το πραγματικό κόστος αποκαλύπτεται σταδιακά, καθώς
οι επιπτώσεις εκτείνονται σε πολλαπλά επίπεδα της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής».
Η κλιματική αλλαγή
ως παράγοντας κινδύνου
Μελέτες δείχνουν
ότι η κλιματική αλλαγή έχει αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα
εκδήλωσης πυρκαγιών: έως και 40 φορές στην Ισπανία και την
Πορτογαλία και 10 φορές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ο
καύσωνας του Ιουνίου χαρακτηρίστηκε «σιωπηρά καταστροφικός»,
με τον αριθμό των θανάτων σε 12 μεγάλες πόλεις να εκτιμάται
ότι τριπλασιάστηκε εξαιτίας της επιβλαβούς ατμοσφαιρικής
ρύπανσης.
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Έμμεσες και
μακροχρόνιες επιπτώσεις
Οι συγγραφείς της
μελέτης τονίζουν ότι πέρα από τις άμεσες απώλειες σε
περιουσιακά στοιχεία, υπάρχουν σημαντικές έμμεσες
επιπτώσεις: λιγότερες ώρες εργασίας λόγω καύσωνα,
καθυστερήσεις στις μετακινήσεις από πλημμυρικά φαινόμενα,
αλλά και διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Ο Stéphane
Hallegatte, επικεφαλής οικονομολόγος για το κλίμα στην
Παγκόσμια Τράπεζα, σημείωσε ότι οι ευρύτερες οικονομικές
συνέπειες είναι συχνά μεγαλύτερες και πιο μακροχρόνιες από
τις άμεσες ζημιές. Όπως ανέφερε, η εστίαση πρέπει να στραφεί
σε πιο ολοκληρωμένες μετρήσεις που αποτυπώνουν τον πλήρη
αντίκτυπο.
Ο Gert Bijnens,
οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας Βελγίου, προσέθεσε ότι η
παράβλεψη τέτοιων έμμεσων συνεπειών –όπως οι απώλειες
πωλήσεων σε βιομηχανίες που εξαρτώνται από πληγείσες
περιοχές– μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση του κόστους κατά
έως και 30%.
Το συμπέρασμα
Τα στοιχεία
συγκλίνουν σε ένα σαφές μήνυμα: τα ακραία καιρικά φαινόμενα
αφήνουν ήδη ένα ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα στην Ευρώπη. Οι
άμεσες καταστροφές είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, ενώ
οι έμμεσες και μακροπρόθεσμες συνέπειες ενδέχεται να
αποδειχθούν εξίσου, αν όχι περισσότερο, καταστροφικές.
|
|
|
|
|
|