|
00:01 -
19/11/25 |
|
|
|
|

|
|
Έρευνα
Μια μεγάλη
έρευνα της
alco
(που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές
ημέρες) για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
καταγράφει με ακρίβεια το πώς ζει, εργάζεται και σκέφτεται
σήμερα η γενιά των νέων εργαζομένων έως 29 ετών. Η μελέτη
αφορά αποκλειστικά άτομα που βρίσκονται ήδη στην αγορά
εργασίας και τα αποτελέσματα αποτυπώνουν μια σειρά από
αντιφάσεις, ανισορροπίες και βαθιές αλλαγές στη ζωή και τις
προσδοκίες τους. Το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι το
επίπεδο εκπαίδευσης: τρία στα τέσσερα άτομα έχουν
αποφοιτήσει από ΑΕΙ ή ΤΕΙ, ποσοστό εντυπωσιακά υψηλό σε
σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Πρόκειται για μια από τις πιο
μορφωμένες γενιές που έχει γνωρίσει η χώρα, αλλά αυτό δεν
συνεπάγεται ούτε σταθερή επαγγελματική πορεία ούτε
αντιστοιχία μεταξύ σπουδών και εργασίας. Παρά τη μεγάλη
επένδυση χρόνου και χρήματος στην εκπαίδευσή τους, σχεδόν οι
μισοί δηλώνουν ότι όσα έμαθαν δεν τους προετοίμασαν
ουσιαστικά για την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας.
Η εικόνα
της απασχόλησης είναι εξίσου σύνθετη: μόνο το 39% εργάζεται
σε αντικείμενο που σχετίζεται απόλυτα με τις σπουδές του,
ενώ ένας στους τέσσερις βρίσκεται σε δουλειά εντελώς άσχετη
με αυτό που σπούδασε. Οι υπηρεσίες και το εμπόριο απορροφούν
το μεγαλύτερο μέρος των νέων, το οποίο αναδεικνύει μια
διαρθρωτική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας — πολλές
θέσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας και λίγες πραγματικά
παραγωγικές. Παράλληλα, η υπερσυγκέντρωση πτυχιούχων στις
διαθέσιμες θέσεις δείχνει ότι η ανεργία στους μη πτυχιούχους
είναι δυσανάλογα υψηλή, αφού αυτοί καλύπτουν μόλις το ένα
τέταρτο των θέσεων που καταγράφει η έρευνα.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Συνέχεια….
Στο θέμα
της κατοικίας, τα δεδομένα επιβεβαιώνουν μια τάση που
ενισχύεται τα τελευταία χρόνια: σχεδόν οι μισοί νέοι
εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς τους, ενώ ένα
σημαντικό ποσοστό συγκατοικεί με σύντροφο ή φίλους. Η
παραμονή στο πατρικό σπίτι λειτουργεί για πολλούς ως
αναγκαστική λύση, καθώς το εισόδημά τους δεν αρκεί για να
διατηρήσουν δικό τους νοικοκυριό. Ένας στους τρεις δηλώνει
ότι δεν καλύπτει ποτέ ούτε τις βασικές ανάγκες του με τον
μισθό του, ενώ για άλλους τέσσερις στους δέκα τα χρήματα
επαρκούν μόνο μερικές φορές. Από την άλλη πλευρά, η
συγκατοίκηση βολεύει συχνά και τις δύο πλευρές, αλλά
καθυστερεί την ανεξαρτητοποίηση των νέων — κάτι που
αναγνωρίζουν και οι ίδιοι, αλλά και οι γονείς τους.
Τα
οικονομικά αδιέξοδα, οι περιορισμένες προοπτικές και η
αίσθηση στασιμότητας οδηγούν πολλούς να σκέφτονται τη
μετακίνηση στο εξωτερικό. Σχεδόν ένας στους δύο δηλώνει ότι
θα τον ενδιέφερε να εργαστεί σε άλλη χώρα, όχι απαραίτητα
επειδή έχει ήδη αποφασίσει να φύγει, αλλά επειδή δεν βλέπει
ουσιαστικό ορίζοντα βελτίωσης στην Ελλάδα. Η αντίληψη ότι το
εξωτερικό προσφέρει καλύτερους μισθούς, πιο προβλέψιμο
περιβάλλον και πραγματικές ευκαιρίες ανέλιξης είναι έντονα
παρούσα, ιδιαίτερα σε ειδικότητες για τις οποίες υπάρχει
υψηλή ζήτηση σε κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες. Το φαινόμενο δεν
είναι μόνο ελληνικό, όμως στη χώρα μας εμφανίζεται με πολύ
μεγαλύτερη ένταση.
Η
καθημερινότητά των νέων εργαζομένων αποτυπώνεται επίσης μέσα
από τον τρόπο που ισορροπούν (ή δεν ισορροπούν) εργασία και
προσωπική ζωή. Οι μισοί νιώθουν ότι η δουλειά τους αφήνει
ελάχιστο χώρο για τον εαυτό τους και την κοινωνική τους ζωή,
ενώ έξι στους δέκα δηλώνουν ότι αυτό επηρεάζει άμεσα τις
σχέσεις και την ψυχική τους ευεξία. Το 65% θεωρεί ότι δεν
είναι ρεαλιστικό να δημιουργήσουν οικογένεια υπό αυτές τις
συνθήκες. Η οικονομική αδυναμία είναι μια σαφής αιτία, αλλά
όχι η μοναδική: οι προσδοκίες και ο τρόπος ζωής της νέας
γενιάς έχουν επίσης αλλάξει, με πολλούς να θεωρούν ότι η
απόκτηση παιδιών απαιτεί πόρους, χρόνο και σταθερότητα που
δεν διαθέτουν.
Παρά τις
δυσκολίες, οι νέοι δείχνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν τη
δουλειά μόνο ως μέσο επιβίωσης. Θέλουν νόημα,
δημιουργικότητα και ρόλους που ανταποκρίνονται στις αξίες
τους. Το 73% δηλώνει ότι η εργασία πρέπει να έχει σκοπό πέρα
από τον μισθό, ενώ σχεδόν ένας στους δύο νιώθει ότι η
προσπάθεια και η δημιουργικότητά του δεν αναγνωρίζονται. Η
ψυχική υγεία εμφανίζεται ως σημαντικότερη από την οικονομική
ασφάλεια για το 69% των συμμετεχόντων, κάτι που εξηγεί γιατί
πολλοί δηλώνουν διατεθειμένοι να αλλάξουν εργασία ακόμη και
με μειωμένο εισόδημα, αν αυτό τους επιτρέπει να διατηρούν
την ισορροπία τους.
Την ίδια
στιγμή κυριαρχεί μια έντονη αίσθηση ότι η προηγούμενη γενιά
βίωσε καλύτερες εποχές. Το 73% πιστεύει ότι οι γονείς τους
είχαν σαφώς ευνοϊκότερες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες.
Η αίσθηση αυτή, ακόμη κι αν δεν μπορεί να συγκριθεί με
απόλυτη ακρίβεια, επηρεάζει βαθιά τον τρόπο που βλέπουν το
μέλλον τους. Πρόκειται για το ψυχολογικό αποτύπωμα μιας
γενιάς που μεγάλωσε μέσα στη δεκαετή κρίση και τώρα, σε μια
περίοδο που θα περίμενε να απογειωθεί, συναντά ξανά εμπόδια
και ανασφάλεια. Ένα απλό παράδειγμα αρκεί για να αποδώσει το
κλίμα: εκεί όπου παλαιότερα κανείς δεν ανησυχούσε για τα
βασικά έξοδα ενός νοικοκυριού, σήμερα ακόμη και ο
λογαριασμός του ρεύματος αποτελεί πηγή πίεσης για μεγάλο
μέρος της νεολαίας.

|
|
|
|
|
|
|
|

Κυρίως μένουμε σε αυτά…
Μένουμε
στην παραπάνω έρευνα και θα κρατήσουμε κυρίως 2 πράγματα.
Ειδικά σε μια εποχή που κατά καιρούς συζητάμε για Rebrain
Gain κάτι για το οποίο έχουμε πει την άποψη μας. Στο ότι τα
οικονομικά αδιέξοδα, οι περιορισμένες προοπτικές και η
αίσθηση στασιμότητας οδηγούν πολλούς να σκέφτονται τη
μετακίνηση στο εξωτερικό. Σχεδόν ένας στους δύο δηλώνει ότι
θα τον ενδιέφερε να εργαστεί σε άλλη χώρα, όχι απαραίτητα
επειδή έχει ήδη αποφασίσει να φύγει, αλλά επειδή δεν βλέπει
ουσιαστικό ορίζοντα βελτίωσης στην Ελλάδα. Η αντίληψη ότι το
εξωτερικό προσφέρει καλύτερους μισθούς, πιο προβλέψιμο
περιβάλλον και πραγματικές ευκαιρίες ανέλιξης είναι έντονα
παρούσα, ιδιαίτερα σε ειδικότητες για τις οποίες υπάρχει
υψηλή ζήτηση σε κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες. Το φαινόμενο δεν
είναι μόνο ελληνικό, όμως στη χώρα μας εμφανίζεται με πολύ
μεγαλύτερη ένταση.
Επίσης και την ώρα που η χώρα αντιμετωπίζει ένα τρομερό
δημογραφικό πρόβλημα. Πως το 70% των νέων ανθρώπων δηλώνουν
ότι η οικονομική/στεγαστική δυσκολία τούς αποτρέπει από το
να κάνουν παιδιά. Η απόκτηση παιδιών βρίσκεται χαμηλά στις
προτεραιότητες, με 24%, και ακόμη χαμηλότερα ο γάμος, με 9%.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Κλιματική κρίση: Η Ελλάδα πρώτη στην ΕΕ σε έκθεση σε
καύσωνες καθώς οι εκπομπές ρύπων αυξάνονται
Λίγες
ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής για την Κλιματική Αλλαγή
(COP30) στη Βραζιλία, οι τελευταίες εκθέσεις του ΟΟΣΑ και
του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) δείχνουν ότι οι
χώρες απομακρύνονται από τον στόχο μηδενικών εκπομπών ρύπων
(net zero) έως το 2050. Οι δύο οργανισμοί επισημαίνουν ότι
οι χώρες βρίσκονται κατά 8% πίσω από τους δικούς τους
ενδιάμεσους στόχους για το 2030, ενώ οι παγκόσμιες εκπομπές
αερίων θερμοκηπίου έφτασαν σε ιστορικό υψηλό το 2023
(+1,7%).
Η πράσινη
μετάβαση επιβραδύνεται, με αυξημένες προβλέψεις για ζήτηση
φυσικού αερίου και LNG, ενώ οι δεσμεύσεις που έχουν
αναληφθεί δεν επαρκούν για να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση του
πλανήτη κάτω από τους 2°C. Η Ελλάδα είναι η πιο εκτεθειμένη
χώρα της ΕΕ σε καύσωνες, ενώ οι ανισότητες μεταξύ
ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών διευρύνονται,
καθώς πολλές από τις δεύτερες δυσκολεύονται να εφαρμόσουν
πολύπλοκες και δαπανηρές πολιτικές για το κλίμα.
Η έκθεση
του ΟΟΣΑ (Climate Action Monitor 2025) καταγράφει ότι οι 38
χώρες-μέλη και 14 εταίροι τους, οι οποίες αντιστοιχούν στο
78% των παγκόσμιων εκπομπών, βρίσκονται 8% πάνω από τα
επίπεδα που θα χρειαζόταν να φτάσουν για να εκπληρώσουν τους
στόχους τους έως το 2030. Η καθυστέρηση αυτή δεν συνάδει με
τον στόχο του net zero έως το 2050, ενώ οι παγκόσμιες
εκπομπές αυξήθηκαν συνολικά κατά 3% από το 2015. Ο ΟΟΣΑ
καλεί για ενίσχυση των δεσμεύσεων και νέους ενδιάμεσους
στόχους έως το 2035.
Σύμφωνα με
τον ΙΕΑ, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα
συνεχίσει να αυξάνεται, αλλά η ζήτηση φυσικού αερίου και LNG
θα αυξηθεί σημαντικά, με την παραγωγή υγροποιημένου φυσικού
αερίου να προβλέπεται να αυξηθεί κατά 50% έως το 2030.
Η
καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής
ενισχύει τον κίνδυνο ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι
εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η μέση παγκόσμια
θερμοκρασία μπορεί να διαφέρει έως 6°C ανάλογα με τα σενάρια
εκπομπών, υπογραμμίζοντας το κόστος της καθυστέρησης στη
δράση.
Η Ελλάδα
είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, με 79 ημέρες ετησίως επίπονου
καύσωνα, συγκριτικά με 67 στην Ιταλία και 65 στην Ισπανία. Η
Ινδία, με 267 ημέρες, αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερες
προκλήσεις λόγω του μεγάλου πληθυσμού και του χαμηλού κατά
κεφαλήν ΑΕΠ.
Οι ταχύτητες υλοποίησης πολιτικών διαφοροποιούνται μεταξύ
των χωρών. Η ΕΕ και άλλες 30 χώρες έχουν δεσμευτεί
νομοθετικά για το net zero και μείωσαν τις εκπομπές τους
κατά 9% το 2023 σε σχέση με το 2022. Αντιθέτως, οι
χώρες-εταίροι του ΟΟΣΑ κατέγραψαν αύξηση 4,1% στις εκπομπές,
ενώ η Κίνα και η Ινδία αύξησαν τις εκπομπές τους κατά 5% και
7,5% αντίστοιχα. Οι δύο αυτές χώρες έχουν διαφορετικό
χρονικό ορίζοντα για το net zero, το 2060 και 2070
αντίστοιχα. Συνολικά, έως τον Σεπτέμβριο 2025, 114 χώρες
μαζί με τις 27 της ΕΕ έχουν θέσει στόχους για μηδενικές
εκπομπές ρύπων.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|