| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 20/03/25

                                                                 

 

Ελληνική Πραγματικότητα

 

Λιγότεροι από ένας στους τρεις εργαζομένους (29%) δηλώνουν ότι καλύπτονται από κάποια μορφή συλλογικής σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με την έρευνα της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με την εταιρεία Alco. Η έρευνα αποτυπώνει τις απόψεις των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα για το κοινωνικό και εργασιακό κλίμα.

 

Παρά τη χαμηλή κάλυψη, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων (86%) υποστηρίζει την καθολική ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας για όλους τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις. Επίσης, το 83% τις θεωρεί σημαντικό εργαλείο προστασίας των δικαιωμάτων και επίτευξης ισότιμων όρων εργασίας.

 

Βασικά ευρήματα της έρευνας

 

Εισοδήματα και δαπάνες: Μόνο το 40% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι ο μισθός του επαρκεί για τα μηνιαία έξοδα, ενώ το 88% έχει μειώσει βασικές δαπάνες διατροφής. Παράλληλα, το 71% είτε χρησιμοποιεί αποταμιεύσεις (34%) είτε δεν έχει καθόλου αποταμιεύσεις (37%) για να καλύψει τα έξοδά του.

 

Κόστος στέγασης: Από όσους ενοικιάζουν, το 58% δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για ενοίκιο και θέρμανση. Αντίστοιχα, σχεδόν 1 στους 2 ιδιοκτήτες κατοικιών διαθέτει πάνω από το 20% του εισοδήματός του για αποπληρωμή στεγαστικών δανείων και θέρμανση.

 

Αυξήσεις μισθών: Το 43% των εργαζομένων δήλωσε ότι έλαβε αύξηση το 2024, ποσοστό που συμπίπτει κυρίως με εκείνους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ωστόσο, το 57% των εργαζομένων δεν είχε καμία αύξηση.

 

Υπερωρίες και αμοιβή: Το 40% δηλώνει ότι εργάζεται πέραν του προβλεπόμενου χρόνου, ενώ το 43% υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες επιπλέον εργασίας εβδομαδιαίως. Από αυτούς, το 36% δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.

 

Συμπεράσματα και σχόλια

 

Η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τη χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ-27.

 

Η έρευνα διεξήχθη σε μια περίοδο όπου το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών πλήττεται από την ακρίβεια και το υψηλό κόστος στέγασης. Την ίδια στιγμή, ο κοινωνικός διάλογος παραμένει αδύναμος, χωρίς σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση των μισθών και των όρων εργασίας.

 

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, «η υψηλή εμπιστοσύνη των εργαζομένων στον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι εμφανής, ωστόσο τόσο το εισόδημα όσο και οι εργασιακές συνθήκες παραμένουν υπό πίεση, με τους εργαζόμενους να αποκομίζουν ελάχιστα από την όποια οικονομική ανάπτυξη».

 

 
                                      

Δημογραφικό

 

Το δημογραφικό είναι μια λέξη που εμφανίζεται με τέτοια συχνότητα στον δημόσιο διάλογο, που πλέον έχει μετατραπεί από επιθετικός προσδιορισμός σε ουσιαστικό που στέκεται μόνο του. Όπως λέμε «το κυκλοφοριακό» ή «το ασφαλιστικό», και όλοι ξέρουν για τι μιλάμε, έτσι θεωρείται αυτονόητο ότι όταν μιλάμε για το δημογραφικό, το θεωρούμε αυτομάτως πρόβλημα για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.

 

Συνήθως κάθε συζήτηση για το δημογραφικό περιλαμβάνει προειδοποιήσεις για την αγορά εργασίας και τις συντάξεις.

 

Έτσι, στο νέο ενημερωτικό δελτίο του CEDEFOP, του Eυρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, διαβάζουμε για το πώς η δημογραφική πρόκληση και η δίδυμη μετάβαση, αυξάνουν τη ζήτηση για εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση.

 

Ο όρος «δίδυμη μετάβαση» αναφέρεται στον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας σε «πράσινη» – βιώσιμη και ψηφιακή. Άλλωστε η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι και οι δύο βασικοί πυλώνες του ευρωπαϊκού προγράμματος Next Generation EU, του εθνικού σχεδίου Ελλάδα 2.0 και των έργων του Ταμειου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

 

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή δημογραφική πρόκληση, που χαρακτηρίζεται από τη γήρανση του πληθυσμού, τη μείωση των ποσοστών γεννήσεων και την αλλαγή των μεταναστευτικών προτύπων. Μέχρι το 2035, το εργατικό δυναμικό της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί, αν και με άνισο τρόπο στις διάφορες ηλικιακές ομάδες, με υψηλότερη ετήσια αύξηση να αναμένεται κυρίως για τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω», σημειώνει η ανάλυση του CEDEFOP.

 

Περισσότεροι συνταξιούχοι, λιγότεροι νέοι εργαζόμενοι

 

Όπως υπογραμμίζει, αυτή η δημογραφική τάση ασκεί σημαντική πίεση στις αγορές εργασίας, καθώς η αναλογία των νέων εργαζομένων που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό προς τους εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται θα μειωθεί.

 

Σε αρκετούς τομείς που αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις, όπως η υγεία, η περίθαλψη και οι κατασκευές, οι ελλείψεις αυτές οφείλονται κυρίως στην υψηλή ζήτηση αντικατάστασης.

 

Στα θετικά αναγνωρίζεται ότι στο μέλλον – σε μια πρόβλεψη με ορίζοντα το 2035, το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό προβλέπεται να μειωθεί. Όμως ακόμα και αυτή η μείωση θα είναι περιορισμένη και θα οφείλεται στον υψηλότερο ρυθμό αύξησης συμμετοχής των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες.

 

Σύμφωνα πάντα με το CEDEFOP,  «οι πολιτικές που προωθούν την αναβάθμιση και επανακατάρτιση, την ενεργό γήρανση, τη δια βίου μάθηση και την ενσωμάτωση μπορούν να ενισχύσουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ιδίως μεταξύ των υποεκπροσωπούμενων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των γυναικών».

 

Γέροι, γυναίκες, μετανάστες στη δουλειά

 

Εφόσον δηλαδή λιγότεροι νέοι άνθρωποι θα εισέρχονται στο εργασιακό δυναμικό, πρέπει να φέρουμε «ενέσεις» για να μην καταρρεύσει το σύστημα. Είτε απ’έξω με ελεγχόμενες εισροές μεταναστών –  κυρίως φθηνά εργατικά χέρια αλλά όχι μόνο – είτε με αξιοποίηση από τις δεξαμενές του μη ενεργού πληθυσμού: Τις γυναίκες που δεν δουλεύουν ή δουλεύουν part-time ή φροντίζουν άτομα στο σπίτι και τους ηλικιωμένους που πρέπει να «γερνάνε ενεργά». Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας πρέπει συνταξιοδοτούνται όσο το δυνατόν πιο αργά, αλλά και η σύνταξη που παίρνουν να μην είναι πολύ μεγάλη, ώστε να χρειάζεται να «τσοντάρουν» δουλεύοντας.

 

Οι εκτιμήσεις του CEDEFOP για την επόμενη δεκαετία, προβλέπουν οριακή ετήσια αύξηση της απασχόλησης (0,4%) σε επίπεδο ΕΕ. Οι διαφοροποιήσεις στη μελλοντική απασχόληση σε διάφορους τομείς και επαγγέλματα θα καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τη δίδυμηα (ψηφιακή και πράσινη) μετάβαση, παράλληλα με τις δημογραφικές αλλαγές.

 

Οι κλάδοι απασχόλησης  του αύριο και του χθες

 

Η υψηλότερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται σε κλάδους  που σχετίζονται με την υψηλή τεχνολογία και τις επιστήμες: Το περίφημο ακρωνύμιο STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics),  συμπεριλαμβανομένων των τομέων της έρευνας και ανάπτυξης (R&D), ο προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι τομείς της αρχιτεκτονικής και των επιστημών της μηχανικής.

 

Η πράσινη μετάβαση θα οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης στην εξόρυξη άνθρακα (που προβλέπεται να έχει τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση έως το 2035) και στην κατασκευή καυσίμων, ενώ οι θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τον ηλεκτρισμό προβλέπεται να αυξηθούν.

 

Τα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση

 

Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται σε επίπεδο επί μέρους επαγγελματικών κλάδων:

 

Προβλέπεται έντονη αύξηση της απασχόλησης για τους επαγγελματίες και τους τεχνικούς της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), καθώς και για τους επιστημονικούς και μηχανολογικούς ρόλους, οι οποίοι απαιτούν προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες.

 

Τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την υγεία (π.χ. επαγγελματίες υγείας, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας) θα επεκταθούν για την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων.

 

Οι περισσότερες θέσεις εργασίας αναμένεται να ανοίξουν σε επαγγελματίες και συνεργάτες επιχειρήσεων και διοίκησης, επαγγελματίες εκπαίδευσης, εργαζόμενους σε προσωπικές υπηρεσίες (π.χ. σε επισιτισμό και φιλοξενία, ακόμα και ως συνοδοί-φροντιστές ή στην οικιακή καθαριότητα)  και σε επαγγελματίες επιστήμης και μηχανικής.

 

 Άλλα επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης με μεγάλη αύξηση της απασχόλησης περιλαμβάνουν τους επαγγελματίες στον τομέα των νομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών υπηρεσιών.

 

Η νέα εργασιακή βάρδια… δεν είναι τόσο νέα

 

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 ετών, που υπερδιπλασιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες (από 324 εκατ. το 1990 σε 761 εκατ. το 2021), πρόκειται να διπλασιαστεί ως το 2050, φτάνοντας τα 1,6 δισ.

 

Ομοίως, ο πληθυσμός ηλικίας 55 έως 64 ετών αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, ενώ ο πληθυσμός ηλικίας 80 ετών και άνω αυξάνεται ακόμη ταχύτερα.

 

Κι ενώ, σύμφωνα πάντα με τον ΙLO,  σχεδόν το 80% των ατόμων που βρίσκονται πάνω από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης, λαμβάνουν σύνταξη, υπάρχουν τεράστιες ανισότητες.

 

Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος παίρνει σύνταξη μόνο το 12,7% των ατόμων άνω της ηλικίας συνταξιοδότησης. Στα κράτη υψηλού εισοδήματος η κάλυψη προσεγγίζει το 97%. Επισης ο ILO παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για το αν οι συντάξεις αρκούν για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.

 

O ILO προτείνει να σταματήσει η «υπο-αξιοποίηση» των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην αγορά εργασίας. Αυτό περιλαμβάνει περισσότερες ώρες και χρόνια δουλειάς για την κατηγορία που άλλοτε ήταν κοντά στη σύνταξη και περισσότερα προγράμματα επανακατάρτισης – επανένταξης στην αγορά εργασίας των μεγαλύτερων ηλικιών. Πρόκειται για το περίφημο δίπτυχο upskilling-reskilling των 55+, που στην Ελλάδα το λες και «σκοιλ-ελικικού-ing»

 

Για τη χώρα μας προβλέπεται αύξηση της συμμετοχής των ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας στα επόμενα χρόνια, με τα μοντέλα της Ευρωπαϊκής Επιτρoπής να εκτιμούν ότι ως το 2035 σχεδόν το ένα στα δέκα άτομα στην «απασχολήσιμη» κατηγορία των 65-74 ετών θα συμμετέχει στην αγορά εργασίας.

 

Αντιθέτως η συμμετοχή των νέων ατόμων στην αγορά εργασίας (20-24 ετών) που είναι ήδη αρκετά χαμηλή στην Ελλάδα (κάτω από 45%) θα παραμένει σταθερή, ενώ ο πληθυσμος τους αναλογικά με τους πιο ηλικιωμένους θα μειώνεται.

 

                                    

ΚΕΠΕ – Παραγωγικότητα

Ανάλυση για την Παραγωγικότητα στην Ελληνική Οικονομία

Η παραγωγικότητα αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και τη διαχρονική αύξηση του εισοδήματος. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ, η οποία εξετάζει δεδομένα από το 1960 έως το 2020, η παραγωγικότητα έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν.

 Διαχρονική Εξέλιξη της Παραγωγικότητας

1960-1973: Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η ελληνική οικονομία σημείωσε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με την ολική παραγωγικότητα να αποτελεί τον βασικό παράγοντα μεγέθυνσης​.

1974-1995: Η οικονομία παρουσίασε χαμηλή ανάπτυξη, καθώς η παραγωγικότητα μειώθηκε, ιδιαίτερα μετά την πετρελαϊκή κρίση και την περίοδο δημοσιονομικής αστάθειας​.

1996-2007: Η άνοδος της παραγωγικότητας επέστρεψε, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων, της εισόδου στην ΟΝΕ και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων​.

2008-2020: Η μεγάλη οικονομική κρίση οδήγησε σε μείωση της συνολικής παραγωγικότητας κατά 2,2% ετησίως, γεγονός που αποτέλεσε τον κύριο λόγο για τη μείωση του ΑΕΠ​.

Παράγοντες που Επηρεάζουν την Παραγωγικότητα

Η μελέτη αναδεικνύει τέσσερις βασικές ομάδες παραγόντων που επιδρούν στην παραγωγικότητα​:

Τεχνικοί παράγοντες

Ο λόγος κεφαλαίου προς εργασία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο, καθώς η επένδυση σε τεχνολογία και υποδομές ενισχύει την παραγωγικότητα.

Ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού και η βιομηχανική ανανέωση είναι απαραίτητοι για τη βελτίωση των αποδόσεων​.

Μακροοικονομικοί παράγοντες

Οι δημοσιονομικές πολιτικές επηρεάζουν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη. Περίοδοι λιτότητας και χαμηλών επενδύσεων μειώνουν την παραγωγικότητα.

Η νομισματική πολιτική μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα των τιμών και στη διατήρηση του επενδυτικού κλίματος​.

Κοινωνικοί παράγοντες

Η ανεργία επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα, καθώς η αδρανοποίηση εργατικού δυναμικού μειώνει τις συνολικές παραγωγικές δυνατότητες​.

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της απόδοσης της εργασίας​.

Δομικοί παράγοντες

Η μετατόπιση του οικονομικού μοντέλου από τη βιομηχανία στον τομέα των υπηρεσιών είχε αρνητική επίδραση στην παραγωγικότητα​.

Ο βαθμός αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού είναι κρίσιμος, καθώς η υψηλή ανεργία μειώνει την παραγωγικότητα συνολικά​.

Συμπεράσματα και Προοπτικές

Η παραγωγικότητα παραμένει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η βελτίωσή της απαιτεί:

Ενίσχυση επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, ιδιαίτερα στη βιομηχανία​.

Βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και αύξηση της συμμετοχής των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας​.

Στήριξη της έρευνας και της καινοτομίας ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών​.

Η παραγωγικότητα θα συνεχίσει να είναι η κρίσιμη μεταβλητή για την ανάπτυξη της χώρας, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον χαμηλής αποταμίευσης και υψηλού χρέους. Οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα καταφέρει να βελτιώσει τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό​.

 

                                        

Κενές θέσεις εργασίας

 

Πάμε τώρα σε κάποια στοιχεία που είχανε βγει προσφάτως και τα οποία δεν κρύβουμε πως μας εκπλήξανε. Συγκεκριμένα, κατακόρυφη αύξηση της τάξεως του 185% σημείωσαν οι κενές θέσεις εργασίας, αγγίζοντας τις 36.801 το τρίτο τρίμηνο του 2023, έναντι 12.897 την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

 

Σύμφωνα με την αξιολόγηση του κατώτατου μισθού από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), οι κενές θέσεις εργασίας αναδεικνύονται ως ένα από τα πλέον καίρια ζητήματα της αγοράς εργασίας, δεδομένης της σταθερής μείωσης της ανεργίας και της ανόδου της απασχόλησης.

 

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα κενών θέσεων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, καθώς η ανεργία παρέμενε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, το φαινόμενο των κενών θέσεων αποκτά σημασία, καθώς σε συγκεκριμένους κλάδους ή επιχειρήσεις μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάπτυξή τους και, κατ’ επέκταση, για την οικονομία συνολικά.

 

Η έκθεση επισημαίνει επίσης τη σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και κενών θέσεων, σημειώνοντας ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να συμπαρασύρει γενικά τους μισθούς προς τα πάνω, καθιστώντας τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας πιο ελκυστικές και μειώνοντας τις κενές θέσεις.

 

Αναλύοντας τα στοιχεία για την περίοδο 2019-2023, το ΚΕΠΕ προχωρά σε τρεις βασικές διαπιστώσεις:

 

Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το τρίτο τρίμηνο του 2023, το εμπόριο κατέγραφε περισσότερες από 6.000 κενές θέσεις, ενώ ο χρηματοπιστωτικός και ασφαλιστικός τομέας λιγότερες από 40.

 

Οι κενές θέσεις αυξάνονται διαχρονικά. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά σχεδόν 24.000, εκ των οποίων 12.500 μόνο την τελευταία χρονιά, γεγονός που καταδεικνύει επιδείνωση του προβλήματος.

 

Η εξέλιξη των κενών θέσεων δεν είναι ομοιόμορφη σε όλους τους κλάδους. Ενδεικτικά, στο Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, καθώς και στην επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, οι κενές θέσεις αυξήθηκαν κατά 5.400 το τελευταίο έτος, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 43,5% των νέων κενών θέσεων.

 

Αξιοσημείωτη ήταν η συνεισφορά των κλάδων Δραστηριότητες Ανθρώπινης Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, καθώς και Επαγγελματικές, Επιστημονικές και Τεχνικές Δραστηριότητες, οι οποίοι ευθύνονται για το 35% και το 24,9% των νέων κενών θέσεων αντίστοιχα.

 

Αντίθετα, ο κατασκευαστικός κλάδος παρουσίασε δραματική μείωση των κενών θέσεων, από 11.500 το τρίτο τρίμηνο του 2022 σε μόλις 1.900 το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.

 

Κενές θέσεις ανά κλάδο

 

Η κατανομή των κενών θέσεων εργασίας ανά κλάδο διαμορφώνεται ως εξής:

 

Ο κλάδος των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό κενών θέσεων (5,5%).

 

Ο κλάδος των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας ακολουθεί, με τις κενές θέσεις να αντιστοιχούν στο 4,4% του συνόλου των θέσεων.

 

Στους κλάδους με υψηλή απασχόληση, το Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, η επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών παρουσιάζουν ποσοστό κενών θέσεων 1,5%.

 

Ο κλάδος της Δημόσιας Διοίκησης και Άμυνας, καθώς και της Υποχρεωτικής Κοινωνικής Ασφάλισης, εμφανίζει μόλις 0,6% κενές θέσεις.

 

Στη Μεταποίηση, το ποσοστό κενών θέσεων είναι 1,9%, αντίστοιχο με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27.

 

Ειδικότερα, οι κενές θέσεις στη Μεταποίηση κινούνται στον μέσο όρο της ΕΕ-27, ενώ στο Εμπόριο είναι χαμηλότερες κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στον Τουρισμό, το ποσοστό κενών θέσεων είναι χαμηλότερο κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στον κλάδο της Ενημέρωσης και Επικοινωνίας είναι χαμηλότερο κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες.

 

Αντίθετα, στον κλάδο των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων, το ποσοστό των κενών θέσεων είναι 1,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27.

 

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των κενών θέσεων εργασίας δεν φαίνεται να είναι εντονότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές μετρήσεις και δηλώσεις πραγματοποιούνται με την ίδια ακρίβεια.

                   

Συνάντηση μετά το Πάσχα

 

Όπως τώρα έγραφε ο Βηματοδότης. Πολλές συζητήσεις προκάλεσε χθες δημοσίευμα ό,τι επίκειται συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και μάλιστα στις 8 Απριλίου.

 

Εψαξα το θέμα, στο πλαίσιο των συζητήσεων που έκανα για την πενταμερή για το Κυπριακό και μου έλεγε καλή κυβερνητική πηγή ότι δεν υπάρχει προγραμματισμένη συνάντηση των δυο ηγετών.

 

Στις επίμονες ερωτήσεις μου εάν θα υπάρξει συνάντηση, μου ειπώθηκε πως εάν γίνει, αυτή θα οριστεί μετά το Πάσχα προς τα τέλη Απριλίου, οπότε και θα συνεδριάσει και το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στην Άγκυρα.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum