|
00:01 - 20/06/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Σοβαρό θέμα
Τον τελευταίο
χρόνο, 2 ή 3 φορές, έχουμε αναφερθεί στο ζήτημα των
παραγγελιών από την Κίνα, σχολιάζοντας ότι, αν και είμαστε
ξεκάθαρα οπαδοί της ελεύθερης αγοράς, κάτι που μας συμφέρει
και ως καταναλωτές, ο αριθμός των ανθρώπων που παραγγέλνουν
από το εξωτερικό — και συγκεκριμένα από την Κίνα και τις
περιβόητες πλατφόρμες — είναι ένα άκρως ανησυχητικό
φαινόμενο. Αυτό δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην ελληνική
οικονομία, με κίνδυνο να γίνουν ακόμη μεγαλύτερα τα επόμενα
χρόνια.
Πάμε λοιπόν να
δούμε τα παρακάτω στοιχεία, που όσο και αν οι απώλειες δε
φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση τόσο μεγάλες. Το πρόβλημα μπορεί
να γίνει ακόμη πιο σοβαρό, χωρίς να παραβλέπουμε και το
ζήτημα του πολλαπλασιαστή εισοδήματος:
Στις κινεζικές
πλατφόρμες Temu και Shein κατευθύνεται
το 1 στα 5 ευρώ από τον τζίρο του ηλεκτρονικού
εμπορίου στην Ελλάδα,
ενώ οι απώλειες του κράτους από δασμούς και
διαφυγόντες φόρους και εισφορές φτάνει στα 200
εκατ. ετησίως. Ο τζίρος των ασιατικών πλατφορμών
στην Ελλάδα υπολογίζεται σε περίπου 600
εκατομμύρια ευρώ ετησίως τουλάχιστον για το 2024.
Αθέμιτος
ανταγωνισμός
Τους υπολογισμούς
αυτούς κάνει έρευνα της ΕΣΕΕ που
παρουσιάστηκε χθες, με τον πρόεδρο Σταύρο
Καφούνη να βάζει στο τραπέζι τη διάσταση της
επιβίωσης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων λόγω του
αθέμιτου – όπως είπε – ανταγωνισμού από τους ψηφιακούς
κινεζικούς κολοσσούς Temu και Shein,
οι οποίοι πλημμυρίζουν την ευρωπαϊκή αγορά με δισεκατομμύρια
αδασμολόγητα μικροδέματα.
«Στη φάση που
βρισκόμαστε σήμερα κινδυνεύουμε
από λουκέτα. Η επέλαση είναι τρομακτική και θα έχει
τρομακτικές επιπτώσεις σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις αν δεν πάρουμε μέτρα αμέσως», είπε ο ίδιος,
παρουσιάζοντας την έρευνα της ΕΣΕΕ με
τη Γενική Διευθύντρια της EuroCommerce, Christel
Delberghe.

«Παράθυρο» για
αδασμολόγητες εισαγωγές
Μόνο πέρσι
εισήχθησαν στην Ευρωπαϊκή αγορά 4,5
δισεκατομμύρια μικροδέματα με το 91% να
προέρχεται από την Κίνα. Ενώ, όπως εκτίμησε η κ. Delberghe,
φέτος ο αριθμός αυτός θα φτάσει στα 6
δισ. μικροδέματα.
Η συντριπτική τους
πλειοψηφία αφορά προϊόντα αξίας κάτω
των 150 ή και των 100 ευρώ, με αποτέλεσμα να
μπαίνουν στην Ευρώπη με μηδενικούς
δασμούς, λόγω του κανονισμού
de minimis που ορίζει πως όλα τα πακέτα αξίας κάτω
των 150 ευρώ μπαίνουν
στην ΕΕ χωρίς δασμούς.

Αυτό πρέπει να
αλλάξει, επισημαίνουν οι έμποροι, και πιέζουν τις εθνικές
κυβερνήσεις να συμφωνήσουν στο επικείμενο Ecofin την
κατάργηση της απαλλαγής από δασμούς των μικρών δεμάτων αξίας
κάτω των 150 ευρώ που
μπαίνουν στην Ένωση από τρίτες χώρες.
Ο προγραμματισμός
που προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση των προβλέψεων de
minimis έως το 2028 δεν
τους ικανοποιεί. Ζητούν να επισπευθούν οι διαδικασίες, να καταργηθεί
άμεσα το καθεστώς de
minimis και να μπουν δασμοί
από το πρώτο ευρώ για τα μικροδέματα από την Ασία
ήδη από φέτος.

|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Τι συμβαίνει στις ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ που το
έκαναν, κατήργησαν τις απαλλαγές από δασμούς για δέματα
μικρής αξίας και επέβαλαν δασμούς έως 54% ή 100 δολάρια για
αποστολές μέσω ταχυδρομείου. Οι
πλατφόρμες Temu και Shein μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους στην
Ευρώπη και τα διαφημιστικά τους κονδύλια στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης της γηραιάς ηπείρου.
Ειδικότερα, η
πρόσφατη πολιτική των ΗΠΑ οδήγησε σε δραστική μείωση της
διαφημιστικής δαπάνης από την TEMU (-31%) και
τη SHEIN (-19%) στις ΗΠΑ. Η ΕΣΕΕ υπολόγισε πως η
διαφημιστική δαπάνη των ασιατικών πλατφορμών μειώθηκε στις
ΗΠΑ κατά -1,2% έως -2,4% (~$1,4–2,9 δις), με μέση
απώλεια $2,16 δις αν οι τάσεις διατηρηθούν.

Υπολογίζεται,
επίσης, ότι η πίεση στο Cost per Click (CPC) προκύπτει από
την αιφνίδια εισροή ζήτησης διαφημιστικού αποθέματος (ad
inventory) στην ευρωπαϊκή αγορά, χωρίς αντίστοιχη αύξηση
προσφοράς (clicks) και μπορεί να οδηγήσει σε αύξησή του από
15% έως 54%.
«The house is on fire»
«The
house is on fire», σχολίασε χαρακτηριστικά από την πλευρά
της η Γενική Διευθύντρια της EuroCommerce, Christel
Delberghe.

«Ζητάμε
άμεσες αποφάσεις και δράσεις από τις χώρες-μέλη και την
Κομισιόν. Απαιτείται συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς
κανονισμούς για όλους τους παίκτες στην αγορά, Ασιάτες και
Ευρωπαίους. Μόνο έτσι θα υπάρξει σωστός ανταγωνισμός»,
προσθέτει η κ. Delberghe, η οποία γνωστοποίησε πως εστάλη
επιστολή προς τον Πρόεδρο του ECOFIN ώστε να υπάρξει
επιτάχυνση στη λήψη αποφάσεων.

|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ελλάδα – Επενδύσεις
Τα τελευταία
χρόνια, η επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει
ανακάμψει σημαντικά, μετά την απότομη πτώση που υπέστη κατά
τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, όπως
επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας
της ΓΣΕΕ, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να
εξαρτώνται υπερβολικά από επιδοτούμενες επενδύσεις.
Συγκεκριμένα, το
2023 οι επενδυτικές επιχορηγήσεις κάλυψαν το 26% του συνόλου
των επιχειρηματικών επενδύσεων, ποσοστό που είναι το
υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για λόγους
σύγκρισης, η Πολωνία, η δεύτερη κατά σειρά, είχε αντίστοιχο
ποσοστό 15%.
Η μεγάλη εξάρτηση
από χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για τη δυνατότητα των
επιχειρήσεων να επενδύουν με δικά τους μέσα μετά την
ολοκλήρωση του προγράμματος. Σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η
κατάσταση αυτή αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα που αφορά
τη συμπεριφορά και τη στρατηγική των ελληνικών επιχειρήσεων,
εντάσσοντάς το στα ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της
οικονομίας.
Η εικόνα των
επενδύσεων, ωστόσο, έχει βελτιωθεί, όχι μόνο ως προς τον
συνολικό τους όγκο αλλά και όσον αφορά τη σύνθεσή τους.
Πλέον, μεγαλύτερο βάρος δίνεται σε παραγωγικές μορφές
επένδυσης, όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός και οι επενδύσεις
σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας – μεταξύ των οποίων και
η Έρευνα & Ανάπτυξη – εις βάρος των επενδύσεων στον τομέα
των Κατασκευών.
Η Ελλάδα έχει
μειώσει το επενδυτικό της έλλειμμα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή
Ένωση, φτάνοντας το 2024 στις 5,9 ποσοστιαίες μονάδες, από
11 μονάδες το 2019. Επίσης, την ίδια χρονιά κατέγραψε θετικό
ρυθμό αύξησης στις πραγματικές επενδύσεις, σε αντίθεση με
την υπόλοιπη ΕΕ που παρουσίασε μείωση. Ωστόσο, αυτή η
ανοδική πορεία φαίνεται να ανακόπτεται, καθώς το πρώτο
τρίμηνο του 2025 οι ελληνικές επενδύσεις κατέγραψαν αρνητικό
ρυθμό μεταβολής. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε ευρωπαϊκό
επίπεδο, η πλειονότητα των επενδύσεων παραμένει
προσανατολισμένη στις Κατασκευές.
Το 2024, η Ελλάδα
ξεχώρισε σε επίπεδο ΕΕ ως προς τις επενδύσεις σε
μηχανολογικό εξοπλισμό, τόσο αναλογικά προς το ΑΕΠ όσο και
σε όρους πραγματικής μεταβολής. Η τάση αυτή, πάντως,
σχετίζεται και με αυξημένες δαπάνες για αμυντικό εξοπλισμό.
Αντίθετα, η χώρα υστερεί στις επενδύσεις σε διανοητική
ιδιοκτησία – βασικό στοιχείο για τον τεχνολογικό
εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Ειδικότερα, στην ΕΕ το 2024 οι
σχετικές επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 4,1% του ΑΕΠ, ενώ
στην Ελλάδα μόλις στο 2,6%.
Αξίζει επίσης να
σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος όπου
οι δημόσιες επενδύσεις στην Έρευνα & Ανάπτυξη ξεπερνούν
εκείνες του ιδιωτικού τομέα, στοιχείο που αντικατοπτρίζει
χρόνιες οργανωτικές και επιχειρηματικές αδυναμίες. Παρ’ όλα
αυτά, το 2024 παρατηρήθηκε θετική τάση σύγκλισης, καθώς οι
επενδύσεις αυτού του τύπου αυξήθηκαν στην Ελλάδα, τη στιγμή
που στην υπόλοιπη ΕΕ μειώνονταν.
Αναφορικά με τις
επενδύσεις των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, το 2023
διατηρήθηκαν σταθερές σε σχέση με το 2022 – επίπεδο που ήταν
ήδη υψηλότερο από εκείνο του 2009. Είναι αξιοσημείωτο ότι
αυτή η επενδυτική δραστηριότητα ενισχύθηκε σημαντικά από τις
επενδυτικές επιχορηγήσεις, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε,
ανήλθαν στο 26% των συνολικών επιχειρηματικών επενδύσεων. Το
συγκεκριμένο ποσοστό είναι το υψηλότερο από το 2009, τόσο σε
σχετικούς όσο και σε απόλυτους όρους, με τις περισσότερες
χορηγήσεις να προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης

|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα
Σε ένα σύντομο
σχόλιο για την αγορά ακινήτων, με την οποία — όπως έχουμε
πει — ασχολούμαστε σχεδόν καθημερινά, αξίζει να σημειώσουμε
πως σχεδόν καθημερινά, και από διαφορετικούς ανθρώπους του
κλάδου της οικοδομής, ακούμε το ίδιο πράγμα: η αγορά έχει
πέσει και δείχνει πως θα πέσει κι άλλο, με ό,τι αυτό πιθανώς
συνεπάγεται για την πορεία των τιμών.
Με αφορμή αυτά, ας
θυμηθούμε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές
ημέρες:
Έρευνα «Βαρόμετρο
της Αγοράς Ακινήτων»: Αυξανόμενος προβληματισμός μεταξύ των
επαγγελματιών για τη μελλοντική πορεία των τιμών
Καθοδική τροχιά
καταγράφει το ποσοστό των υποψήφιων αγοραστών ακινήτων, όπως
προκύπτει από την τελευταία έρευνα «Βαρόμετρο της Αγοράς
Ακινήτων», γεγονός που αποτυπώνει ξεκάθαρα σημάδια κόπωσης
στην ελληνική κτηματαγορά. Η εξάντληση της δυναμικής που
είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στην
αδυναμία των εισοδημάτων να συμβαδίσουν με τη ραγδαία άνοδο
των τιμών. Την ίδια στιγμή, το στεγαστικό πρόγραμμα «Σπίτι
Μου» φαίνεται να έχει λειτουργήσει επιβαρυντικά, εντείνοντας
περαιτέρω την άνοδο στις τιμές πώλησης και ενοικίασης
κατοικιών.
Οι επαγγελματίες
του κλάδου εκφράζουν πλέον αυξημένες ανησυχίες για το
επίπεδο των τιμών, καθώς το 41% τις χαρακτηρίζει «φούσκα»
και ένα επιπλέον 28% τις θεωρεί «αδικαιολόγητες» ή ακόμη και
«παράλογες». Πολλοί εξ αυτών εκτιμούν πως η περίοδος των
ισχυρών αυξήσεων έχει ήδη ολοκληρωθεί.
Η συγκεκριμένη εικόνα προκύπτει
από την τέταρτη κατά σειρά έρευνα του Πανεπιστημίου
Μακεδονίας, για λογαριασμό του blog iliaspapageorgiadis.com,
η οποία παρουσιάστηκε από τον επενδυτή και αναλυτή Ηλία
Παπαγεωργιάδη στο πλαίσιο του live webinar με τίτλο «Ακίνητα
2025. Checkpoint», που πραγματοποιήθηκε στη «Βιβλιοθήκη 5
Αιώνων» της ΕΣΗΕΑ.
Καμπή στη σχέση
προσφοράς–ζήτησης
Τον Ιούνιο του
2025, το ποσοστό των «πραγματικών» αγοραστών – δηλαδή όσων
σκοπεύουν να προβούν σε αγορά μέσα στον επόμενο χρόνο –
υποχώρησε στο 5% μεταξύ των ενδιαφερόμενων για ακίνητα, ενώ
οι πωλητές ανέρχονται πλέον στο 8%. Έξι μήνες νωρίτερα, τα
δύο αυτά ποσοστά κινούνταν κοντά στο 8%, χωρίς να
παρουσιάζουν ιδιαίτερη απόκλιση.
Σχολιάζοντας αυτήν
την εξέλιξη, ο κ. Παπαγεωργιάδης υπογραμμίζει ότι για πολλά
χρόνια τα ακίνητα αποτελούσαν την κυρίαρχη επενδυτική
επιλογή στην Ελλάδα, με τη ζήτηση να υπερβαίνει την
περιορισμένη προσφορά. Για πρώτη φορά, όμως, όπως
αναδεικνύεται από τα στοιχεία της νέας έρευνας, οι ρόλοι
αντιστρέφονται, με τους πραγματικούς αγοραστές να
υπολείπονται αριθμητικά των πωλητών. Πρόκειται για μια
δομική αλλαγή, η οποία, αν παγιωθεί, ενδέχεται να
επανακαθορίσει τη λειτουργία της αγοράς.
Αντίθετες
εκτιμήσεις μεταξύ κοινού και επαγγελματιών
Παρά τη μεταστροφή
αυτή, ένα σημαντικό ποσοστό (51%) των ερωτηθέντων συνεχίζει
να προβλέπει περαιτέρω άνοδο των τιμών πώλησης κατοικιών στο
προσεχές διάστημα, ενώ το 26,5% αναμένει σταθεροποίηση.
Αντίθετα, οι επαγγελματίες εμφανίζονται περισσότερο
συγκρατημένοι έως και απαισιόδοξοι, ιδίως όσον αφορά τα
νεόδμητα ακίνητα: μόνο το 37% βλέπει συνέχιση της ανοδικής
τάσης, ενώ το 48,5% προβλέπει σταθεροποίηση.
Ειδικά για τις νέες
κατοικίες, μόλις το 34% των επαγγελματιών αναμένει αυξήσεις
στις τιμές, το 37% προβλέπει σταθερότητα, και το 23%
προεξοφλεί μειώσεις. Για λόγους σύγκρισης, στην αντίστοιχη
έρευνα του 2024, το 80% προέβλεπε αυξήσεις και μόλις το 20%
σταθεροποίηση. Ταυτόχρονα, οι χαρακτηρισμοί περί «φούσκας»
και «παραλογισμού» κερδίζουν έδαφος: πέρυσι, μόνο το 16%
θεωρούσε υπερβολική την αύξηση τιμών, έναντι 41% φέτος, ενώ
όσοι χαρακτήριζαν τις τιμές «αδικαιολόγητες» ήταν 18,5%,
έναντι 28% σήμερα.
Μετατόπιση στην
οικονομική ισορροπία πωλητών–αγοραστών
Ένα ακόμη στοιχείο
που αναδεικνύει τις στρεβλώσεις της αγοράς είναι η βελτίωση
της οικονομικής κατάστασης των πωλητών. Συγκεκριμένα, το 70%
δηλώνει σήμερα σε καλή οικονομική κατάσταση, έναντι μόλις
34% πριν από έναν χρόνο – γεγονός που υποδηλώνει μειωμένη
πίεση για παραχωρήσεις στην τιμή πώλησης. Στον αντίποδα, η
οικονομική κατάσταση των αγοραστών παραμένει σε παρόμοια
επίπεδα (53% σήμερα έναντι 55,5% πέρυσι), αλλά με μικρότερη
αγοραστική δυνατότητα.
Το 81,5% των
αγοραστών δηλώνει ότι δεν μπορεί να διαθέσει πάνω από
200.000 ευρώ για αγορά κατοικίας (από 77% πέρυσι), ενώ
σημαντική αύξηση εμφανίζει και το ποσοστό όσων κινούνται στο
εύρος των 50.000 – 100.000 ευρώ, που πλέον ανέρχεται στο 36%
του συνόλου (έναντι 26,5% το 2024).
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα
2
Και ας κλείσουμε με
την πρόσφατη έρευνα της Alpha Bank για την αγορά ακινήτων:
Μέχρι στιγμής, η
επίδραση της αβέβαιης δασμολογικής πολιτικής της κυβέρνησης
Τραμπ στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων θεωρείται περιορισμένη.
Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόσφατη οικονομική έκθεση της
Alpha
Bank, μακροπρόθεσμα, η επιβολή υψηλότερων δασμών
και τα ενδεχόμενα αντίμετρα ενδέχεται να επιδράσουν
σημαντικά στην οικονομία της Ευρώπης, επηρεάζοντας εμμέσως
και τον τομέα των ακινήτων.
Η έκθεση
αναδεικνύει τέσσερις βασικές απειλές για τη μελλοντική
πορεία της οικιστικής αγοράς, με το ζήτημα των δασμών να
παίζει κεντρικό ρόλο. Η εξέλιξη της αγοράς κατοικιών στην
Ευρώπη το 2025 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις
εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–ΕΕ.
Οι αναλυτές
εκτιμούν ότι, εφόσον τελικά εφαρμοστούν οι δασμοί στα
ευρωπαϊκά προϊόντα, οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές μετά
από περίπου έξι μήνες, κυρίως σε δεύτερο επίπεδο.
Συγκεκριμένα:
Η αύξηση των δασμών
οδηγεί σε άνοδο του κόστους βασικών δομικών υλικών, όπως
χάλυβας, αλουμίνιο, τσιμέντο και ξυλεία. Αυτό έχει ως
συνέπεια την επιβάρυνση του κόστους κατασκευής, το οποίο
συνήθως μεταφέρεται στον τελικό καταναλωτή μέσω αυξημένων
τιμών σε ενοίκια και πωλήσεις κατοικιών.
Παράλληλα,
ενδέχεται να σημειωθούν καθυστερήσεις σε νέα κατασκευαστικά
έργα, γεγονός που επιδεινώνει τη χαμηλή προσφορά κατοικιών
και ενισχύει τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Οι μικρές
κατασκευαστικές εταιρείες, με περιορισμένα περιθώρια
κέρδους, δυσκολεύονται να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος,
ενώ επιβαρύνονται περαιτέρω από τις ελλείψεις εργατικού
δυναμικού και τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Αν οι εμπορικές
εντάσεις κλιμακωθούν, ο κλάδος της κατοικίας στην Ευρώπη
μπορεί να παρουσιάσει επιβράδυνση στο άμεσο μέλλον, με
μείωση στις συναλλαγές, πίεση στις τιμές και γενικότερη
αβεβαιότητα. Το περιβάλλον αυτό ενδέχεται να αποθαρρύνει την
απόφαση αγοράς κατοικίας, καθώς οι καταναλωτές επηρεάζονται
από τους φόβους για χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και
απώλεια θέσεων εργασίας.
Η
Alpha
Bank
τονίζει ότι η εξέλιξη της αγοράς κατοικίας αποτελεί κρίσιμο
παράγοντα για την οικονομική ευημερία της Ευρώπης, ιδιαίτερα
σε ένα περιβάλλον όπου η κρίση ακρίβειας εντείνει το
πρόβλημα της στέγασης, επιβαρύνοντας κυρίως τα πιο ευάλωτα
κοινωνικά στρώματα και διευρύνοντας τις κοινωνικές
ανισότητες.
Σε πολλές
ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, τα μέτρα
που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα κρίνονται ανεπαρκή για την
ουσιαστική στήριξη του βιοτικού επιπέδου των πολιτών σε
βάθος χρόνου. Η ανάγκη για ενίσχυση της Κοινωνικής
Στεγαστικής Πολιτικής καθίσταται επιτακτική, με την Ε.Ε. και
τις εθνικές κυβερνήσεις να καλούνται να σχεδιάσουν πιο
ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στο πλαίσιο του
European
Housing
Affordable Plan
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Στην πρόσφατη
μελέτη της Alpha Bank
για την προσιτή κατοικία στην Ελλάδα (Απρίλιος 2025)
επισημαίνεται ότι οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται με ρυθμό
ταχύτερο από αυτόν του διαθέσιμου εισοδήματος των
νοικοκυριών, γεγονός που επιτείνει το πρόβλημα της
προσιτότητας στέγασης.
Σύμφωνα με στοιχεία
της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά
13,9% το 2023 και κατά 8,7% το 2024. Στις μεγάλες πόλεις,
όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, οι αυξήσεις ήταν 8,2% και
11,2% αντίστοιχα. Αντίθετα, τα εισοδήματα των νοικοκυριών
αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό (8,1% το 2023 και 5,6% το
εννεάμηνο του 2024 σε ετήσια βάση).
Παράλληλα, έρευνα
του ΟΟΣΑ δείχνει ότι το 46% των Ευρωπαίων ανησυχεί – ή
ανησυχεί έντονα – για την ικανότητά του να βρει ή να
διατηρήσει κατάλληλη κατοικία τα επόμενα 1-2 χρόνια. Οι
τιμές των ακινήτων στην Ε.Ε. και τη ζώνη του ευρώ έχουν
αυξηθεί σωρευτικά κατά περίπου 50% την περίοδο 2014–2022.
Όπως επισημαίνει η
έκθεση της Alpha Bank,
η αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και του αυξανόμενου
κόστους ζωής δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στη
δημόσια χρηματοδότηση. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και
επενδύσεων σε προσιτή κατοικία είναι απαραίτητη για μια
βιώσιμη λύση. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να δημιουργήσουν ένα
περιβάλλον ευνοϊκό για τέτοιου είδους επενδύσεις, μειώνοντας
τον επενδυτικό κίνδυνο και προσφέροντας κίνητρα, όπως
φοροαπαλλαγές και σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο.
Οι συμπράξεις
δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), τα καινοτόμα
χρηματοδοτικά εργαλεία και η ενίσχυση των κεφαλαιαγορών που
επενδύουν σε προσιτή στέγαση αποτελούν βασικούς άξονες κάθε
μακροπρόθεσμης στρατηγικής στον τομέα αυτό.
|
|
|
|
|
|