|
00:01 - 20/10/25
|
| |
|
|
|

Στεγαστική Κρίση
Η κατοικία
καθίσταται όλο και πιο απρόσιτη για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά,
καθώς οι τιμές τόσο στην αγορά όσο και στα ενοίκια ακινήτων
έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα. Παράλληλα, η ραγδαία
εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου
Airbnb
εντείνει τις πιέσεις, ιδίως σε περιοχές όπου η προσφορά
κατοικιών παραμένει περιορισμένη, επιδεινώνοντας τη
στεγαστική κρίση σε πολλά αστικά κέντρα της Ευρώπης.
Η ανάπτυξη του
Airbnb
έχει συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση των τιμών σε
προνομιούχες τοποθεσίες, όπως τα ιστορικά κέντρα των πόλεων,
δημιουργώντας επιπρόσθετες κοινωνικές ανισορροπίες.
Αντιμέτωπη με την
κλιμάκωση του προβλήματος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει
νέα δέσμη μέτρων, επιδιώκοντας να προλάβει την περαιτέρω
επιδείνωση της κρίσης. Ο Δανός επίτροπος Νταν Γιόργκενσεν
δήλωσε στην εφημερίδα
Guardian
ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα της
στέγασης, υπογραμμίζοντας πως αν δεν υπάρξει έγκαιρη
πολιτική δράση, το έδαφος θα ενισχύσει τις λαϊκιστικές,
αντιευρωπαϊκές φωνές. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Κομισιόν
επισπεύδει τη δημοσίευση του πρώτου ευρωπαϊκού σχεδίου για
προσιτή στέγαση, το οποίο θα παρουσιαστεί τον Δεκέμβριο –
νωρίτερα από το 2026, που αρχικά είχε προγραμματιστεί – λόγω
της αυξανόμενης πίεσης.
Η στεγαστική κρίση
έχει λάβει ιδιαίτερα οξείες διαστάσεις και στην Ελλάδα. Τα
στοιχεία του Δείκτη
Deloitte
για τα ακίνητα δείχνουν πως, παρά τη σταδιακή προσαρμογή της
αγοράς στις νέες συνθήκες, η αύξηση των επιτοκίων, η
εκτόξευση των ενοικίων και η επιβράδυνση της οικοδομικής
δραστηριότητας καθιστούν τόσο τα νοικοκυριά όσο και τους
κατασκευαστές πιο συγκρατημένους. Παρόλα αυτά, η ζήτηση
παραμένει ισχυρή, κυρίως σε πόλεις που συγκεντρώνουν μεγάλο
αριθμό νέων κατοίκων.
Για το 2025, η
Αθήνα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη σε όρους
απρόσιτης στέγασης, ακολουθώντας το Άμστερνταμ, όπου η αγορά
ενός μέσου διαμερίσματος απαιτεί 15,4 φορές το ετήσιο
ακαθάριστο εισόδημα. Στην Αθήνα, ο λόγος αυτός διαμορφώνεται
στις 15,3 φορές, γεγονός που αποτυπώνει τη μεγάλη απόσταση
μεταξύ εισοδημάτων και αξιών ακινήτων. Ακολουθούν η Πράγα με
15,0 και η Košice
της Σλοβακίας με 14,2, επιβεβαιώνοντας ότι η ανισορροπία
μεταξύ προσφοράς και ζήτησης παραμένει έντονη σε πολλές
ευρωπαϊκές πόλεις, ανεξαρτήτως διαφορών στα επίπεδα
εισοδημάτων.
Η μεγαλύτερη ετήσια
αύξηση τιμών νέων κατοικιών καταγράφεται στην Κρακοβία
(+28,1%), ενώ το Λουξεμβούργο διατηρεί την πρωτιά στην
ακρίβεια με μέση τιμή 8.760 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον Δείκτη
UBS,
αυξημένος θεωρείται ο κίνδυνος δημιουργίας «φούσκας» σε
αγορές όπως η Γενεύη και το Άμστερνταμ, ενώ σε πόλεις όπως η
Φρανκφούρτη, το Μόναχο, το Λονδίνο και το Παρίσι ο κίνδυνος
είναι περιορισμένος.
Αντίθετα, η πιο
προσιτή αγορά νέας κατοικίας εντοπίζεται στη Δανία και
συγκεκριμένα στην πόλη Όντενσε, όπου απαιτούνται 4,9 ετήσια
εισοδήματα για την αγορά ενός διαμερίσματος 70 τ.μ. Την ίδια
αναλογία παρουσιάζει και το Τορίνο, ενώ ακολουθεί το
Μάντσεστερ με 5,3, γεγονός που αποδίδεται τόσο στις σταθερές
αποδοχές όσο και στην ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με τη
Eurostat,
την περίοδο 2010 – β’ τρίμηνο 2025, οι τιμές κατοικιών στην
ΕΕ αυξήθηκαν κατά 60,5%, ενώ τα ενοίκια σημείωσαν άνοδο
28,8%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις ενοικίων καταγράφηκαν στην
Εσθονία (+218%), τη Λιθουανία (+192%), την Ουγγαρία (+125%)
και την Ιρλανδία (+117%). Παρότι οι τιμές κατοικιών
παρουσίασαν διακυμάνσεις, η γενική τάση παραμένει ανοδική
από το 2024, με έξι διαδοχικά τρίμηνα ανόδου.
Ενδεικτική της
έντασης του προβλήματος είναι η περίπτωση της Πορτογαλίας.
Σύμφωνα με νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που
επικαλείται το
Euronews,
οι τιμές των κατοικιών στη χώρα είναι υπερτιμημένες έως και
35% σε σχέση με την πραγματική αξία τους, ποσοστό υψηλότερο
από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ. Οι αιτίες εντοπίζονται στην
έντονη τουριστική δραστηριότητα, στη χαμηλή οικοδομική
παραγωγή και στη μαζική διείσδυση των βραχυχρόνιων
μισθώσεων. Την τελευταία δεκαετία, οι τιμές κατοικιών στην
Πορτογαλία αυξήθηκαν πάνω από 200%, όπως και σε χώρες όπως η
Ουγγαρία, η Λιθουανία και η Πολωνία, έναντι μέσης αύξησης
50% στην ΕΕ.
Η έκθεση τονίζει ότι η
άνοδος του τουρισμού και των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει
ενισχύσει τη ζήτηση σε ιστορικά κέντρα πόλεων, αυξάνοντας
τις τιμές και τα ενοίκια. Επιπλέον, η Πορτογαλία διαθέτει
ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά κοινωνικής στέγασης στην
Ευρώπη – μόλις 2% του συνολικού αποθέματος κατοικιών – ενώ
σημαντικό τμήμα της αγοράς ελέγχεται από εταιρείες και
θεσμικούς επενδυτές, ενισχυμένους από τη μακρά περίοδο
χαμηλών επιτοκίων.
Ως πρόσθετο εμπόδιο
αναφέρεται η καθυστέρηση στην έκδοση οικοδομικών αδειών, που
σε ορισμένες χώρες – όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η
Ελλάδα – έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Στην
Πορτογαλία, η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και 31
εβδομάδες, σε αντίθεση με τη Λιθουανία όπου ολοκληρώνεται σε
τρεις. Παράλληλα, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κενών ακινήτων
περιορίζει περαιτέρω τη διαθεσιμότητα κατοικιών, καθιστώντας
τη στεγαστική κρίση μία από τις πιο πιεστικές κοινωνικές
προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ακίνητα
Και αφού πιάσαμε τα
ακίνητα. Νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποκαλύπτει ότι
η Πορτογαλία καταγράφει τις υψηλότερες τιμές κατοικιών στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον τουρισμό και τη χαμηλή οικοδομική
δραστηριότητα να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες. Την
τρίτη θέση στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνει η Ελλάδα.
Η έκθεση με τίτλο
«Στέγαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση: εξελίξεις στην αγορά,
υποκείμενοι παράγοντες και πολιτικές» δείχνει ότι οι τιμές
των κατοικιών αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 50% στην ΕΕ την
περίοδο 2014–2024. Ωστόσο, σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η
Λιθουανία, η Τσεχία, η Πορτογαλία, η Εσθονία, η Βουλγαρία
και η Πολωνία, η άνοδος ξεπέρασε το 200%.
Σύμφωνα με την
Κομισιόν, οι σημαντικότεροι λόγοι για την εκτόξευση των
τιμών είναι:
τα υψηλότερα
επιτόκια,
η αυξημένη ζήτηση
από εύπορα νοικοκυριά και επενδυτές,
η εξάπλωση των
βραχυχρόνιων μισθώσεων,
και η έλλειψη νέων
κατασκευών.
Η έκθεση
υπογραμμίζει ότι η Πορτογαλία εμφανίζει τη μεγαλύτερη
υπερτίμηση κατοικιών στην ΕΕ — περίπου 35% πάνω από την
πραγματική αξία — και είναι η μόνη χώρα όπου η υπερτίμηση
αυξήθηκε αισθητά το 2024. Υπερτιμημένα κατά 10–20%
θεωρούνται επίσης τα ακίνητα σε Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες,
Αυστρία, Ελλάδα, Τσεχία, Σουηδία και Λετονία.
Παρά τη μερική
υποχώρηση των τιμών το τελευταίο διάστημα, η Κομισιόν
προειδοποιεί ότι η προσαρμογή των αποτιμήσεων μπορεί να
καθυστερήσει, ιδίως στις χώρες όπου η προσφορά κατοικιών
παραμένει χαμηλή σε σχέση με τη ζήτηση.
Οι μεγαλύτερες
μειώσεις τιμών την τελευταία διετία καταγράφηκαν σε
Λουξεμβούργο, Σουηδία, Γερμανία, Γαλλία, Σλοβακία, Αυστρία
και Τσεχία, δηλαδή στις αγορές με την εντονότερη υπερτίμηση
ή υψηλό ιδιωτικό χρέος.
Η έκθεση αποδίδει
ιδιαίτερη σημασία στον τουρισμό και τις πλατφόρμες
βραχυχρόνιας μίσθωσης (όπως η Airbnb), που περιορίζουν την
προσφορά μακροχρόνιων ενοικιάσεων και ωθούν τις τιμές
ανοδικά.
«Η αύξηση του
τουρισμού και η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχουν
οδηγήσει σε άνοδο ενοικίων και τιμών κατοικιών, ειδικά σε
ιστορικά κέντρα και τουριστικές περιοχές», σημειώνει
χαρακτηριστικά η Κομισιόν.

|
|
|
|
|
|
|
|

Φέσια
Οι λογαριασμοί
ηλεκτρικού ρεύματος εξακολουθούν να αποτελούν έναν από τους
σημαντικότερους «πονοκεφάλους» για τα νοικοκυριά, ενώ η
εκρηκτική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών δημιουργεί πλέον
σοβαρούς κραδασμούς στην αγορά προμήθειας ενέργειας. Οι
επιπτώσεις είναι αισθητές για όλους τους καταναλωτές, καθώς
οι καθυστερήσεις πληρωμών οδηγούν σε προσαυξήσεις και
αναπροσαρμογές στις χρεώσεις.
Σύμφωνα με στελέχη
της αγοράς, ακόμη και σε ένα συντηρητικό σενάριο όπου οι
απλήρωτοι λογαριασμοί αυξάνονται κατά 300 εκατ. ευρώ
ετησίως, η επιβάρυνση αντιστοιχεί περίπου στο 5% της αξίας
ενέργειας που διακινείται στη χονδρική αγορά.
🔹 Ακριβό το
ρεύμα στην Ελλάδα
Τα στοιχεία του
Household Energy Price Index (HEPI) δείχνουν ότι τον
Αύγουστο η τιμή της κιλοβατώρας στην Αθήνα διαμορφώθηκε στα
24,86 λεπτά, έναντι 25,37 λεπτών του μέσου όρου της Ε.Ε. Αν
συμπεριληφθούν και μη κράτη-μέλη, όπως η Σερβία και η
Ουκρανία, ο μέσος όρος πέφτει στα 24,22 λεπτά,
αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει φθηνό ρεύμα, αλλά
παραμένει ακριβότερη από πολλές χώρες της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης.
Παρά τη μείωση στα
«πράσινα» τιμολόγια του Σεπτεμβρίου, οι τιμές του Οκτωβρίου
αυξήθηκαν ξανά — κυρίως από μικρότερους παρόχους — λόγω των
υψηλών τιμών χονδρικής (άνω των 130 €/MWh). Έτσι, οι
προβλέψεις για τους λογαριασμούς του Νοεμβρίου είναι
δυσοίωνες.
🔹 Στα 3,4 δισ.
ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές
Η ΡΑΑΕΥ στην ετήσια
έκθεσή της για το 2024 καταγράφει συνολικές οφειλές ύψους
3,4 δισ. ευρώ προς τους προμηθευτές ενέργειας:
1,74 δισ. ευρώ από
υφιστάμενους πελάτες,
1,65 δισ. ευρώ από
πελάτες που έχουν αλλάξει πάροχο.
Οι οικιακοί πελάτες
χωρίς ΚΟΤ οφείλουν περίπου 247,6 εκατ. ευρώ, ενώ οι
δικαιούχοι ΚΟΤ περίπου 51,1 εκατ. ευρώ. Οι επιχειρήσεις και
βιομηχανίες έχουν ακόμη μεγαλύτερες οφειλές (άνω των 275
εκατ. ευρώ), ενώ οι δημόσιοι φορείς και τα ειδικά τιμολόγια
ξεπερνούν τα 440 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, στη
Μέση Τάση οι οφειλές φθάνουν τα 514,8 εκατ. ευρώ, και στην
Υψηλή Τάση τα 209,7 εκατ. ευρώ. Η ΡΑΑΕΥ εκτιμά ότι η μέση
επιβάρυνση των προμηθευτών από τις ανεξόφλητες καταναλώσεις
φτάνει τα 32,84 €/MWh, ποσό που μετακυλίεται εν μέρει στους
συνεπείς καταναλωτές.
🔹 Οι πάροχοι
προειδοποιούν – Ζητούν άμεσες παρεμβάσεις
Ο Ελληνικός
Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) έχει ήδη
προειδοποιήσει την πολιτεία για τον κίνδυνο «ενεργειακής
ασφυξίας» και ζητά άμεση δράση για:
Τροποποίηση του
Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, ώστε να αποτραπεί το
φαινόμενο του «ενεργειακού τουρισμού» – δηλαδή της αλλαγής
παρόχου από κακοπληρωτές χωρίς εξόφληση προηγούμενων χρεών.
Επιτάχυνση των
εντολών απενεργοποίησης και παύσης εκπροσώπησης μετρητών από
τον ΔΕΔΔΗΕ, που σήμερα καθυστερούν έως και 24 μήνες.
Παρά τις
επανειλημμένες εκκλήσεις, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει
σημειωθεί. Η απόφαση του ΣτΕ (1888/2020) αφαίρεσε τη
δυνατότητα των προμηθευτών να αιτούνται διακοπή ρεύματος για
καταναλωτές που αλλάζουν πάροχο αφήνοντας οφειλές, ενώ η
καθυστέρηση εκτέλεσης των εντολών οδηγεί σε περαιτέρω
επιβάρυνση του συστήματος.
Όπως τονίζει ο ΕΣΠΕΝ, όσο
καθυστερεί η απενεργοποίηση ενός μετρητή, ο πάροχος
συνεχίζει να χρεώνεται για ενέργεια που δεν πληρώνεται. «Η
κατάσταση απαιτεί διαφάνεια, σαφές χρονοδιάγραμμα και
κυρώσεις σε περιπτώσεις αδράνειας», αναφέρουν στελέχη του
κλάδου, υπογραμμίζοντας ότι κάθε μήνας καθυστέρησης σημαίνει
νέα χρέη και νέες επιβαρύνσεις για όλους τους καταναλωτές.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ώρες Εργασίας
Η Ελλάδα κατέχει
την πρώτη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά τις πολλές ώρες
εργασίας, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για
το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Συγκεκριμένα, το 20,9% των
Ελλήνων εργαζομένων ηλικίας 20 έως 64 ετών απασχολείται πάνω
από 45 ώρες εβδομαδιαίως – ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου
όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10,8%).
Τα ευρήματα αυτά
επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις συνθήκες
απασχόλησης στη χώρα, αποτελώντας βασικό επιχείρημα της
αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά τη
διάρκεια της πρόσφατης απεργίας με αφορμή τον νέο εργασιακό
νόμο, ο οποίος προβλέπει δυνατότητα εργασίας έως και 13 ώρες
ημερησίως στον ίδιο εργοδότη.
Γιατί οι Έλληνες
εργάζονται τόσο πολύ
Η αυξημένη διάρκεια
εργασίας στην Ελλάδα αποδίδεται σε μια σειρά παραγόντων:
Οικονομική
αβεβαιότητα και χαμηλές αμοιβές, που ωθούν πολλούς
εργαζομένους να αναζητούν επιπλέον εισόδημα.
Υψηλή –αν και
μειούμενη– ανεργία, η οποία παραμένει σημαντικά πάνω από τον
μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Επισφάλεια στην
αγορά εργασίας και ανεπαρκής εφαρμογή της εργατικής
νομοθεσίας.
Δομή της ελληνικής
επιχειρηματικότητας, με κυριαρχία μικρών και οικογενειακών
επιχειρήσεων.
Εποχικότητα, κυρίως
στους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης, που οδηγεί σε
έντονη εντατικοποίηση κατά τη θερινή περίοδο.
Έλλειψη εργατικού
δυναμικού σε αρκετούς τομείς, με αποτέλεσμα οι ίδιες θέσεις
να καλύπτονται από λιγότερα άτομα.
Τι δείχνουν τα
στοιχεία της Eurostat
Η Ελλάδα βρίσκεται
στην κορυφή της κατάταξης με 20,8% των εργαζομένων να
δουλεύουν πάνω από 45 ώρες την εβδομάδα, ακολουθούμενη από
Κύπρο (16,6%) και Μάλτα (14,6%). Στον αντίποδα, οι
χαμηλότερες επιδόσεις καταγράφονται στη Βουλγαρία (2,5%), τη
Λετονία (4,1%) και τη Ρουμανία (5,9%).
Σε επίπεδο
Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 72,3% των εργαζομένων εργάζεται μεταξύ
20 και 44 ωρών εβδομαδιαίως. Στην Ελλάδα, ωστόσο, μόλις 6,1%
απασχολείται λιγότερο από 19 ώρες, γεγονός που αποκαλύπτει
τη χαμηλή διείσδυση της μερικής απασχόλησης.
Ο μέσος
εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας
Με βάση τα
προηγούμενα στοιχεία της Eurostat, ο μέσος εβδομαδιαίος
χρόνος εργασίας στην κύρια απασχόληση το 2024 διαμορφώθηκε
στις 39,8 ώρες, ο υψηλότερος στην Ευρώπη. Για τους άνδρες
πλήρους απασχόλησης, ο μέσος όρος ανέβηκε στις 42,4 ώρες.
Οι υπερωρίες πλέον
δηλώνονται και αμείβονται
Ένα θετικό στοιχείο
είναι ότι, χάρη στην ψηφιακή κάρτα εργασίας, οι υπερωρίες
πλέον δηλώνονται και πληρώνονται κανονικά.
Σύμφωνα με τα
δεδομένα του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», οι δηλωμένες
υπερωρίες το 2025 έφθασαν τα 4 εκατομμύρια ώρες,
σημειώνοντας αύξηση κατά 1,8 εκατ. σε σχέση με το 2024. Η
μεγαλύτερη άνοδος παρατηρείται στους κλάδους του τουρισμού
και της εστίασης, όπου οι υπερωρίες αυξήθηκαν έως και 728%
σε διάστημα επτά μηνών.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|