|
00:01 - 21/10/25
|
| |
|
|
|

Εισοδήματα
Για να φτάσει η
Ελλάδα σε επίπεδα αγοραστικής δύναμης συγκρίσιμα με εκείνα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται μια μακρά περίοδος
διατηρήσιμης ανάπτυξης με ρυθμούς άνω του 2%.
Σύμφωνα με τα
νεότερα στοιχεία της Eurostat, το 2024 η
αγοραστική δύναμη των Ελλήνων ήταν κατά 30%
χαμηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, γεγονός που
κατατάσσει τη χώρα στη δεύτερη χαμηλότερη θέση
στην ΕΕ, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία.
Παράλληλα, μόλις
δέκα από τα 27 κράτη-μέλη της Ένωσης
ξεπερνούν τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας
τη σημαντική υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με τις πιο
ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης.
Μια βαθιά ριζωμένη
ανισορροπία
Όπως επισημαίνουν
οικονομικοί αναλυτές, τα δεδομένα αποκαλύπτουν μια
χρόνια ανισορροπία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και
την ανταμοιβή της εργασίας.
Η ελληνική
οικονομία εμφανίζει χαμηλότερη παραγωγικότητα της
εργασίας σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο,
γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα σημαντικής αύξησης των
μισθών χωρίς απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Η
παρατεταμένη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας
προκάλεσε σοβαρή πτώση των εισοδημάτων και διεύρυνε την
απόκλιση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Παρά τις μειώσεις
φόρων που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα
εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλή έμμεση
φορολογία (όπως ΦΠΑ και Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης),
η οποία επιβαρύνει δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.
Επιπλέον, οι
ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά, ιδίως στα
τρόφιμα, είναι συχνά εντονότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Έτσι, οι ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς απορροφώνται από
την ακρίβεια, μειώνοντας την πραγματική αγοραστική δύναμη
των νοικοκυριών.
Η
αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων μετά την κρίση
περιόρισε τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων,
συμβάλλοντας στη συγκράτηση του μισθολογικού κόστους σε
χαμηλά επίπεδα.
Ο συνδυασμός όλων
αυτών των παραγόντων τροφοδοτεί το οικονομικό άγχος
των πολιτών, παρά τη θετική πορεία της οικονομίας τα
τελευταία χρόνια.
|
|
|
|
|
|
|
|

Η μακρά πορεία προς τη σύγκλιση
Οι ειδικοί εκτιμούν
ότι για να επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό
μέσο όρο, η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερα από 10 χρόνια –
ενδεχομένως και έως 15 έτη – σταθερής ανάπτυξης και
παράλληλης αύξησης της παραγωγικότητας.
Η ιστορική σύγκριση
δείχνει το βάθος του προβλήματος: το 2008 η αγοραστική
δύναμη του μέσου Έλληνα αντιστοιχούσε στο 94% του ευρωπαϊκού
μέσου όρου· μετά την κρίση υποχώρησε στο 71% το 2012, στο
68% το 2016 και διαμορφώθηκε στο 70% το 2024.
Προοπτικές
ανάπτυξης 2026–2027
Οι προβλέψεις για
τα επόμενα χρόνια συγκλίνουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Εγχώριοι και διεθνείς οργανισμοί συμφωνούν ότι η ανάκαμψη θα
στηριχθεί κυρίως:
Στις επενδύσεις,
που θα ενισχυθούν από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας, οδηγώντας σε διψήφια αύξηση ιδιωτικών και
δημόσιων επενδύσεων το 2026.
Στην ιδιωτική
κατανάλωση, χάρη στη βελτίωση των εισοδημάτων, τις αυξήσεις
μισθών και συντάξεων και τη μείωση της ανεργίας.
Στη δημοσιονομική
σταθερότητα, με τη συνεχιζόμενη μείωση του λόγου δημόσιου
χρέους προς ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τις
τελευταίες εκτιμήσεις (Οκτώβριος 2025):
Η κυβέρνηση
προβλέπει ανάπτυξη 2,4% (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2026),
Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή προβλέπει 2,2%,
Η Τράπεζα της
Ελλάδος εκτιμά 2%,
Ο ΟΟΣΑ αναμένει
2,1%.
Οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι η ελληνική οικονομία θα
συνεχίσει να αναπτύσσεται με σταθερούς αλλά όχι θεαματικούς
ρυθμούς, στηριζόμενη κυρίως στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις
και στην εσωτερική ζήτηση.
Ωστόσο, η έλλειψη
ενός ανανεωμένου παραγωγικού μοντέλου που να ενισχύει την
παραγωγικότητα, να αυξάνει τη συμμετοχή της βιομηχανίας και
των τεχνολογικά προηγμένων κλάδων και να μειώνει την
εξάρτηση από υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας,
παραμένει καθοριστική πρόκληση για την ελληνική οικονομία.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ελληνικά Νοικοκυριά – Φέσια
Εντύπωση και
ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η Ελλάδα, εδώ και δέκα
χρόνια, διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με
ληξιπρόθεσμες οφειλές σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση – και
μάλιστα η ψαλίδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες όχι μόνο
δεν κλείνει, αλλά ανοίγει.
Το 2024, το ποσοστό
των νοικοκυριών που καθυστερούν πληρωμές σε ενοίκια, δάνεια,
λογαριασμούς ή αγορές με πίστωση ανήλθε στο 9,2% στην ΕΕ των
27 και στο 9,5% στην Ευρωζώνη.
Στην Ελλάδα, όμως,
το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε το 42,8%, δηλαδή
υπερτετραπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι επόμενες χώρες
στην κατάταξη, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, έχουν ποσοστά
18,7% και 17% αντίστοιχα — λιγότερα από τα μισά της Ελλάδας.
Η κατάσταση
κορυφώθηκε την περίοδο της εκτόξευσης του πληθωρισμού, το
2022 και το 2023. Μέσα σε έναν μόλις χρόνο, το ποσοστό των
νοικοκυριών με καθυστερημένες πληρωμές ανέβηκε από 36,4%
(2021) στο 45,5% (2022).
Το 2023 καταγράφηκε
το υψηλότερο ποσοστό μετά την εποχή των μνημονίων,
αγγίζοντας το 47,3%.
Η τελευταία φορά
που η Ελλάδα βρέθηκε σε τόσο οριακή κατάσταση ήταν το 2015,
την περίοδο της πολιτικής και οικονομικής αναταραχής:
δημοψήφισμα, capital controls, τρίτο μνημόνιο. Τότε, σχεδόν
ένα στα δύο νοικοκυριά (49,3%) δεν μπορούσε να πληρώνει
εγκαίρως τις υποχρεώσεις του.
Το 2016 το ποσοστό μειώθηκε ελαφρώς στο 47,9%, και σταδιακά
υποχώρησε μέχρι την πανδημία. Ωστόσο, από το 2022 και μετά,
η τάση αντιστράφηκε ξανά.
Παρά τη βελτίωση
πολλών μακροοικονομικών δεικτών, η καθημερινότητα των
νοικοκυριών θυμίζει ακόμη περίοδο κρίσης. Η δημοσιονομική
«επιτυχία» —υπερπλεονάσματα, αυξημένα φορολογικά έσοδα,
μείωση του δημόσιου χρέους— στηρίζεται σε μια νέα μορφή
λιτότητας που επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Η απομείωση της
αγοραστικής δύναμης, η υπερφορολόγηση, η αύξηση του κόστους
ζωής και η εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου λόγω υπερεργασίας
συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικής δυσφορίας.
Η αίσθηση αδικίας
αποτυπώνεται σε δημοσκοπήσεις, που δείχνουν μια κοινωνία
εγκλωβισμένη ανάμεσα στην απογοήτευση και τη δυσπιστία.
Η απογοήτευση,
εύκολα, μετατρέπεται σε θυμό και κοινωνική ένταση. Το 2024,
οι μεγάλες κινητοποιήσεις —όπως εκείνες για τα Τέμπη ή για
την υπόθεση του Πάνου Ρούτσι— εξέφρασαν αυτή την υποβόσκουσα
οργή.
Η κυβερνητική
απάντηση, με περιορισμούς σε συγκεντρώσεις στο μνημείο του
Αγνώστου Στρατιώτη, επιχειρεί να προλάβει την ανασύνταξη
κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας· κινημάτων ετερόκλητων και
ασυνεχών, αλλά που συνθέτουν ένα αναδυόμενο ρεύμα κοινωνικής
αντιπολίτευσης.
Τα στοιχεία της
Eurostat αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ
που παραμένει εγκλωβισμένη σε τόσο υψηλά ποσοστά χρεωμένων
νοικοκυριών για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα — όχι μόνο κατά
τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και μετά από αυτή.
Το 2015, στη
Βουλγαρία, πάνω από 33% των νοικοκυριών είχε καθυστερημένες
πληρωμές· σήμερα το ποσοστό έχει πέσει κάτω από το 20%.
Παρόμοια βελτίωση σημείωσαν η Κύπρος, Κροατία, Ρουμανία,
Ουγγαρία, Σλοβενία και Ιρλανδία, που από επίπεδα 20%-30%
έπεσαν κάτω από 10%.
Η Ελλάδα, αντίθετα,
παραμένει σταθερά πάνω από 40%, με μοναδική εξαίρεση τη
διετία της πανδημίας (2020-21), όταν τα κρατικά επιδόματα
συγκράτησαν προσωρινά την πίεση.
|
|
|
|
|
|
|
|

Τα φτωχότερα νοικοκυριά στο όριο
Το 2024, οι
απλήρωτοι λογαριασμοί, οι καθυστερημένες δόσεις και τα
ενοίκια αποτελούν μόνιμο βάρος για το 43% των ελληνικών
νοικοκυριών.
Η κατάσταση είναι
δραματική για τα φτωχότερα στρώματα: οκτώ στα δέκα
νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος (77,9% το 2024) ζουν υπό τον
συνεχή φόβο έξωσης, πλειστηριασμού ή διακοπής ρεύματος και
νερού.
Η εικόνα αυτή
αποκαλύπτει μια χρόνια υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, όπου η
Ελλάδα, παρά τη στατιστική «ανάκαμψη», εξακολουθεί να βιώνει
μια σιωπηλή, κοινωνική κρίση που πλήττει τον πυρήνα της
καθημερινότητας.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ευρώπη – Κεντρική Ασία: Θέσεις Εργασίας
Η Παγκόσμια Τράπεζα
προειδοποιεί ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη και την
Κεντρική Ασία (ECA)
επιβραδύνεται και ότι η απλή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
δεν αρκεί για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της. Η περιοχή
αντιμετωπίζει μια κρίσιμη δημογραφική πρόκληση, καθώς ο
πληθυσμός σε ηλικία εργασίας αναμένεται να μειωθεί κατά
περίπου 17 εκατομμύρια άτομα τις επόμενες δεκαετίες, γεγονός
που απειλεί να επιβαρύνει σημαντικά την ανάπτυξη εάν δεν
υπάρξουν συντονισμένες επενδύσεις σε δεξιότητες, καινοτομία
και ιδιωτική επιχειρηματικότητα.
Σύμφωνα με την
τελευταία οικονομική ενημέρωση της Τράπεζας, η ανάπτυξη
προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 2,4% το 2025 (από 3,7% το
2024), με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας να
εντοπίζονται σε τομείς χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών
αποδοχών, κυρίως στις υπηρεσίες. Το ζητούμενο πλέον είναι
όχι μόνο περισσότερες, αλλά και ποιοτικότερες, πιο
παραγωγικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Ο επικεφαλής
οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ιβαΐλο Ιζβόρσκι,
τόνισε ότι η χαμηλή παραγωγικότητα της περιοχής συνδέεται με
ένα άνισο ανταγωνιστικό περιβάλλον, που συχνά ευνοεί τις
υφιστάμενες μεγάλες ή κρατικές επιχειρήσεις εις βάρος των
μικρότερων. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, απαιτείται
ενίσχυση της ανταγωνιστικής ουδετερότητας, άρση των εμποδίων
εισόδου στην αγορά, απλοποίηση των κανονισμών, καλύτερη
πρόσβαση στη χρηματοδότηση και εκσυγχρονισμός της
εκπαίδευσης.
Ο Ιζβόρσκι
υπογράμμισε επίσης τη σημασία της κινητοποίησης ιδιωτικών
κεφαλαίων και της ενίσχυσης της περιφερειακής κινητικότητας
του εργατικού δυναμικού, αξιοποιώντας τις διαφορετικές
δημογραφικές τάσεις: τη γήρανση του πληθυσμού στην Κεντρική
και Νοτιοανατολική Ευρώπη και την αύξηση του νεανικού
πληθυσμού στην Κεντρική Ασία. Η προώθηση συμφωνιών
μετανάστευσης που συνδέουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση
στις χώρες προέλευσης θα μπορούσε, σύμφωνα με την Τράπεζα,
να λειτουργήσει επωφελώς και για τις δύο πλευρές.
Παράδειγμα των
διαρθρωτικών προκλήσεων αποτελεί η Αλβανία, όπου η έλλειψη
εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στον κατασκευαστικό κλάδο
περιορίζει την ανάπτυξη. Ο επικεφαλής ανάπτυξης επιχειρήσεων
Ένις Σέχου επισημαίνει ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η
συνεργασία μεταξύ σχολείων, πανεπιστημίων και επιχειρήσεων
είναι καίριας σημασίας. Όπως τονίζει, οι εταιρείες προωθούν
τις κατασκευές ως σύγχρονο, τεχνολογικά αναβαθμισμένο
επάγγελμα (με χρήση 3D
μοντέλων,
drones
και έξυπνων τεχνολογιών), αλλά για να παραμείνουν οι
εργαζόμενοι απαιτούνται καλύτερες αμοιβές, ασφάλεια και
συνθήκες εργασίας.
Ο Σέχου προτείνει η
κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τα δημόσια έργα υποδομής ως
εργαλείο ανάπτυξης δεξιοτήτων, παρέχοντας φορολογικά κίνητρα
στις εταιρείες που επενδύουν στην κατάρτιση και επιβάλλοντας
την πρόσληψη μαθητευόμενων. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται
και σε άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου, παρά τις
προσπάθειες για διασύνδεση των επαγγελματικών σχολών με την
αγορά εργασίας, εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις σε
δεξιότητες.
Τελικά, όπως
σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα, η μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα
των οικονομιών της περιοχής εξαρτάται από ένα συνδυασμό
μεταρρυθμίσεων που ενώνουν την εκπαίδευση, τις επενδύσεις
και τη διακυβέρνηση. Η ενίσχυση των φυσικών και ψηφιακών
υποδομών, η βελτίωση της διακυβέρνησης, η ενδυνάμωση των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η προσέλκυση ιδιωτικών
κεφαλαίων αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις.
Σε μια περίοδο
γεωπολιτικών εντάσεων, πολέμων και αναδιάρθρωσης των
εμπορικών διαδρομών, η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι πλέον η
δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά η μετατροπή τους σε μοχλό
καινοτομίας και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Σύμφωνα με την
Τράπεζα, η Ευρώπη μπορεί να διατηρήσει την ανθεκτικότητά της
μόνο εάν επενδύσει αποφασιστικά σε ανθρώπινο κεφάλαιο,
ανταγωνιστικότητα και ιδιωτική πρωτοβουλία.
|
|
|
|
|
|