|
00:01 - 23/06/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνική Οικονομία
Σημαντικά και πολυδιάστατα ευρήματα
αναδεικνύει το νέο «Παρατηρητήριο Πληθωρισμού» της Τράπεζας
της Ελλάδος, αποτυπώνοντας
μια διττή εικόνα: ενώ η Ευρωζώνη κινείται προς
αποπληθωριστικές τάσεις, η Ελλάδα ακολουθεί αντίστροφη
πορεία, με τον πληθωρισμό να επιταχύνεται τον Μάιο. Το
εύρημα αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι στο
πρώτο τρίμηνο του έτους, οι μέσες αποδοχές στη χώρα
μειώθηκαν.
Η αντίθεση αυτή, σε
συνδυασμό με τη συμπεριφορά των μισθών, φέρνει στην
επιφάνεια βαθύτερες αντιφάσεις και δομικά ζητήματα της
ελληνικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα:
Διεύρυνση του
πληθωριστικού χάσματος Ελλάδας–Ευρωζώνης
Το πλέον
εντυπωσιακό στοιχείο του Παρατηρητηρίου είναι η αυξανόμενη
απόκλιση ανάμεσα στον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό.
Ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης στην Ευρωζώνη μειώθηκε τον Μάιο
στο 1,9% από 2,2% τον Απρίλιο, στην Ελλάδα σημειώθηκε άνοδος
στο 3,3% από 2,6%, δημιουργώντας μια διαφορά 1,4 ποσοστιαίων
μονάδων – τη μεγαλύτερη των τελευταίων μηνών.
Ιδιαίτερη ανησυχία
προκαλεί η εξέλιξη του δομικού
πληθωρισμού (εξαιρουμένων τροφίμων και ενέργειας),
ο οποίος στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 4,0% από 3,8%, ενώ στην
Ευρωζώνη μειώθηκε στο 2,3% από 2,7%. Η τάση αυτή υποδηλώνει
ισχυρές αυξήσεις κυρίως στις τιμές υπηρεσιών και ενδεχομένως
εντοπίζεται σε προβλήματα ανταγωνισμού ή ολιγοπωλιακές
δομές.
Ο ρόλος των διεθνών
εξελίξεων – το φαινόμενο Trump
Πέραν των εγχώριων
αιτίων, σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζουν και
εξωτερικοί παράγοντες. Η πολιτική δασμών που έχει υιοθετήσει
η νέα αμερικανική κυβέρνηση (γνωστό ως "Trump effect")
οδηγεί σε επιβράδυνση της ζήτησης και αποπληθωρισμό σε κράτη
της ΕΕ με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό προς τις ΗΠΑ. Η
Ελλάδα, ως οικονομία με μικρότερη άμεση έκθεση, φαίνεται να
επηρεάζεται καθυστερημένα και κυρίως μέσω της μείωσης
κατανάλωσης σε ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. τουριστικές ροές),
γεγονός που ενισχύει τη χρονική ασυμμετρία στην επίδραση της
νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Όπως δήλωσε
χαρακτηριστικά ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, στο
ertnews:
«Η αύξηση των
δασμών στις ΗΠΑ –το αποτελεσματικό ποσοσό (Effective Tariff
Rate) έφτασε στο 13,5% από 2,5%– επηρεάζει αρνητικά τη
ζήτηση στην Ευρώπη, οδηγώντας σε πτώση των εξαγωγών και
αποπληθωριστικές πιέσεις».
|
|
|
|
|
|
|
|

Το «παράδοξο» των μισθών και των τιμών στην
Ελλάδα
Παρότι τα στοιχεία
δείχνουν πτώση του μέσου μισθού κατά 2% το α’ τρίμηνο του
2025, οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται – φαινομενικά ένα
αντιφατικό φαινόμενο. Στην ουσία, όμως, αυτή η μείωση δεν
σημαίνει καθολική υποχώρηση των αποδοχών.
Η εξήγηση είναι η
εξής:
Η απασχόληση
αυξήθηκε, καθώς η ανεργία υποχώρησε περαιτέρω. Αυτό σήμαινε
ότι περισσότερα άτομα απέκτησαν εισόδημα –έστω και χαμηλό–
γεγονός που ενίσχυσε τη συνολική κατανάλωση και κατά
συνέπεια τις τιμές.
Οι νέες προσλήψεις
έγιναν κυρίως σε χαμηλόμισθες θέσεις, ρίχνοντας τον μέσο όρο
των αποδοχών.
Οι αυξήσεις στον
κατώτατο μισθό (από 830 σε 880 ευρώ) τέθηκαν σε ισχύ τον
Απρίλιο, εκτός του διαστήματος που καλύπτει το α’ τρίμηνο.
Παραδείγματος
χάριν:
Αν από 100
εργαζόμενους με μισθό 1.000 ευρώ (συνολικά 100.000 ευρώ),
μεταβούμε σε 120 εργαζόμενους με μισθό 980 ευρώ (117.600
ευρώ συνολικά), το μέσος μισθός πέφτει κατά 2%, αλλά το
συνολικό εισόδημα αυξάνεται – γεγονός που ενισχύει τη
ζήτηση.
Αυτή η εικόνα
υποδεικνύει ένα πρόβλημα ποιότητας απασχόλησης: προστίθενται
νέες θέσεις εργασίας, αλλά χαμηλής αμοιβής και περιορισμένης
παραγωγικότητας, την ίδια ώρα που θέσεις υψηλής αξίας –ιδίως
σε τομείς όπως η Πληροφορική– παραμένουν κενές.
Συμπεράσματα και
μελλοντικές τάσεις
Παρά τη συγκυριακή
μείωση στο α’ τρίμηνο, η ΤτΕ εκτιμά ότι η μέση αποζημίωση
ανά εργαζόμενο ("compensation per employee") θα αυξηθεί
μεσοπρόθεσμα:
το 2025: +5,5%
το 2026: +4,8%
το 2027: +4,3%
Η μείωση του πρώτου
τριμήνου αποδίδεται, επομένως, σε εποχικούς και συνθετικούς
παράγοντες, όπως η αυξημένη μερική απασχόληση, η αλλαγή στο
μείγμα των θέσεων και η καθυστερημένη ενσωμάτωση των
μισθολογικών αυξήσεων.
Το χάσμα στις
προσδοκίες και η αμφισβήτηση της πολιτικής της ΕΚΤ
Η αποκλίνουσα
πορεία της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρωζώνη, ιδίως ως προς
τον δομικό πληθωρισμό, αναδεικνύει τους περιορισμούς της
ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Την ίδια ώρα, το χάσμα
προσδοκιών μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών προκαλεί
προβληματισμό: ενώ οι επιχειρήσεις αναμένουν πληθωρισμό στο
2,9%, οι καταναλωτές εκτιμούν ότι θα φτάσει το 8,0%. Η
απόκλιση αυτή φανερώνει σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης και
αποτυπώνει την πίεση που βιώνουν τα νοικοκυριά στην
καθημερινότητά τους.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνική Οικονομία 2
Η Ελλάδα θέτει ως
στόχο να ανεβάσει το ονομαστικό της ΑΕΠ σε επίπεδα υψηλότερα
του 2009. Οι πιθανότητες υλοποίησης του στόχου είναι
αυξημένες, καθώς με πραγματική ανάπτυξη 2,2% στο α΄ τρίμηνο
και ονομαστική άνω του 5%, η χρονιά θα κλείσει με ΑΕΠ άνω
των 240 δισ. ευρώ. Κάτι που στην πράξη σημαίνει ότι το 2025
θα αποτελέσει τη χρονιά του νέου ιστορικού υψηλού
καταρρίπτοντας το «ξεχασμένο» από το 2008 ρεκόρ των 238 δισ.
ευρώ.
Θα αποτυπωθεί αυτό
σε όλους τους κρίσιμους επιμέρους δείκτες; Όπως σημειώνει
ρεπορτάζ της Καθημερινής, η απάντηση είναι «Οχι». Τα
αναλυτικά στοιχεία δείχνουν ότι πρέπει να διανύσουμε
απόσταση και για να επανέλθουν μια σειρά δείκτες –μεταξύ των
οποίων οι επενδύσεις, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ή ακόμη και ο
μέσος μισθός– στα προ 15ετίας επίπεδα. Υπάρχουν και κάποιοι
δείκτες που δεν θα επανέλθουν. Ενας από αυτούς, ο πληθυσμός
της χώρας. Λόγω δημογραφικού, τα περισσότερα από 11
εκατομμύρια κάτοικοι θα απομακρύνονται ολοένα και
περισσότερο και αυτό θα αποτυπώνεται σε πολλά επίπεδα, με
κυριότερο, τον αριθμό των απασχολουμένων της χώρας
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
–δείκτης που αυτή τη στιγμή μάς φέρνει στην προτελευταία
θέση της Ευρώπης μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία– υπολείπεται
αισθητά σε σχέση με τα επίπεδα του 2008, οπότε καταγράφηκε
το ιστορικό υψηλό. Επιλέγοντας τις σταθερές τιμές για να μην
επηρεάζεται η μέτρηση από τον πληθωρισμό, το κατά κεφαλήν
ΑΕΠ του 2024 ανήλθε σε 19.250 ευρώ, με την αντίστοιχη
επίδοση του 2008 να διαμορφώνεται σε 21.610 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι
εξακολουθούμε να κινούμαστε σε επίπεδα 10%-11% χαμηλότερα
συγκριτικά με τα αντίστοιχα του προηγούμενου «υψηλού». Το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές θα χρειαστεί… υπομονή
τουλάχιστον 2-3 χρόνια για να επανέλθει στα προ οικονομικής
κρίσης επίπεδα. Η υστέρηση σε επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ
αποτυπώνεται σε πολλά επίπεδα. Το βασικότερο, ο μέσος
ονομαστικός μισθός.
Προς το παρόν, ο
μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα –
ονομαστικός μισθός σημαίνει ότι ως δείκτης κουβαλάει και την
επίπτωση του πληθωρισμού– είναι χαμηλότερος από τον
αντίστοιχο του 2009. Μπήκαμε στην κρίση με μέσο μισθό 1.450
ευρώ, επίπεδο που έχουμε βάλει ως στόχο να ανακτήσουμε το
2027.
Βιώσιμη αύξηση
μισθών προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας και αύξηση της
παραγωγικότητας χρειάζεται όσο το δυνατόν ταχύτερη αύξηση
των επενδύσεων. Η πρόοδος που καταγράφεται στο συγκεκριμένο
πεδίο είναι πιο αργή από αυτή που απαιτείται για να
επανέλθουμε στα προ κρίσης επίπεδα. Δεν είναι μόνο το
γεγονός ότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, παρά την
πρόοδο των τελευταίων ετών, παραμένει στο επίπεδο του 15,3%,
μακριά και από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (21,2%) και από την
επίδοση του 2009.
Είναι και το
γεγονός ότι οι καθαρές επενδύσεις –αυτές που μένουν αν
αφαιρεθούν οι αποσβέσεις– υπολείπονται κατά 75,5 δισ. ευρώ
σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Τη σχετική μέτρηση έκανε
σε πρόσφατο δελτίο της η Eurobank. Για το σύνολο της
οικονομίας, στο διάστημα 2010-2024 οι αποσβέσεις ξεπέρασαν
τις ονομαστικές επενδύσεις κατά 75,5 δισ. ευρώ. Το «άνοιγμα»
είχε φτάσει στα 88,7 δισ. ευρώ το 2021 και η αύξηση των
επενδύσεων κατά την τριετία 2022-2024 είχε ως αποτέλεσμα να
«κλείσει» η ψαλίδα.
Από τα 75,5 δισ.
ευρώ, τα 12,1 δισ. ευρώ αφορούν τις μη χρηματοοικονομικές
επιχειρήσεις. Στα νοικοκυριά εντοπίζεται το μεγαλύτερο
«άνοιγμα», το οποίο μάλιστα είναι και το μόνο που έχει
διευρυνθεί συγκριτικά με το 2021: από τα 53,1 δισ. ευρώ
φτάσαμε στα 58,5 δισ. ευρώ, κάτι που σε μεγάλο βαθμό
οφείλεται στις μειωμένες επενδύσεις και στις αυξημένες
αποσβέσεις των ακινήτων.
Η αναγκαιότητα
αύξησης των επενδύσεων δεδομένη. Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου
που δημοσιεύτηκαν την Παρασκευή αποτύπωσαν μείωση, η οποία
μπορεί να είναι και συγκυριακή. Το σίγουρο είναι ότι
απαιτούνται πολύ βελτιωμένες επιδόσεις για να επιταχυνθεί η
διαδικασία σύγκλισης με τα προ κρίσης επίπεδα, και όσον
αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και όσον αφορά το μείζον ζήτημα
των μισθών.
Εκεί που είναι πολύ
δύσκολα τα πράγματα, είναι στο μέτωπο του αριθμού των
απασχολουμένων. Το 2008, η Ελλάδα μετρούσε πάνω από 4,6
εκατομμύρια. Στη χειρότερη καμπή της οικονομικής κρίσης,
πέσαμε ακόμη και στα 3,4 με 3,5 εκατομμύρια. Και τώρα που το
ποσοστό ανεργίας έχει πλησιάσει αρκετά στα επίπεδα πριν από
το 2009 (σ.σ. το χαμηλό της 20ετίας εντοπίζεται λίγο κάτω
από το 8%), ο αριθμός των απασχολουμένων οριακά ξεπερνά τα
4,2 εκατομμύρια με βάση τα στοιχεία α΄ τριμήνου 2025 που
ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ. Πού θα βρεθούν
επιπλέον 400.000 απασχολούμενοι σε μια χώρα η οποία
συρρικνώνεται πληθυσμιακά κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες κάθε
χρόνο, είναι μια «εξίσωση» που σίγουρα δεν λύνεται εύκολα.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αυξάνεται διαρκώς το κόστος στέγασης – Κάθε χρόνο
και πιο βαρύ
Καμία ένδειξη
άμβλυνσης δεν παρουσιάζει το στεγαστικό πρόβλημα στην
Ελλάδα, το αντίθετο μάλιστα, καθώς όπως δείχνουν τα
τελευταία στοιχεία της
Eurostat
για το 2024, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να είναι τα
πιο επιβαρυμένα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Με βάση
τη Eurostat,
το 2024 οι Eλληνες
κατέβαλαν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την
κάλυψη δαπανών στέγασης (π.χ. ενοίκιο, δόση στεγαστικού
δανείου, λογαριασμοί ρεύματος, θέρμανση και επισκευές –
συντηρήσεις). Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
των 27, καθώς ο μέσος όρος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν
ξεπερνάει το 19,2%. Ακόμη χειρότερο κρίνεται ότι η τάση στην
Ε.Ε. βαίνει μειούμενη (19,7% το 2023), ενώ αντιθέτως στην
Ελλάδα παρατηρείται οριακή αύξηση έναντι του 2023, όταν το
σχετικό ποσοστό διαμορφωνόταν σε 35,2%, ενώ το 2022 ήταν
34,2%.
Όπως αναφέρονταν σε δημοσίευμα της Καθημερινής πριν λίγο
καιρό, στην εξέλιξη αυτή καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το
γεγονός ότι τόσο τα ενοίκια όσο και οι δαπάνες στεγαστικών
δανείων αυξήθηκαν την τελευταία διετία, ενώ υψηλότερο είναι
και το κόστος της ενέργειας, με αποτέλεσμα να έχουν
αντισταθμιστεί ουσιαστικά οι όποιες ενισχύσεις έγιναν στο
διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, είτε μέσω των μισθολογικών
απολαβών είτε μέσω των φοροελαφρύνσεων. Σύμφωνα με τις δύο
τελευταίες ετήσιες εκθέσεις του δικτύου μεσιτικών γραφείων
RE/
MAX
Ελλάς για την αγορά ενοικίων, το μεν 2023-2024 σημειώθηκε
αύξηση κατά 5,6% πανελλαδικά και 7,6% στην Αττική, ενώ την
περίοδο 2022-2023 η μέση άνοδος στο σύνολο της χώρας άγγιξε
το 5,9% και το 5,3% στην Αττική. Εν τω μεταξύ τα ενοίκια
συνεχίζουν να «καλπάζουν», καθώς σύμφωνα με τα χθεσινά
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό του μηνός Μαΐου,
σημειώθηκε αύξηση κατά 10,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα
του 2024.

Αντιστοίχως, η σημαντική αύξηση των επιτοκίων από τα μέσα
του 2022 και μέχρι το τέλος του 2023, ως αποτέλεσμα της
νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τη μείωση του
πληθωρισμού, αύξησε σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού των
στεγαστικών δανείων, η πλειονότητα των οποίων είναι
κυμαινόμενου επιτοκίου. Παρότι έκτοτε η ΕΚΤ έχει προβεί σε
διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, θα απαιτηθεί κι άλλος χρόνος
έως ότου αυτό αποτυπωθεί στη στεγαστική πίστη.
Εκτός από την Ελλάδα, σημαντική κρίνεται η επιβάρυνση από
τις δαπάνες στέγης στη Δανία, όπου τα νοικοκυριά δαπανούν το
26,3% των εισοδημάτων τους, στη Σουηδία με 24,6%, ενώ
ακολουθεί η Γερμανία με 24,5%. Ειδικά η περίπτωση της
Γερμανίας είναι χαρακτηριστική, αν ληφθεί υπόψη ότι σε
μεγάλες μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα το Βερολίνο,
εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια το μέτρο του πλαφόν στις
αυξήσεις των ενοικίων, που φαίνεται πως είναι ανεπαρκές για
να ελέγξει τις τιμές.
Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη επιβάρυνση απολαμβάνει η
Κύπρος, με μόλις 11,4% του διαθέσιμου εισοδήματος να
κατευθύνεται σε δαπάνες στέγης, ενώ χαμηλά είναι και τα
ποσοστά σε Ιταλία με 13,6%, Ισπανία με 16,7% και Πορτογαλία
με 16,8%, παρότι στις χώρες αυτές υπάρχουν έντονες
αντιδράσεις για τη διείσδυση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και
τα καταργηθέντα πλέον προγράμματα χορήγησης αδειών παραμονής
τύπου
Golden
Visa.
Σε πρόσφατη συμμετοχή του σε εκδήλωση για την αγορά ακινήτων
που πραγματοποίησε η
Deloitte
Hellas,
ο Παύλος Μαρινάκης, υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και
κυβερνητικός εκπρόσωπος, παραδέχθηκε μεν ότι σήμερα η
πρόσβαση των νεότερων ανθρώπων (κάτω των 40 ετών) στην αγορά
κατοικίας δεν είναι αυτονόητη, όπως ήταν τις προηγούμενες
δεκαετίες, ωστόσο υπεραμύνθηκε των κυβερνητικών
πρωτοβουλιών, τονίζοντας ότι μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει
αναπτύξει 40 πρωτοβουλίες πολιτικής, προϋπολογισμού 6 δισ.
ευρώ, για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης. Μάλιστα,
προανήγγειλε ότι «άμεσα σχεδιάζουμε την αξιοποίηση 1.000
δημοσίων ακινήτων (π.χ. της ΕΤΑΔ, του Υπερταμείου) για τη
διάθεση στην αγορά έως 10.000 κατοικιών και σε βάθος χρόνου
6.500 δημοσίων ακινήτων για τη δημιουργία 25.000 κατοικιών».
Στόχος είναι να υπάρξει τόνωση της προσφοράς και με τον
τρόπο αυτό να συγκρατηθούν οι τιμές.
Σε πρόσφατη τοποθέτησή του για τη στεγαστική κρίση, ο
Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών –
Αττικής, επισήμανε ότι «οι τιμές των ενοικίων είναι εκτός
ελέγχου, η προσφορά κατοικίας δεν καλύπτει τις πραγματικές
ανάγκες και η ανανέωση του οικιστικού αποθέματος προχωράει
με ρυθμούς χελώνας». Σύμφωνα με τον κ. Ποταμιάνο, «η
πολιτεία σχεδιάζει ερήμην της πραγματικότητας, χωρίς να έχει
θεσμοθετήσει διαδικασία διαλόγου με την αγορά ακινήτων. Δεν
συνυπολογίζει τη γνώση των ανθρώπων του πεδίου. Το
αποτέλεσμα είναι οι ρυθμίσεις είτε να αποτυγχάνουν είτε να
αυτοαναιρούνται και τα προγράμματα να μην πιάνουν τόπο». Ο
κ. Ποταμιάνος έχει επισημάνει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί
πρωτίστως το έλλειμμα προσφοράς, αξιοποιώντας τα ακίνητα του
Δημοσίου, αλλά και των ιδρυμάτων, όπου έχουν εντοπιστεί
τουλάχιστον 5.000 κενές κατοικίες. Παράλληλα, όπως αναφέρει,
«θα πρέπει να αποφεύγονται αντίμετρα, όπως προγράμματα τύπου
“Σπίτι μου”, που καταλήγουν να αυξάνουν απότομα τη ζήτηση,
ακυρώνοντας τα όποια οφέλη μπορούν να προκύψουν και σε
επίπεδο τιμών από μια ενδεχόμενη αύξηση της προσφοράς».
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Επόμενη Κρίση
Δεν θα μας
αιφνιδιάσουν τράπεζες που αγνοήσαμε, αλλά αγορές στις οποίες
σκόπιμα επιτρέψαμε να λειτουργούν χωρίς φως. Η επόμενη
χρηματοπιστωτική κρίση δεν είναι πια υποθετική.
Διαμορφώνεται σταδιακά, τροφοδοτούμενη από ανεξέλεγκτες
εξαγορές, αδιαφανείς επενδύσεις και ένα σύστημα που έχει
εθιστεί στο ρίσκο χωρίς συνέπειες. Το πρόβλημα δεν είναι η
άγνοια – είναι η αδράνεια.
Σύμφωνα με ανάλυση
του Economist, η κατάρρευση του συστήματος είναι μάλλον
αναμενόμενη. Δεν θα πυροδοτηθεί από στεγαστικά δάνεια
αμφίβολης ποιότητας, ούτε από ξαφνικές αυξήσεις επιτοκίων. Η
ρίζα της θα βρεθεί εκεί όπου οι θεσμοί επιλέγουν να μην
κοιτούν: στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των μη ρυθμιζόμενων
χρηματοοικονομικών αγορών, στη χρηματιστηριακή
εμπορευματοποίηση του κινδύνου και στην επιβολή μιας
crypto–κανονικότητας σε ένα ήδη ασταθές οικοδόμημα.
Τα ιδιωτικά
κεφάλαια έχουν εκτοξευθεί. Μεταξύ 2018 και 2023, τα
διαχειριζόμενα κεφάλαια σε private equity, ιδιωτικό χρέος,
υποδομές, venture capital και real estate σχεδόν
διπλασιάστηκαν, φθάνοντας τα 13,1 τρισ. δολάρια, κατά τη
McKinsey. Αντιθέτως, η παραδοσιακή χρηματιστηριακή αγορά,
όπου ισχύουν αυστηροί κανόνες διαφάνειας και εποπτείας,
συρρικνώνεται. Οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τη δημόσια εγγραφή
και η διαφάνεια υποχωρεί.
Ένα όλο και
μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου κεφαλαίου μετακινείται σε
«σκιώδεις» ζώνες, μακριά από τον έλεγχο των αρχών, των
επενδυτών και της κοινωνίας.
Μια ψευδαίσθηση
ελέγχου
Η εποχή των
θεαματικών αποδόσεων και των δανειοδοτούμενων εξαγορών
βασίστηκε στην αύξηση των αποτιμήσεων και τα φθηνά δάνεια –
όχι στην πραγματική οικονομική απόδοση. Αυτή η περίοδος έχει
πλέον τελειώσει. Με τα επιτόκια αυξημένα και τις εξόδους από
επενδύσεις πιο δύσκολες, οι αποδόσεις έχουν «παγώσει». Κι
όμως, θεσμικοί επενδυτές εξακολουθούν να διοχετεύουν
κεφάλαια σε μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία, αναζητώντας
απεγνωσμένα αποδόσεις. Ταυτόχρονα, οι διαχειριστές κεφαλαίων
διευρύνουν τη βάση επενδυτών, στοχεύοντας σε πλούσιους
ιδιώτες, και έτσι το ρίσκο διαχέεται προς τα κάτω.
Σε Ηνωμένο Βασίλειο
και ηπειρωτική Ευρώπη, πολιτικές πιέσεις οδηγούν στη
χαλάρωση των ρυθμίσεων για να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε
«τολμηρά» περιουσιακά στοιχεία από τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Αγνοείται, ωστόσο, το βασικότερο: το ρίσκο δεν εξαφανίζεται,
απλώς αλλάζει μορφή.
|
|
|
|
|
|