|
Παραοικονομία
Το 2025
χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή γεωπολιτική και
οικονομική αβεβαιότητα. Ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται τα
πρώτα σημάδια επιβράδυνσης στις μεγάλες οικονομίες. Παρά το
δύσκολο διεθνές σκηνικό, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να
αναπτύσσεται. Ωστόσο, ένα από τα πιο επίμονα προβλήματα που
παραμένουν είναι η παραοικονομία, η οποία όχι μόνο ενισχύει
τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και διαβρώνει την
εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς.
Η παραοικονομία
περιορίζει τις δυνατότητες για φορολογικές ελαφρύνσεις
Παρότι έχουν
ενταθεί οι έλεγχοι και η χρήση υποχρεωτικών ηλεκτρονικών
συναλλαγών, η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό
ζήτημα. Αυτό στερεί σημαντικά δημόσια έσοδα, περιορίζοντας
τον δημοσιονομικό χώρο και καθιστώντας δύσκολη την υλοποίηση
φορολογικών ελαφρύνσεων – ειδικά σε μια περίοδο όπου το
αυξημένο κόστος ζωής πιέζει τα ελληνικά νοικοκυριά.
Το μέγεθος της
παραοικονομίας: έως και 18% του ΑΕΠ
Ο Ιωάννης
Τσουκαλάς, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του
Κράτους στη Βουλή, εκτιμά ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα
φτάνει τα 41 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 16% με 18% του
ΑΕΠ. Αυτό το ποσό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της
δηλωμένης ιδιωτικής κατανάλωσης για το 2023 (151 δισ. ευρώ)
και του συνολικού ύψους των δηλωθέντων εισοδημάτων (110 δισ.
ευρώ).
Μάλιστα, σύμφωνα με
πρόσφατη ανάλυση του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής Έρευνας
(CEPR) από τους οικονομολόγους Francesco Pappadà και Kenneth
Rogoff, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο επίπεδο
παραοικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η παραοικονομία
τροφοδοτείται από διάφορες μορφές παράνομων ή αδήλωτων
δραστηριοτήτων: αδήλωτη εργασία, διακίνηση αγαθών χωρίς
παραστατικά, αποφυγή φορολογίας και εισφορών, πληρωμές με
μετρητά χωρίς αποδείξεις. Παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί
τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τη
λειτουργία του κράτους και την αποτελεσματικότητα της
οικονομικής πολιτικής.
Προτεινόμενες
φορολογικές αλλαγές
Με βάση αυτά τα
δεδομένα, το Γραφείο Προϋπολογισμού προτείνει αναμόρφωση της
φορολογικής κλίμακας με στόχο την ελάφρυνση κυρίως των
μισθωτών και της μεσαίας τάξης. Συγκεκριμένα:
Προτείνεται η
εισαγωγή ενός ενδιάμεσου φορολογικού συντελεστή μεταξύ του
9% (έως 10.000 ευρώ) και του 22% (10.000 20.000 ευρώ), ώστε
η φορολογική επιβάρυνση να γίνεται πιο σταδιακά.
Εξετάζεται η αύξηση
του ορίου εισοδήματος από το οποίο επιβάλλεται ο ανώτατος
συντελεστής 44%, που σήμερα εφαρμόζεται από τις 40.000 ευρώ,
ή εναλλακτικά η μείωση του ίδιου του συντελεστή.
Η χρηματοδότηση των
προτεινόμενων μέτρων αναμένεται να προέλθει από το
υπερπλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025, το
οποίο εκτιμάται σε 1,5 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω αυξημένων
εσόδων και της μη ένταξης αμυντικών δαπανών στον υπολογισμό.
Παράλληλα, το
Γραφείο τονίζει ότι η μείωση έμμεσων φόρων όπως ο ΦΠΑ δεν
είναι η καταλληλότερη λύση αυτή τη στιγμή, αφού τα οφέλη
σπάνια μεταφέρονται στους καταναλωτές και συνήθως
απορροφώνται από μεσάζοντες.
Προβλέψεις για την
ανάπτυξη
Λαμβάνοντας υπόψη
τις τρέχουσες συνθήκες, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναθεώρησε
ελαφρώς προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της
ελληνικής οικονομίας το 2025, τοποθετώντας τον ρυθμό
μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 2,2%, με εύρος εκτίμησης από 2,1% έως
2,3%.
Η μείωση αυτή
αποδίδεται κυρίως σε δύο εξωτερικούς παράγοντες που
επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική εμπιστοσύνη και το
επενδυτικό κλίμα: οι συνεχιζόμενες απειλές για νέους δασμούς
σε διεθνές επίπεδο και η πρόσφατη αναταραχή στη Μέση
Ανατολή.
|