|
00:01 - 28/07/25
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Αγορά Εργασίας
Παρά τη μείωση της
ανεργίας σε επίπεδα που δεν είχαν καταγραφεί τα τελευταία
δεκαπέντε χρόνια, η ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να
αντιμετωπίζει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, οι οποίες
περιορίζουν τις μελλοντικές της προοπτικές, όπως
επισημαίνουν η Alpha Bank και η Eurobank στις αναλύσεις τους
για το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Όπως τονίζουν, η
πτώση της ανεργίας δεν οφείλεται αποκλειστικά στη δημιουργία
νέων θέσεων εργασίας, αλλά σε σημαντικό βαθμό και στη
συρρίκνωση του ίδιου του εργατικού δυναμικού, καθώς πολλοί
άνεργοι μετακινούνται στην κατηγορία των οικονομικά μη
ενεργών.
Ο συνδυασμός αυτού
του φαινομένου με τη διαχρονικά χαμηλή συμμετοχή στην αγορά
εργασίας –ιδίως των γυναικών– και τις δημογραφικές πιέσεις
διαμορφώνει ένα πιο περίπλοκο πλαίσιο, όπου η βελτίωση των
αριθμητικών δεικτών δεν συνεπάγεται απαραίτητα και ποιοτική
αναβάθμιση της αγοράς εργασίας.
Eurobank
Η Eurobank
υπογραμμίζει ότι ο επίμονος πληθωρισμός στην Ελλάδα κατά το
πρώτο εξάμηνο του 2025 συνδυάστηκε με αισθητή ετήσια μείωση
της ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος
όρος του εποχικά διορθωμένου ποσοστού ανεργίας για την
περίοδο Ιανουαρίου–Μαΐου 2025 διαμορφώθηκε στο 8,9% του
εργατικού δυναμικού, έναντι 11,0% την ίδια περίοδο του 2024.
Στην έκθεση «7
Ημέρες Οικονομία», η Eurobank παρουσιάζει τα στοιχεία σε
απόλυτους αριθμούς, σημειώνοντας ότι οι απασχολούμενοι
αυξήθηκαν κατά 1,2% (κατά 51,1 χιλιάδες άτομα), ενώ οι
άνεργοι μειώθηκαν κατά 20,5% (κατά 108,3 χιλιάδες άτομα).
Επισημαίνει ότι η αποκλιμάκωση της ανεργίας δεν προκύπτει
μόνο από την απορρόφηση ανέργων από την αγορά εργασίας, αλλά
και από το γεγονός ότι ένα μέρος τους αποχώρησε από το
εργατικό δυναμικό. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη
μείωση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό
δυναμικό, το οποίο διαμορφώθηκε στο 60,9% στο πρώτο
πεντάμηνο του 2025, από 61,5% το αντίστοιχο διάστημα του
2024.
Σε ευρωπαϊκό
επίπεδο, η Ελλάδα παραμένει στην τρίτη υψηλότερη θέση ως
προς το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των 27 κρατών-μελών για το
διάστημα Ιανουαρίου–Μαΐου 2025. Με ποσοστό 8,9%, η χώρα
υπολείπεται μόνο της Ισπανίας (10,9%) και της Φινλανδίας
(9,1%), ενώ βρίσκεται αισθητά πάνω από τον μέσο όρο της
Ευρωζώνης (6,3%) και της ΕΕ-27 (5,9%). Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πτωτική τάση
αναμένεται να συνεχιστεί, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο
9,3% για το σύνολο του 2025 και στο 8,7% το 2026.
Alpha Bank
Στην ανάλυση
Economic and Financial Outlook για το πρώτο εξάμηνο του
2025, η Alpha Bank εστιάζει επίσης στη σύνθεση της μείωσης
της ανεργίας, αναφέροντας ότι οι άνεργοι μειώθηκαν κατά
20,5% σε ετήσια βάση, καθώς ένα μέρος αυτών μετακινήθηκε
στον μη ενεργό πληθυσμό, ο οποίος παράλληλα αυξήθηκε.
Πέρα από τα
αριθμητικά στοιχεία, η Alpha Bank αναλύει τις διαρθρωτικές
προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία,
συνδέοντας τη δυναμική της απασχόλησης με εσωτερικούς
παράγοντες, όπως οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις και το
χαμηλό ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ.
Ιδιαίτερη έμφαση
δίνεται στη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας σε σχέση με
την υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως λόγω των περιορισμένων δεικτών
συμμετοχής των νέων, των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων
και, κυρίως, των γυναικών.
Η Alpha Bank
τονίζει ότι το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών στην Ελλάδα
(78,8%) πλησιάζει τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (81%), ενώ το
αντίστοιχο για τις γυναίκες (61,7%) υπολείπεται αισθητά
(71,2% στην ΕΕ-27).
Η διαφορά αυτή
αποδίδεται τόσο στο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας μεταξύ των
γυναικών (12,2% έναντι 7,1% στους άνδρες), όσο και στη
χαμηλότερη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Επιπλέον,
επισημαίνεται ότι η αποδυνάμωση του εργατικού δυναμικού
επιτείνεται από τη σημαντική εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου προς
το εξωτερικό, γεγονός που επιβαρύνει τη βιωσιμότητα του
ασφαλιστικού συστήματος και περιορίζει τη δυναμική της
παραγωγικότητας.


|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Σε όλο και περισσότερο δανεισμό …
Την ώρα τώρα που
ανακοινώθηκε μεγάλη αύξηση των καταθέσεων, αρκετά
ενδιαφέροντα βρήκαμε τα ακόλουθα. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες
καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο σε δανεισμό, καθώς το
διαθέσιμο εισόδημά τους δεν επαρκεί για να καλύψει τις
αυξανόμενες δαπάνες, με αποτέλεσμα να περιορίζονται τόσο η
αποταμίευση όσο και οι επενδύσεις τους.
Τα στοιχεία που
δημοσίευσαν σήμερα η Eurostat και η ΕΛΣΤΑΤ είναι
χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό
αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών εμφάνισε τη
μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, επιδεινώνοντας
περαιτέρω το ήδη αρνητικό επίπεδό του στο πρώτο τρίμηνο του
2025.
Ειδικότερα, η
αναλογία αποταμίευσης προς το διαθέσιμο εισόδημα των
νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες σε
σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2024, τη στιγμή που
στην Ευρωζώνη κατέγραψε οριακή αύξηση κατά 0,1 π.μ. Βάσει
των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αποταμίευσης
διαμορφώθηκε στο -8,5% έναντι -2,4% το αντίστοιχο τρίμηνο
του 2024.
Η υποχώρηση της
αποταμίευσης προήλθε αφενός από τη μικρή μείωση του
διαθέσιμου εισοδήματος κατά 0,8% σε σχέση με το προηγούμενο
τρίμηνο, όπως προκύπτει από τον πίνακα της Eurostat, και
αφετέρου από την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών κατά 2,5%.
Σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα
σημείωσε οριακή άνοδο 0,7%, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες
αυξήθηκαν κατά 6,7%.
Ταυτόχρονα,
μειώνεται και η επενδυτική δραστηριότητα των ελληνικών
νοικοκυριών σε πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή κυρίως σε ακίνητα.
Όπως καταγράφει η Eurostat, το ποσοστό επενδύσεων σε σχέση
με το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες
μονάδες ή κατά 5,5%, αποτελώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη πτώση
μετά το Βέλγιο (-0,5 π.μ.). Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το
ποσοστό επενδύσεων των ελληνικών νοικοκυριών περιορίστηκε
στο 24,2% από 26,4% το πρώτο τρίμηνο του 2024.



|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ασφαλιστικό
Στις χώρες με τα
χαμηλότερα πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης,
παραμένει η Ελλάδα με τη μέση ηλικία αποχώρησης των γυναικών
να διαμορφώνεται στα 59,7 έτη και των ανδρών στα 63,2 έτη,
σύμφωνα με τη νέα μελέτη του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές
απασχόλησης στα κράτη μέλη του.
Η εικόνα για τα
όρια ηλικίας δίδεται στο διάγραμμα της σελίδας 197 από την
έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές απασχόλησης που δόθηκε
προσφάτως στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τον
ΟΟΣΑ, (στοιχεία του 2022) η μέση ηλικία εξόδου από την αγορά
εργασίας στην Ελλάδα είναι 59,7 έτη για τις γυναίκες και
63,2 έτη για τους άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί κατατάσσουν τη
χώρα μας στις χαμηλότερες θέσεις, όχι μόνο στον ΟΟΣΑ, αλλά
και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας μόνο το Λουξεμβούργο.
Παρά τις αλλαγές
που έγιναν μετά τον Αύγουστο του 2015 με το νόμο 4336/2015
που αύξησε σταδιακά τις ηλικίες συνταξιοδότησης για τους
παλαιούς –προ του 1993-ασφαλισμένους, τα όρια ηλικίας
διατηρήθηκαν χαμηλότερα από άλλες χώρες. Η προσαρμογή των
ηλικιών στο νέο νόμο ολοκληρώθηκε το 2021 και από το 2022 τα
όρια ηλικίας των παλαιών ασφαλισμένων εξομοιώθηκαν με αυτά
των νέων μετά το 1993 ασφαλισμένων, δηλαδή στα 62 έτη με 40
χρόνια ασφάλισης ή στα 67 με 15ετία για την πλήρη σύνταξη
και στα 62 έτη με τουλάχιστον 15 χρόνια για τη μειωμένη
σύνταξη.
Ο λόγος που παρά
την προσαρμογή σήμερα εξακολουθούν και υπάρχουν τα
"παράθυρα" για συνταξιοδότηση σε χαμηλότερες ηλικίες ιδίως
στις γυναίκες, είναι επειδή πολλοί ασφαλισμένοι μπορούν να
συνταξιοδοτηθούν με την ηλικία που κατοχύρωσαν στο
μεταβατικό διάστημα από 19/8/2015 ως 31/12/2021.Αν δηλαδή
μια ασφαλισμένη κατοχύρωσε το 2019 να συνταξιοδοτηθεί στα 59
της χρόνια, αυτή θα είναι και η ηλικία αποχώρησης ακόμη και
αν τη συμπληρώνει το 2025 που τα όρια ηλικίας είναι 62 έτη
με 40ετία ή 67 με 15ετία.
Η εικόνα
διαφοροποιείται αισθητά σε άλλες χώρες. Στην Ιταλία, για
παράδειγμα, οι γυναίκες αποχωρούν από την εργασία στα 62 έτη
και οι άνδρες στα 63.
Στην Ισπανία, οι
ηλικίες είναι 61,8 για τις γυναίκες και 62,1 για τους
άνδρες.
Στη Γερμανία, η
μέση ηλικία εξόδου φτάνει τα 63,4 έτη για τις γυναίκες και
τα 63,7 για τους άνδρες.
Στη Δανία, οι
αντίστοιχες ηλικίες είναι 63,8 και 64,5, ενώ στη Σουηδία
–μια χώρα με ενεργή γήρανση και πολιτικές που ενθαρρύνουν τη
μακροχρόνια παραμονή στην εργασία– οι γυναίκες αποχωρούν στα
64,5 έτη και οι άνδρες στα 65,5.
Ακόμη και στη
Νορβηγία, που διαθέτει από τα πιο γενναιόδωρα συστήματα
πρόνοιας παγκοσμίως, οι εργαζόμενοι μένουν περισσότερο στην
αγορά εργασίας: οι γυναίκες κατά μέσο όρο έως τα 62,4 έτη
και οι άνδρες έως τα 64,9.
Τα "παράθυρα" και
οι αλλαγές του 2027
Οι χαμηλότερες
έναντι της Ε.Ε ηλικίες συνταξιοδότησης στην Ελλάδα μπορεί
να δημιουργήσουν σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας στο
ασφαλιστικό μας σύστημα, καθώς όσο τα παράθυρα δεν κλείνουν
τόσο θα τα αξιοποιούν οι ασφαλισμένοι ασκώντας το δικαίωμά
τους σε συνταξιοδότηση με ευνοϊκές προϋποθέσεις.
Τερματισμό στα
χαμηλά όρια ηλικίας αναμένεται να βάλει η νομοθετική αλλαγή
που θα τεθεί σε ισχύ από το 2027 και προβλέπει τη σύνδεση
της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής.
Σύμφωνα με την
ισχύουσα νομοθεσία, από το 2027 η ηλικία για πλήρη σύνταξη
θα αναπροσαρμόζεται αυτόματα ανάλογα με τις μεταβολές στο
προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού άνω των 65 ετών. Δηλαδή, αν η
ΕΛΣΤΑΤ καταγράψει αύξηση στο προσδόκιμο, η ηλικία
συνταξιοδότησης θα αυξηθεί με αναλογικό τρόπο. Η πρώτη
εφαρμογή της ρύθμισης αυτής θα πραγματοποιηθεί βάσει της
εξέλιξης του προσδόκιμου ζωής άνω των 65 ετών στη δεκαετία
2016-2026.
Στόχος της
μεταρρύθμισης είναι να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς ο πληθυσμός
γηράσκει και η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους
μειώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα αναμένεται να έχει από τα
υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού άνω των 65 ετών έως το 2050.
Οι αλλαγές αυτές θα
έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ασφαλισμένους. Όσοι σήμερα
προσδοκούν συνταξιοδότηση στα 62 με 40 χρόνια ασφάλισης ή
στα 67 με τουλάχιστον 15 χρόνια εργασίας, μπορεί να
χρειαστεί να περιμένουν 1 ή 2 χρόνια παραπάνω – ανάλογα με
την πορεία του προσδόκιμου ζωής. Το νέο σύστημα, ουσιαστικά,
θεσπίζει έναν "δείκτη γήρανσης" που λειτουργεί ως αυτόματος
μηχανισμός αύξησης των ηλικιών συνταξιοδότησης.
Η ηλικία εξόδου
"αυξάνει" την εργασία των συνταξιούχων
Η μελέτη του ΟΟΣΑ
αποκαλύπτει ότι σε χώρες με υψηλότερη κανονική ηλικία
συνταξιοδότησης, αυξάνεται και η απασχόληση των ατόμων άνω
των 65 ετών αν και η δυναμική αυτή διαφέρει ανά χώρα,
ανάλογα με τις θεσμικές δομές και τα συστήματα πρόωρης
εξόδου.
Σε όλες τις ηλικιακές
ομάδες, η διακύμανση του ποσοστού απασχόλησης μειώνεται:
στην ηλικία 4554 ετών, η τυπική απόκλιση πέφτει από 8,2 %
το 2000
σε
6 %
το 2023,
ενώ
για
την
ηλικία 5559
ετών
από 13,7 %
σε 8,1 %.
Αυτό
σημαίνει
ότι
οι
διαφορές
ανά
χώρα
περιορίζονται
εκτός
από την ηλικία 6064, όπου η διακύμανση παραμένει μεγάλη
(13,5 %).
Η αυξημένη
συμμετοχή των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό δημιουργεί
και την ανάγκη επαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισής τους. Η
συμμετοχή των ηλικιωμένων εργαζομένων στην απασχόληση πρέπει
να συνοδευτεί όπως αναφέρει η μελέτη του ΟΟΣΑ από πολιτικές
ενδυνάμωσης του εργατικού δυναμικού όπως:
- Εκπαίδευση και
ψηφιακή κατάρτιση, ειδικά για εργαζόμενους με λιγότερες
δεξιότητες.
- Ευέλικτες μορφές
εργασίας: εργασία μερικής απασχόλησης, teleworking, χαμηλές
ώρες.
- Κίνητρα πρόσληψης
ηλικιωμένων, εξάλειψη ηλικιακών διακρίσεων.
- Υπηρεσίες
υποστήριξης για εργαζόμενους με αναπηρίες ή προβλήματα
υγείας.
- Κίνητρα για
επιχειρήσεις, από φορολογικά έως επιδοτήσεις, ώστε να
διατηρούν και να αξιοποιούν την εμπειρία των μεγαλύτερων σε
ηλικία εργαζομένων.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Κλιματική αλλαγή – τρόφιμα
Η επίδραση της
κλιματικής αλλαγής και των ακραίων καιρικών φαινομένων στον
αγροτικό τομέα, που συνδέεται με τον κίνδυνο μακροχρόνιων
αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων, έχει αποτελέσει
αντικείμενο ανάλυσης σε πολλές μελέτες.
Μια πιο πρόσφατη
έρευνα του Κέντρου Υπερυπολογιστή της Βαρκελώνης συνδέει
άμεσα δεκάδες ακραία καιρικά γεγονότα με απότομες,
βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων,
αναδεικνύοντας τη διογκούμενη ευπάθεια των διατροφικών
συστημάτων απέναντι στις περιβαλλοντικές κρίσεις.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η αύξηση κατά 50% της τιμής του ελαιολάδου
στην Ευρώπη το προηγούμενο έτος, έπειτα από παρατεταμένες
ξηρασίες στη νότια Ισπανία το 2022 και το 2023.
Στην Ινδία, ένας
καύσωνας τον Μάιο του περασμένου έτους προκάλεσε άνοδο των
τιμών των κρεμμυδιών κατά 89%, ενώ στη Νότια Κορέα οι τιμές
του λάχανου αυξήθηκαν κατά 70% μετά τον θερινό καύσωνα.
Στην Ιαπωνία, οι
τιμές του ρυζιού σημείωσαν άνοδο 48% τον Σεπτέμβριο, έπειτα
από καύσωνα τον Αύγουστο, ενώ στην Κίνα οι τιμές των
λαχανικών αυξήθηκαν κατά 30%.
Στην Καλιφόρνια, οι
ξηρασίες προκάλεσαν αύξηση κατά 80% στις τιμές των λαχανικών
στην Αριζόνα τον Νοέμβριο του 2022.
Οι αυξήσεις
τιμών αναμένεται να συνεχιστούν
Πολλά από τα
καιρικά φαινόμενα που οδήγησαν στις συγκεκριμένες
ανατιμήσεις χαρακτηρίστηκαν «εντελώς πρωτοφανή», δήλωσε ο
κύριος συγγραφέας της μελέτης, Μεξιλίλιαν Κοτς. Οι
θερμοκρασίες ήταν «πολύ πέρα από τα όρια που θα περιμέναμε
σε ένα σταθερό κλίμα που δεν έχει επηρεαστεί από τις
ανθρώπινες εκπομπές ρύπων», πρόσθεσε.
Η έρευνα έδειξε ότι
οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων συχνά εμφανίζονταν
λίγους μήνες μετά τα ακραία καιρικά γεγονότα, κάτι που, όπως
προειδοποιούν οι ερευνητές, αναμένεται να γίνεται ολοένα
συχνότερο με την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής.
«Γνωρίζουμε ήδη ότι
τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι πιο έντονα και πιο συχνά
σε σχέση με πριν από 30 ή 40 χρόνια, και αναμένουμε αυτή η
τάση να συνεχιστεί όσο αυξάνονται οι εκπομπές αερίων του
θερμοκηπίου», τόνισε ο Κοτς.
Αν το διατροφικό
σύστημα «συνεχίσει να αντιδρά όπως τα τελευταία χρόνια, θα
πρέπει να περιμένουμε ανάλογες εξελίξεις στις τιμές των
τροφίμων, ίσως ακόμη πιο ακραίες και απρόβλεπτες»,
συμπλήρωσε.
Διάχυση μέσω του
εμπορίου
Η μελέτη κατέδειξε
ότι οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων μεταφέρονται από
τοπικές περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω του διεθνούς
εμπορίου. Για παράδειγμα, το κόστος της σοκολάτας στη
Βρετανία εκτοξεύτηκε όταν οι τιμές του κακάου
τριπλασιάστηκαν λόγω ξηρασίας και ακραίας ζέστης στη Γκάνα
και την Ακτή Ελεφαντοστού.
Η κερδοσκοπία στις
αγορές και οι λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις συχνά
επιδείνωσαν τις συνέπειες των ανατιμήσεων που σχετίζονται με
την κλιματική αλλαγή, δήλωσε ο
Raj
Patel
από το Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Όταν ο καύσωνας στη
Ρωσία προκάλεσε εκτεταμένες πυρκαγιές το 2010, οι οποίες
οδήγησαν σε άνοδο των τιμών του σιταριού, η Μόσχα επέβαλε
εμπάργκο στις εξαγωγές, με αποτέλεσμα «οι τιμές του σιταριού
να εκτοξευτούν», σημείωσε ο
Patel.
Αυτό συνέβαλε στις εξεγέρσεις για το ψωμί σε μακρινές χώρες
όπως η Μοζαμβίκη. «Ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων έχει
πάντα πολιτική διάσταση», τόνισε.
Χώρες όπως η Βρετανία, που εξαρτώνται σε
μεγάλο βαθμό από εισαγωγές τροφίμων, είναι ιδιαίτερα
εκτεθειμένες σε κλιματικές κρίσεις στο εξωτερικό, δήλωσε η
Άννα Τέιλορ, εκτελεστική διευθύντρια του
Food
Foundation.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες
Η έρευνα έθεσε
επίσης ζητήματα για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς η άνοδος
των τιμών των τροφίμων υπονομεύει τις προσπάθειες
περιορισμού του πληθωρισμού, ειδικά στις αναδυόμενες
οικονομίες όπου τα τρόφιμα αποτελούν μεγάλο μέρος του δείκτη
τιμών καταναλωτή.
«Οι ασυνήθιστα
υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν άμεσα τα συνολικά ποσοστά
πληθωρισμού, με βασικό παράγοντα τα τρόφιμα... Αυτό
μεταφέρεται στις γενικές τιμές», ανέφερε ο Κοτς.
Μόλις την περασμένη
εβδομάδα, ανακοινώθηκε απρόσμενη άνοδος του πληθωρισμού στη
Βρετανία για τον Ιούνιο, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των
τελευταίων 18 μηνών, στο 3,6%, εν μέρει λόγω της αύξησης των
τιμών των τροφίμων.
Η μελέτη επισήμανε
επίσης ότι, όταν οι τιμές αυξάνονται, τα φτωχότερα
νοικοκυριά τείνουν να καταναλώνουν λιγότερο θρεπτικά
τρόφιμα. Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών είναι ιδιαίτερα
«ευάλωτη στις αυξήσεις των τιμών», υπογράμμισε η Τέιλορ.
|
|
|
|
|
|