| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 29/09/25

                           

 

Ακίνητα

 

Από το 2026 και έπειτα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί η πιθανότητα διόρθωσης στις τιμές κατοικιών, καθώς οι συνθήκες που τροφοδότησαν την έντονη άνοδο των τελευταίων ετών σταδιακά εξασθενούν. Ειδικοί της αγοράς σημειώνουν ότι η λήξη του προγράμματος «Σπίτι Μου» –που είχε εντείνει τις στρεβλώσεις στις τιμές– σε συνδυασμό με την επιστροφή της ξένης ζήτησης σε πιο κανονικά επίπεδα, μετά την υπερθέρμανση της διετίας 2023-2024, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια καμπή στην πορεία του real estate, έπειτα από οκτώ χρόνια συνεχούς ανόδου.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές στην Αττική έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με τα χαμηλά της κρίσης μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Αυτό οδηγεί ολοένα περισσότερους εγχώριους αγοραστές να αναβάλλουν κινήσεις, καθώς θεωρούν ότι το κόστος δεν ανταποκρίνεται στην ποιότητα των διαθέσιμων επιλογών. Ενδεικτικά, πολλά διαμερίσματα ηλικίας 30-40 ετών πωλούνται σε τιμές που υπολείπονται ελάχιστα από εκείνες των νεόδμητων – μόλις 10-15% χαμηλότερα, ενώ σε περιπτώσεις ανακαινίσεων οι τιμές προσεγγίζουν ακόμη και τα επίπεδα των καινούριων.

 

Παράλληλα, πάνω από το μισό των ενεργών ΑΦΜ (περίπου 2,7 εκατ. φορολογούμενοι) εμφανίζει οφειλές προς εταιρείες διαχείρισης δανείων, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την πρόσβαση μεγάλου αριθμού νοικοκυριών σε τραπεζική χρηματοδότηση για αγορά κατοικίας. Το εμπόδιο αυτό παραμένει, παρότι οι τράπεζες εμφανίζονται πιο πρόθυμες να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 1,3% το πρώτο τρίμηνο του 2025, εξέλιξη που δυσχεραίνει την επέκταση της βάσης των εγχώριων αγοραστών. Η επιθυμία για ιδιόκτητη κατοικία υπάρχει, κυρίως λόγω των υψηλών ενοικίων, αλλά τα οικονομικά δεδομένα δεν το επιτρέπουν.

 

Όσον αφορά τη ζήτηση από ξένους, αν και διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, καταγράφει πλέον πτώση. Η εκτόξευση της διετίας 2023-2024 είχε προκληθεί από τις αλλαγές στο πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα», όταν πολλοί επενδυτές έσπευσαν να προλάβουν την αύξηση του ελάχιστου ορίου επένδυσης από 250.000 σε 800.000 ευρώ για Αττική, Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα νησιά. Η μαζική αυτή κινητικότητα οδήγησε σε εισροές ύψους 2,75 δισ. ευρώ το 2024. Ωστόσο, το πρώτο τρίμηνο του 2025 οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 31,4%, στα 356,8 εκατ. ευρώ, και η πτώση εκτιμάται ότι μπορεί να ξεπεράσει το 50% μέσα στους επόμενους μήνες. Η κάμψη αυτή θα περιορίσει όχι μόνο την απευθείας ξένη ζήτηση, αλλά και τη δευτερογενή από Έλληνες πωλητές που συνήθως επανεπενδύουν σε άλλη κατοικία.

 

Οι τάσεις αυτές αποτυπώνονται ήδη στον μειωμένο όγκο συναλλαγών. Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δείχνουν ότι τα έσοδα από φόρο μεταβίβασης ακινήτων στο διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2025 ανήλθαν σε 180,59 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση 17,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

 

Αν δεν υπήρχε το σημαντικό έλλειμμα νέας προσφοράς, η διόρθωση των τιμών πιθανότατα θα είχε ήδη ξεκινήσει. Η έλλειψη αυτή εντάθηκε από το «πάγωμα» οικοδομικών εργασιών που προκάλεσε η απόφαση του ΣτΕ για τα μπόνους δόμησης, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις τουλάχιστον έξι μηνών. Μόλις αποκατασταθεί ομαλά η οικοδομική δραστηριότητα, θεωρείται πιθανό να υπάρξουν πιέσεις στις τιμές, ιδίως στα παλαιότερα και λιγότερο ελκυστικά ακίνητα. Επιπλέον, αν στο μέλλον διατεθούν στην αγορά τα αποθέματα ακινήτων που κατέχουν οι servicers και οι τράπεζες, το σκηνικό θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερες και πιο ρεαλιστικές αποτιμήσεις, πιο κοντά στις οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών.

 

                                   

 

Η άνοδος των τιμών των τροφίμων πιέζει τα νοικοκυριά στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη

 

Η επίσκεψη σε ένα σούπερ μάρκετ δεν έχει πλέον την ίδια ευκολία και ευχαρίστηση όπως παλιά. Οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών τροφίμων αφήνουν τους καταναλωτές οικονομικά επιβαρυμένους, με πολλούς να δυσκολεύονται να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες.

 

Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα κατέγραψε άνοδο 2,20% τον Αύγουστο του 2025 σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους. Την τελευταία πενταετία, η αύξηση στον κλάδο αυτό αγγίζει το 30%, καθιστώντας την ακρίβεια ένα από τα κύρια προβλήματα των νοικοκυριών.

 

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στη χώρα μας. Στη ζώνη του ευρώ, περίπου ένας στους τρεις πολίτες ανησυχεί για την ικανότητά του να προμηθευτεί τα τρόφιμα που χρειάζεται, καθώς οι τιμές παραμένουν περίπου κατά ένα τρίτο υψηλότερες σε σχέση με τα προπανδημικά επίπεδα.

 

Η αύξηση αυτή έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, για τα οποία η κάλυψη βασικών αναγκών, όπως ένα καθημερινό γεύμα, απαιτεί σημαντικό ποσοστό του εισοδήματός τους.

 

Ο ρόλος της ΕΚΤ και η σημασία των τροφίμων

 

Η σταθερότητα των τιμών των τροφίμων αποτελεί στρατηγικό στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς επηρεάζει άμεσα τη νομισματική πολιτική. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή HICP χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των μεταβολών στο κόστος ενός τυπικού καλαθιού αγαθών, που περιλαμβάνει ενέργεια, υπηρεσίες, καταναλωτικά προϊόντα και τρόφιμα. Στη ζώνη του ευρώ, τα τρόφιμα αντιστοιχούν περίπου στο 20% του δείκτη – ποσοστό διπλάσιο από εκείνο της ενέργειας.

 

Μετά την πανδημία, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα άρχισε να αυξάνεται ελαφρώς αργότερα από τον συνολικό πληθωρισμό, αλλά έφτασε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, ξεπερνώντας το 15% στα υψηλότερα σημεία του. Σήμερα, ο πληθωρισμός των τροφίμων διαμορφώνεται στο 3,2%, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή μεταξύ των τεσσάρων επιμέρους κατηγοριών του HICP.

 

Τρεις παράγοντες καθιστούν τις τιμές των τροφίμων ιδιαίτερα κρίσιμες:

 

Το χάσμα μεταξύ των τιμών των τροφίμων και των γενικών τιμών παραμένει μεγάλο και επίμονο.

 

Τα τρόφιμα επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων, διαμορφώνοντας τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό.

 

Οι αυξήσεις πλήττουν δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά.

 

Από το 1999, οι τιμές των τροφίμων τείνουν να αυξάνονται λίγο περισσότερο από τις άλλες κατηγορίες προϊόντων, με το χάσμα να έχει επιδεινωθεί σημαντικά από το 2022.

 

Η εικόνα στα σούπερ μάρκετ

 

Οι αυξήσεις δεν είναι ομοιόμορφες. Το βοδινό, τα πουλερικά και το χοιρινό κρέας έχουν ανέβει πάνω από 30% σε σχέση με το 2019, ενώ το γάλα και το βούτυρο καταγράφουν αυξήσεις 40% και 50% αντίστοιχα. Παρόμοια άνοδο παρουσιάζουν ο καφές, η σοκολάτα και το ελαιόλαδο.

 

Οι αιτίες της αύξησης είναι πολυπαραγοντικές: ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας οδήγησε σε εκτίναξη των τιμών ενέργειας και λιπασμάτων, ενώ η κλιματική αλλαγή και το αυξανόμενο κόστος εργασίας επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές τροφίμων.

 
 

                                

 

Οι κοινωνικές επιπτώσεις

 

Οι τιμές των τροφίμων έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής, καθώς επηρεάζουν τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Επιπλέον, τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις να τους επιβαρύνουν δυσανάλογα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δευτερογενείς πληθωριστικές πιέσεις μέσω των αυξήσεων μισθών.

 

Η Ελλάδα στον χάρτη των αυξήσεων

 

Στην Ελλάδα, οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 30% από το 2019, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, ο πληθωρισμός στα σούπερ μάρκετ τον Αύγουστο του 2025 διαμορφώθηκε στο 1,59% σε ετήσια βάση, με σημαντικές αυξήσεις σε βασικά προϊόντα: φρέσκα κρέατα (+11,3%), μπισκότα, σοκολάτες και ζαχαρώδη (+9%), φρέσκα ψάρια και θαλασσινά (+5,7%), είδη πρωινού και ροφήματα (+5,6%) και κατεψυγμένα (+5,3%). Οι αυξήσεις αυτές συνδέονται κυρίως με διεθνείς τάσεις και τις υψηλές τιμές πρώτων υλών, όπως ο καφές, το κακάο και το κρέας.

 

Η σταθερή παρακολούθηση των εξελίξεων στις τιμές των τροφίμων παραμένει κρίσιμη τόσο για τη νομισματική πολιτική όσο και για την καθημερινή ζωή των νοικοκυριών, καθιστώντας τις αυξήσεις στα τρόφιμα ένα ζήτημα με μακροπρόθεσμη σημασία.

 

                     

 

Καταθέσεις – Ανισότητες  

 

Είχαμε αναφερθεί πρόσφατα στο ζήτημα των καταθέσεων και των μεγάλων ανισοτήτων, μέσα από δικό μας σχόλιο, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία. Ας δούμε τώρα όσα έγραψε σε άρθρο του ο Αλέξανδρος Κλώσσας στον Οικονομικό Ταχυδρόμο.

 

Καταθέσεις: Αυξάνονται μαζί με την κοινωνική υστέρηση 

 

Η Ελλάδα του 2025 ζει σε δύο ταχύτητες. Τον Αύγουστο, οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν πάνω από δύο δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, το 14% του πληθυσμού βρίσκεται σε καθεστώς υλικής και κοινωνικής στέρησης, ενώ η πλειονότητα των πολιτών δηλώνει ότι αισθάνονται «φτωχοί». Η αντίφαση αυτή δείχνει την πραγματικότητα. Πολύ λίγοι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, ενώ περισσότεροι παλεύουν να καλύψουν τις ανάγκες της καθημερινότητας.

 

Οι μηνιαίες δαπάνες ενός μέσου νοικοκυριού ανέρχονται σε 1.725 ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Μέσα σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι λογαριασμοί ενέργειας, το καλάθι του σούπερ μάρκετ, οι δαπάνες για στέγαση, οι υποχρεώσεις για μεταφορές και τα έξοδα εκπαίδευσης. Τα στοιχεία δείχνουν οτι για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το διαθέσιμο εισόδημα εξαντλείται σε ανελαστικές δαπάνες, αφήνοντας ελάχιστο ή καθόλου περιθώριο αποταμίευσης.

 

Οι πηγές που προκαλούν πίεση στον οικογενειακό προϋπολογισμό είναι πολλές και εναλλάσσονται ανάλογα με την συγκυρία. Όμως από τους μεγαλύτερους πονοκέφαλους παραμένουν το βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά για το ενοίκιο. Το 2025, σε πανελλαδικό επίπεδο τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 4,3%. Ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι αυξήσεις σε περιοχές όπως η Αττική και η Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα είναι ότι για πολλούς νέους εργαζόμενους, αλλά και οικογένειες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, η στέγη απορροφά δυσανάλογο μερίδιο του μισθού, που πολλές φορές ξεπερνά το 40%. Η ακριβή στέγη έχει ως αποτέλεσμα  να περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, να αλλάζει τις καταναλωτικές συνήθειες και βέβαια να ακυρώνει κάθε σκέψη αποταμίευσης.

 

Σχεδόν οι μισοί Έλληνες θεωρούν ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη κι αν τυπικά δεν εντάσσονται σε αυτό

 

Η αίσθηση της φτώχειας

 

Η υποκειμενική αίσθηση φτώχειας που καταγράφουν οι έρευνες δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο. Είναι αντανάκλαση της δύσκολης καθημερινότητας που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, σχεδόν οι μισοί Έλληνες θεωρούν ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη κι αν τυπικά δεν εντάσσονται σε αυτό. Το γεγονός δείχνει πόσο στενά είναι τα περιθώρια για τον οικογενειακό προϋπολογισμό και πόσο εύκολα μπορεί να ανατραπεί από μια έκτακτη ανάγκη.

 

Το 14% του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση υλικής και κοινωνικής στέρησης, ποσοστό που μεταφράζεται σε περίπου 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους. Για αυτούς, η αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, όπως είναι η θέρμανση τον χειμώνα και η αγορά βασικών τροφίμων, μοιάζει να είναι μια καθημερινή μάχη. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα υστέρησης, καταδεικνύοντας τη δυσκολία να συγκλίνει με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες.

 

Η Ελλάδα καταγράφει σταθερά μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

 

Τραπεζικές καταθέσεις

 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η άνοδος των τραπεζικών καταθέσεων φαντάζει παράδοξη. Τον Αύγουστο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν πάνω από 2δισ. ευρώ, ενισχύοντας τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Η εικόνα αυτή, όμως, δεν αντικατοπτρίζει τη συλλογική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Τα στοιχεία δείχνουν οτι δυνατότητα αποταμίευσης έχει μια μειοψηφία που είτε έχει σταθερά υψηλά εισοδήματα είτε ευνοείται από επενδυτικά κέρδη και υπεραξίες.

 

Η ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο για την Ελλάδα, καθώς η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας άφησε βαθύ αποτύπωμα. Παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας, οι δείκτες κατανομής εισοδήματος παραμένουν από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα καταγράφει σταθερά μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

 

Εισοδηματικό χάσμα

 

Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη. Στην Πορτογαλία το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης διαμορφώνεται στο 10%, ενώ στην Ισπανία υποχωρεί στο 8%. Οι τραπεζικές καταθέσεις σε αυτές τις χώρες αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με την Ελλάδα, αντανακλώντας μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας. Στην Ελλάδα, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει εισόδημα σχεδόν εξαπλάσιο από το φτωχότερο 20%, όταν στην Πορτογαλία ο λόγος περιορίζεται περίπου στο πενταπλάσιο και στην Ισπανία κάτω από το τετραπλάσιο. Η διαφορά αυτή φανερώνει ότι το χάσμα στην Ελλάδα είναι πιο βαθύ και πιο ανθεκτικό στον χρόνο, επιβεβαιώνοντας ότι η ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν μετατράπηκε σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για το σύνολο της κοινωνίας.

Για τους περισσότερους, η αποταμίευση είναι ανέφικτη. Σύμφωνα με έρευνες για την εισοδηματική κατάσταση των νοικοκυριών, μόλις ένα 15% μπορεί να δημιουργήσει έστω και ένα μικρό αποθεματικό στο τέλος του μήνα.

 
 

 
 
 
 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum