|
00:01 - 30/06/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα
Θα ξεκινήσουμε με
την αγορά ακινήτων και μερικά στοιχεία που βρήκαμε πολύ
ενδιαφέροντα. Περισσότερο από το ένα τρίτο του οικιστικού
αποθέματος της Ελλάδας, ήτοι 2,2 εκατομμύρια κατοικίες από
το σύνολο των 6,5 εκατομμυρίων, παραμένουν σήμερα
ακατοίκητες. Το ποσοστό αυτό –άνω του 33%– κατατάσσεται
ανάμεσα στα υψηλότερα στην Ευρώπη, όπου σε πολλές χώρες
κυμαίνεται μεταξύ 10% και 15%. Σύμφωνα με ανάλυση της
Blupeak
Estate
Analytics,
εταιρείας που εξειδικεύεται στη συλλογή και ανάλυση
δεδομένων του κλάδου ακινήτων και βασίζεται σε στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ, το φαινόμενο των κλειστών κατοικιών είναι εντονότερο
σε πέντε βασικές περιφέρειες: Αττική (Αθήνα), Κεντρική
Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα και
Θεσσαλία. Σε αυτές συγκεντρώνεται περίπου το 60% του συνόλου
των ακατοίκητων κατοικιών της χώρας.
Πιο αναλυτικά, η
Αττική αριθμεί 526.000 άδεια σπίτια, η Κεντρική Μακεδονία
363.000, η Πελοπόννησος 209.000, η Δυτική Ελλάδα 155.000 και
η Θεσσαλία 133.000.
Σημαντικό
ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιότητα αυτών των κατοικιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της
Blupeak,
η πλειονότητα ανεγέρθηκε μεταξύ 1961 και 1980, δηλαδή
περίπου 3 εκατομμύρια κατοικίες, ενώ 1,6 εκατομμύρια
προστέθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980. Άλλες 1,1 εκατομμύρια
κατοικίες χρονολογούνται από το 1946 έως το 1960. Αυτό
σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματος είναι άνω
των 30 ετών, γεγονός που αποτελεί βασικό λόγο μη αξιοποίησής
τους. Πολλά από αυτά τα ακίνητα κατασκευάστηκαν με παλαιούς
οικοδομικούς κανονισμούς, στερούνται θερμομόνωσης και
ενεργειακής απόδοσης και παρουσιάζουν σημαντική φθορά ή
εγκατάλειψη. Η ανακαίνισή τους κρίνεται συχνά ασύμφορη από
οικονομικής άποψης, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες να τα
αφήνουν κλειστά.
Οι κατοικίες
μεγάλης ηλικίας είναι συνήθως δύσκολο να προσελκύσουν
ενδιαφερόμενους ενοικιαστές ή αγοραστές, ιδίως αν βρίσκονται
σε περιοχές μειωμένης ζήτησης ή εμφανίζουν εικόνα
εγκατάλειψης. Επιπλέον, το υψηλό κόστος ανακαίνισης, σε
συνδυασμό με τις περιορισμένες αποδόσεις, τις καθιστά ακόμη
λιγότερο ελκυστικές. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχουν και
νομικά ή φορολογικά εμπόδια – όπως ακίνητα με αδιευκρίνιστο
ιδιοκτησιακό καθεστώς, κληρονομικές διαφορές μεταξύ συγγενών
ή φορολογικές επιβαρύνσεις – που καθιστούν μη συμφέρουσα τη
διάθεσή τους. Ένας ακόμη παράγοντας είναι η τάση για
βραχυχρόνια μίσθωση, δηλαδή η περιοδική ενοικίαση σε
τουρίστες, που συχνά οδηγεί στο να παραμένουν τα ακίνητα
κλειστά για μεγάλο μέρος του χρόνου.
Ο κ. Βασίλης
Ηλιόπουλος, ιδρυτής της
Blupeak
Estate
Analytics,
υποστηρίζει ότι «το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη κατοικιών,
αλλά η μη αξιοποίησή τους. Η στεγαστική κρίση δεν είναι
ζήτημα ποσοτικό, αλλά κρίση κακής κατανομής, θεσμικής
αδράνειας και λανθασμένων πολιτικών προτεραιοτήτων. Αν
υπάρξει πολιτική βούληση, υπάρχουν και τα εργαλεία. Αρκεί να
αντιμετωπίσουμε την κατοικία ως βασική ανθρώπινη ανάγκη και
κοινωνικό δικαίωμα και όχι αποκλειστικά ως περιουσιακό
στοιχείο. Μόνο τότε θα πάψουν τα άδεια σπίτια να είναι
μνημεία εγκατάλειψης και θα μετατραπούν ξανά σε χώρους
διαβίωσης».
Κατά τον ίδιο, η
λύση δεν είναι η ανέγερση νέων κατοικιών, αλλά η
ενεργοποίηση του υφιστάμενου αποθέματος. «Αντί να
καταναλώνουμε νέους χώρους με επιπλέον δόμηση, οφείλουμε να
δώσουμε πνοή σε αυτά που ήδη υπάρχουν. Το πρώτο βήμα είναι η
δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου Κατοικιών: μιας πλήρους,
ψηφιακής καταγραφής της οικιστικής κατάστασης στη χώρα, ώστε
να γνωρίζουμε τι υπάρχει, πού βρίσκεται και σε ποια
κατάσταση είναι. Χωρίς αυτή τη βάση δεδομένων, καμία
στεγαστική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική».
Επιπλέον, ο κ.
Ηλιόπουλος προτείνει: «Απαιτούνται ουσιαστικά φορολογικά
κίνητρα για τους ιδιοκτήτες που επιλέγουν τη μακροχρόνια
μίσθωση – όπως απαλλαγές στον ΕΝΦΙΑ, μειώσεις στα τεκμήρια ή
επιδοτήσεις για ενεργειακές παρεμβάσεις. Είναι επίσης
αναγκαία τα προγράμματα επιδότησης ανακαίνισης, διότι πολλοί
ιδιοκτήτες δεν διαθέτουν τους πόρους για να προσαρμόσουν τις
κατοικίες τους στα σύγχρονα πρότυπα. Η αναβάθμιση μπορεί να
προωθηθεί με κουπόνια ή συγχρηματοδοτούμενες δράσεις. Τέλος,
σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι δήμοι,
λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι φορείς που αξιοποιούν ανενεργά
ακίνητα για να καλύψουν κοινωνικές στεγαστικές ανάγκες –
όπως αυτές φοιτητών, μονογονεϊκών οικογενειών ή ηλικιωμένων
που ζουν μόνοι τους».
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Παραγωγικότητα
Σε μια ενδιαφέρουσα
ανάλυση για την παραγωγικότητα. Η αποδοτικότητα της εργασίας
αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την οικονομική πρόοδο και
την κοινωνική ευημερία, καθώς εκφράζει την αξία που
παράγεται ανά ώρα εργασίας. Σύμφωνα με ανάλυση της DZ Bank,
παρατηρείται έντονη απόκλιση μεταξύ των χωρών της Βόρειας
και της Νότιας Ευρώπης, με την Ελλάδα να εμφανίζει
εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα.
Η υψηλή
αποδοτικότητα διευκολύνει την αύξηση των μισθών και ενισχύει
την ανταγωνιστικότητα, ενώ η παρατεταμένη στασιμότητα
εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, ιδιαίτερα για γηράσκοντες
πληθυσμούς, όπως επισημαίνει η γερμανική τράπεζα.
Τα στοιχεία της DZ
Bank αναδεικνύουν τη μεγάλη ανισότητα εντός της Ευρώπης: οι
βορειοδυτικές χώρες επιτυγχάνουν τις υψηλότερες αποδόσεις,
ενώ οι νότιες και ανατολικές περιοχές υπολείπονται αισθητά.
Ενδεικτικά, στο
Λουξεμβούργο κάθε ώρα εργασίας αποφέρει περίπου 163 δολάρια
αγοραστικής δύναμης (PPP), δηλαδή σχεδόν πενταπλάσια από τη
Βουλγαρία. Η Ιρλανδία ακολουθεί με 138 PPP δολάρια ανά ώρα,
η Ολλανδία με 89,5 και η Γερμανία με 79. Ο μέσος όρος στην
ΕΕ είναι 70 δολάρια, όμως χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η
Πορτογαλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία βρίσκονται
αισθητά κάτω από αυτό το επίπεδο. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα
η παραγωγικότητα ανά ώρα φθάνει τα 48,3 PPP δολάρια.
Η DZ Bank παρατηρεί
ότι από το 2015 και μετά, η αύξηση της παραγωγικότητας έχει
επιβραδυνθεί σε πολλές χώρες. Η Ιταλία, για παράδειγμα,
καταγράφει στασιμότητα, ενώ η Πολωνία έχει σημειώσει άνοδο
20% την ίδια περίοδο.
Το γενικό
συμπέρασμα είναι πως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης
κινούνται σταδιακά προς τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο, σε αντίθεση με τη Νότια Ευρώπη, που παραμένει στάσιμη.


|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Διεθνής σύγκριση με ΗΠΑ και Κίνα
Σε παγκόσμια
κλίμακα, η ΕΕ υστερεί σε παραγωγικότητα σε σύγκριση με τις
Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ξεπερνά αισθητά την Κίνα. Οι
κορυφαίες ευρωπαϊκές οικονομίες προσεγγίζουν τις ΗΠΑ σε
απόδοση ανά ώρα, όμως οι Ευρωπαίοι εργάζονται συνολικά
λιγότερες ώρες.
Αντίθετα, η Κίνα,
αν και παρουσιάζει χαμηλή παραγωγή ανά ώρα εργασίας, μειώνει
ταχύτατα την απόσταση, κυρίως λόγω της μετακίνησης εργατικού
δυναμικού από την αγροτική παραγωγή στη βιομηχανία και της
σημαντικής ενίσχυσης του τεχνολογικού τομέα. Σε ορισμένες
βιομηχανίες, η Κίνα ήδη υπερέχει έναντι της Ευρώπης, η οποία
κινείται με αργούς ρυθμούς στην τεχνολογική πρόοδο.
Η DZ Bank καταλήγει
ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την
ενίσχυση της παραγωγικότητας εργασίας. Η ήπειρος καλείται να
επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην καινοτομία και
στις υποδομές, ώστε να αντιστρέψει την τάση στασιμότητας και
να παραμείνει ανταγωνιστική απέναντι στις ΗΠΑ. Παράλληλα,
είναι αναγκαίο να διατηρήσει το πλεονέκτημά της στην
αποδοτικότητα έναντι της Κίνας, καθώς η παραγωγικότητα
συνεχίζει να αποτελεί βασικό δείκτη οικονομικής
βιωσιμότητας.

|
 |
|
|
|
|
|

|
|
Τιμές τροφίμων
Οι πόλεμοι, οι
εμπορικοί δασμοί και οι πληθωριστικές πιέσεις επιβαρύνουν
σημαντικά το κόστος των τροφίμων. Ωστόσο, εξίσου καθοριστική
είναι και η επίδραση των επίμονων ξηρασιών.
Στη Βραζιλία, η
έλλειψη βροχοπτώσεων επηρέασε σοβαρά τις καλλιέργειες καφέ,
με αποτέλεσμα να αυξηθεί η τιμή του παγκοσμίως. Στις
μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, η πολυετής ξηρασία ανάγκασε
τους κτηνοτρόφους να μειώσουν τα ζωικά τους κεφάλαια,
προκαλώντας άνοδο στην τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος σε
επίπεδα ρεκόρ.
Στην Κίνα, μία από
τις κύριες περιοχές καλλιέργειας σιταριού γύρω από τον
Κίτρινο Ποταμό υποφέρει από ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες
και μειωμένες βροχοπτώσεις. Παράλληλα, η Γερμανία βίωσε την
πιο ξηρή άνοιξη από το 1931, παρόλο που οι πρόσφατες
βροχοπτώσεις μετρίασαν κάπως τις ανησυχίες για τις σοδειές
σε σιτάρι και κριθάρι. Στην Ουκρανία και τη Ρωσία, πέρα από
τις πολεμικές συγκρούσεις, οι ξηρασίες απειλούν επίσης τις
παραγωγές τους σε σιτάρι – μια κρίσιμη απειλή, καθώς οι δύο
αυτές χώρες καλύπτουν διατροφικές ανάγκες εκατομμυρίων
ανθρώπων. Η αστάθεια στην Εγγύς Ανατολή, με συγκρούσεις σε
Γάζα και Υεμένη, έχει διαταράξει τις εφοδιαστικές αλυσίδες
και επιβάρυνε σημαντικά τα κόστη μεταφοράς. Η ένταση μεταξύ
Ισραήλ και Ιράν προσθέτει περαιτέρω αβεβαιότητα.
Αν και οι ξηρασίες
αποτελούν φυσικό μέρος του κλιματικού κύκλου, η έντασή τους
αυξάνεται σε περιοχές με υψηλές εκπομπές από την καύση
ορυκτών καυσίμων, γεγονός που ενισχύει την υπερθέρμανση του
πλανήτη και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η συγκέντρωση της
παγκόσμιας παραγωγής βασικών αγροτικών προϊόντων σε λίγες
γεωγραφικές περιοχές αυξάνει την ευαλωτότητα. Για
παράδειγμα, η Βραζιλία κυριαρχεί στον καφέ, η Ακτή
Ελεφαντοστού και η Γκάνα στο κακάο, ενώ το καλαμπόκι
παράγεται κυρίως σε ΗΠΑ, Κίνα και Βραζιλία.
Τρεις βασικές
καλλιέργειες –ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι– αποτελούν τη βάση
της διατροφής σε όλο τον κόσμο. Συνεπώς, ακραία καιρικά
φαινόμενα σε περιοχές παραγωγής τους μπορεί να επηρεάσουν
σημαντικά την παγκόσμια διατροφική ασφάλεια. Ακόμη και ένα
καιρικό σοκ σε μία ή δύο κρίσιμες περιοχές μπορεί να
προκαλέσει αναστάτωση στην παγκόσμια προσφορά.
Σύμφωνα με
υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που
δημοσιεύθηκαν τον Μάιο, σχεδόν το 15% του ΑΕΠ της Ε.Ε.
απειλείται από τις συνέπειες της ξηρασίας, με τη Νότια
Ευρώπη να βρίσκεται στο μεγαλύτερο ρίσκο. Όπως σημειώνει η
έρευνα, η πίεση στους υδάτινους πόρους μπορεί να έχει σοβαρό
αντίκτυπο σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες.
Παλιότερα
καλλιεργούνταν περίπου 100 διαφορετικά είδη καφέ. Σήμερα, η
παγκόσμια παραγωγή περιορίζεται κυρίως σε δύο ποικιλίες:
arabica και robusta. Την αγορά κυριαρχούν η Βραζιλία και το
Βιετνάμ, με την πρώτη να αντιπροσωπεύει το 40% της συνολικής
παραγωγής. Αυτή η συγκέντρωση έχει πλεονεκτήματα, καθώς
επιτρέπει μεγάλες καλλιέργειες και μειωμένο κόστος, αλλά
στην εποχή της κλιματικής κρίσης ενισχύει και τους
κινδύνους. Όπως επισημαίνει ο CEO της Illy, Αντρέα Ίλι, όταν
περιοχές-κλειδιά πλήττονται από ακραία φαινόμενα όπως
ξηρασίες ή υπερβολικές βροχοπτώσεις, η επίδραση μεταφέρεται
άμεσα στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.
Η Βραζιλία πρόσφατα
βίωσε τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 40 ετών, ενώ το
Βιετνάμ επηρεάστηκε επίσης από ξηρό και θερμό καιρό. Οι
επιπτώσεις στις τιμές ήταν αισθητές διεθνώς.
Το σιτάρι αποτελεί
πλέον ένα από τα πιο καταναλισκόμενα δημητριακά στον κόσμο,
μετά το ρύζι, γεγονός που καθιστά την παραγωγή του κρίσιμο
δείκτη για τις αγορές. Το 2022, η Ινδία ανέστειλε τις
εξαγωγές σιταριού λόγω καύσωνα, επιδιώκοντας να διασφαλίσει
επαρκή αποθέματα για την εσωτερική αγορά. Αν και φέτος
προβλέπεται να επιτύχει ρεκόρ παραγωγής, η χώρα διατηρεί την
απαγόρευση εξαγωγών λόγω ανησυχιών για την αστάθεια των
τιμών.
Το κόστος του
μοσχαρίσιου κρέατος παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Στις ΗΠΑ, η τιμή του μοσχαρίσιου κιμά πλησιάζει τα 13
δολάρια ανά κιλό, ενώ μια μπριζόλα κοστίζει περίπου τα
διπλάσια. Η ξηρασία που ταλαιπωρεί επί σειρά ετών τις
μεσοδυτικές πολιτείες έχει καταστήσει τις εκτάσεις βοσκής
άγονες, μειώνοντας τα κοπάδια στο χαμηλότερο επίπεδο των
τελευταίων 70 ετών.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|