|
00:01 -
31/10/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Η Αττική παραμένει το αδιαμφισβήτητο οικονομικό
κέντρο της χώρας – Διευρύνεται το χάσμα με την υπόλοιπη
Ελλάδα
Η Αττική
επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως το κύριο τραπεζικό και
οικονομικό κέντρο της Ελλάδας, καθώς οι καταθέσεις στην πιο
πυκνοκατοικημένη περιφέρεια της χώρας καταδεικνύουν τη
μεγάλη απόσταση που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες περιοχές.
Το οικονομικό αυτό χάσμα, που αντανακλάται ξεκάθαρα στα
στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων, προκύπτει κυρίως από τη
δομική συγκέντρωση οικονομικής δραστηριότητας γύρω από την
πρωτεύουσα. Οι ανισότητες στα εισοδήματα μεταξύ των
περιφερειών αποτυπώνονται πλέον και στα διαθέσιμα υπόλοιπα
των τραπεζικών λογαριασμών.
Σύμφωνα με τα
πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι συνολικές
καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν τον Σεπτέμβριο του
2025 κατά 2,65 δισ. ευρώ, έναντι ανόδου 2,05 δισ. ευρώ τον
Αύγουστο. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής παρέμεινε σχεδόν
αμετάβλητος στο 5,5%. Οι επιχειρηματικές καταθέσεις
ενισχύθηκαν κατά 2,74 δισ. ευρώ (ετήσια μεταβολή 12,2%), ενώ
οι καταθέσεις των νοικοκυριών υποχώρησαν κατά 95 εκατ. ευρώ,
με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης να επιβραδύνεται στο 3,1%.
Η Περιφέρεια
Αττικής εξακολουθεί να κυριαρχεί, συγκεντρώνοντας πάνω από
το 50% των συνολικών καταθέσεων της χώρας — ξεπερνώντας τα
100 δισ. ευρώ. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κεντρική
Μακεδονία με περίπου 25 δισ. ευρώ, ενώ η χαμηλότερη επίδοση
καταγράφεται στο Βόρειο Αιγαίο, με λιγότερα από 3 δισ. ευρώ.
Παρότι η υπεροχή της Αττικής δεν προκαλεί έκπληξη, τα φετινά
δεδομένα δείχνουν ότι το χάσμα με την υπόλοιπη χώρα
διευρύνεται.
Αρνητική εικόνα
εμφανίζουν αρκετές περιφέρειες με παραδοσιακά εξάρτηση από
τον πρωτογενή τομέα ή τον τουρισμό. Η Θεσσαλία παρουσιάζει
αισθητή μείωση των καταθέσεων λόγω των επιπτώσεων των
πρόσφατων φυσικών καταστροφών, ενώ πτώση παρατηρείται και
στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εξαιτίας της εξασθένισης
της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Η συγκέντρωση του
πλούτου στην Αττική εξηγείται από μια σειρά παραγόντων: η
πρωτεύουσα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού,
των επιχειρήσεων και των επενδύσεων, ενώ φιλοξενεί τις έδρες
σχεδόν όλων των μεγάλων ελληνικών και πολυεθνικών εταιρειών.
Η περιοχή συνεισφέρει σχεδόν το 50% του συνολικού ΑΕΠ της
χώρας και πάνω από το ένα τρίτο των εγχώριων επενδύσεων, ενώ
αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό των εξαγωγών αγαθών.
Η υψηλότερη
παραγωγικότητα και τα ανώτερα εισοδήματα οδηγούν σε
μεγαλύτερη αποταμιευτική δυνατότητα. Η Αττική καταγράφει
επίσης τον μεγαλύτερο αριθμό τραπεζικών λογαριασμών (πάνω
από 14,6 εκατομμύρια), λόγω του υψηλού πληθυσμού και της
συγκέντρωσης εργαζομένων σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης και
αμοιβών — κυρίως στους τομείς των χρηματοοικονομικών
υπηρεσιών, της τεχνολογίας και της διοίκησης.
Τα στοιχεία του
πρώτου εξαμήνου του 2025 επιβεβαιώνουν τη συνεχιζόμενη
ενίσχυση της Αττικής, καθώς οι καταθέσεις της αυξάνονται με
ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες που
παρουσιάζουν στασιμότητα ή μείωση. Η απόκλιση αυτή
υπογραμμίζει ότι η συγκέντρωση του πλούτου στην πρωτεύουσα
δεν είναι απλώς σταθερή — διευρύνεται.
|
|
|
|
|
|
|
|

Στεγαστική κρίση
Κάθε φθινόπωρο,
χιλιάδες οικογένειες που έχουν παιδιά σε πανεπιστήμια μακριά
από τον τόπο κατοικίας τους αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα:
πού θα μείνουν τα παιδιά τους και αν θα βρεθεί ένα μικρό,
οικονομικά προσιτό διαμέρισμα. Το ζήτημα αυτό δεν
περιορίζεται στην Ελλάδα· η στέγαση αποτελεί πλέον ευρωπαϊκό
πρόβλημα, με τη στεγαστική κρίση να εξελίσσεται σε βαθιά
κοινωνική πληγή που προκαλεί πολιτικές αναταράξεις.
Ο Πολωνός
πανεπιστημιακός Μπαρτόζ Ριντλίνσκι, σε άρθρο του στο Social
Europe, υπογραμμίζει πως η δυσκολία εύρεσης προσιτής
κατοικίας για φοιτητές δεν είναι απλώς πρακτικό ζήτημα, αλλά
οικονομική δοκιμασία που μπορεί να εκτροχιάσει την
εκπαιδευτική τους πορεία. Με τα ενοίκια να έχουν αυξηθεί
δραματικά, το κόστος μετακίνησης σε άλλη πόλη για σπουδές
μετατρέπει τη δημόσια εκπαίδευση σε προνόμιο για τα εύπορα
κοινωνικά στρώματα. Πολλοί νέοι αναγκάζονται να
εγκαταλείψουν τις σπουδές τους όχι λόγω αδυναμίας, αλλά
επειδή οι οικογένειές τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν
οικονομικά. Παράλληλα, ολοένα περισσότεροι νέοι αδυνατούν να
ανεξαρτητοποιηθούν, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην ανεργία, τους
χαμηλούς μισθούς και τα υψηλά ενοίκια.
Το πρόβλημα δεν
είναι μόνο οικονομικό, αλλά και κοινωνικό και υγειονομικό.
Όπως υπενθυμίζει ο Ριντλίνσκι, το ευρωπαϊκό ίδρυμα Eurofound
προειδοποιεί ότι η έλλειψη προσιτής στέγης οδηγεί σε
αστεγία, ανασφάλεια, οικονομική πίεση και ανεπαρκείς
συνθήκες διαβίωσης, επηρεάζοντας άμεσα την υγεία, την
ευημερία και την κοινωνική συνοχή. Αυτές οι ανισότητες
αυξάνουν το κόστος περίθαλψης και μειώνουν την
παραγωγικότητα.
Η κρίση έχει πλέον
λάβει διαστάσεις πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και έχει
ενταχθεί στην πολιτική ατζέντα της ΕΕ. Η πρόεδρος της
Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει δηλώσει ότι δεν
πρόκειται απλώς για κρίση στέγασης αλλά για κοινωνική κρίση
που διαλύει τον κοινωνικό ιστό της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή έχει ήδη αναθέσει στον Δανό επίτροπο Νταν
Γιόργκενσεν να παρουσιάσει ένα σχέδιο δράσης για την προσιτή
στέγαση.
|
|
|
|
|
|
|
|

Στεγαστική κρίση
(2)
Στο μεταξύ, η
στέγη έχει μετατραπεί από κοινωνικό δικαίωμα σε εμπορικό
προϊόν. Οι εύποροι επενδυτές αξιοποιούν τα ακίνητα για
βραχυχρόνιες μισθώσεις και χρηματοοικονομική κερδοσκοπία,
ανεβάζοντας τις τιμές και περιορίζοντας την πρόσβαση στη
στέγη για τα μεσαία και χαμηλά στρώματα. Ο Ριντλίνσκι
σημειώνει πως αυτή η εμπορευματοποίηση εξυπηρετεί τον
τουρισμό, αλλά στερεί από τους πολίτες τη δυνατότητα μιας
αξιοπρεπούς και σταθερής κατοικίας. Σύμφωνα με την Eurostat,
ένας στους πέντε Ευρωπαίους ηλικίας 30-34 ετών εξακολουθεί
να ζει με τους γονείς του· στην Ελλάδα, η αναλογία φτάνει
τους επτά στους δέκα.
Το παράδοξο είναι
ότι οι προηγούμενες γενιές, παρότι φτωχότερες, είχαν
ευκολότερη πρόσβαση σε προσιτή κατοικία. Μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τόσο στη Δύση
όσο και στην Ανατολή, επένδυσαν μαζικά σε δημόσια και
κοινωνική στέγαση, χτίζοντας εκατομμύρια οικονομικά προσιτά
διαμερίσματα. Από την Ιταλία μέχρι τη Γερμανία και τη Μεγάλη
Βρετανία, τα κρατικά προγράμματα στέγασης αποτέλεσαν θεμέλιο
της κοινωνικής σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) είχε
παρόμοιο ρόλο, μέχρι τη διακοπή των προγραμμάτων του.
Ο Ριντλίνσκι
επισημαίνει ότι το κρίσιμο ερώτημα για τους σημερινούς
πολιτικούς είναι γιατί οι πλουσιότερες δημοκρατίες της
Ευρώπης αδυνατούν να επιτύχουν ό,τι κατάφεραν οι φτωχότερες
μεταπολεμικές κοινωνίες. Η απάντηση, λέει, δεν βρίσκεται στα
οικονομικά μέσα, αλλά στην απουσία πολιτικής βούλησης. Η
αποτυχία αυτή δεν προκαλεί μόνο κοινωνικές ανισότητες, αλλά
και πολιτική αστάθεια.
Η στεγαστική κρίση
τροφοδοτεί την άνοδο του εξτρεμισμού. Η εργασιακή
ανασφάλεια, οι χαμηλοί μισθοί και η αδυναμία απόκτησης
κατοικίας δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για λαϊκιστικά και
εθνικιστικά κινήματα, που υπόσχονται «λύσεις» αποκλεισμού
—στέγη και πόροι μόνο για τους «δικούς μας». Αυτές οι
πολιτικές δεν αντιμετωπίζουν τις πραγματικές αιτίες, αλλά
κατευθύνουν τη δυσαρέσκεια προς εύκολους στόχους, διχάζοντας
ακόμη περισσότερο τις κοινωνίες.
Το βαθύτερο
διακύβευμα, καταλήγει ο Ριντλίνσκι, είναι η ίδια η
δημοκρατία. Όταν τα κράτη αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν
βασικές ανάγκες όπως η στέγαση, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς
υπονομεύεται. Μια γενιά που δεν έχει πρόσβαση σε σταθερή
στέγη είναι μια γενιά αποξενωμένη από το δημοκρατικό
σύστημα, πιο επιρρεπής σε ριζοσπαστικές επιλογές. Αν οι
ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν αποκαταστήσουν το δικαίωμα στη
στέγη, δεν θα αντιμετωπίσουν απλώς μια κοινωνική κρίση —αλλά
μια κρίση δημοκρατικής νομιμότητας.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

Fake
News
Από
Facebook,
Instagram
και YouTube
ενημερώνονται πλέον οι Έλληνες πολίτες, με τα νέα στοιχεία
του Ευρωβαρόμετρου να αποκαλύπτουν αλλαγές στον χάρτη της
ενημέρωσης. Το
Facebook
παραμένει κυρίαρχο στην Ελλάδα, με 68% των χρηστών να το
επιλέγουν ως πηγή ενημέρωσης, έναντι 58% στην ΕΕ. Ακολουθούν
το YouTube
(56%), το
Instagram (46%) και το
TikTok
(35%), ενώ το
X (πρώην
Twitter)
διατηρεί περιορισμένη επιρροή (27%). Η ηλικιακή ανάλυση
δείχνει ότι οι νεότεροι πρωτοστατούν στη μετάβαση: το 66%
των Ελλήνων ηλικίας 15–24 ετών ενημερώνεται από το
Instagram,
ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες κυριαρχεί το
Facebook,
που χρησιμοποιεί το 76% των πολιτών άνω των 55 ετών
Η έντονη
δραστηριότητα στα
social
media
έχει και ανησυχητικό αντίτιμο: η Ελλάδα καταγράφει από τα
υψηλότερα ποσοστά έκθεσης σε παραπληροφόρηση στην Ευρώπη, με
το 74% των πολιτών να δηλώνουν ότι τις τελευταίες επτά
ημέρες ήρθαν αντιμέτωποι με ψευδείς ή παραπλανητικές
ειδήσεις, έστω και περιστασιακά, έναντι 66% στην ΕΕ. Το 16%
των Ελλήνων πιστεύει ότι εκτίθεται «πολύ συχνά» σε
fake
news,
ενώ μόνο 5% δηλώνουν ότι δεν έχουν εκτεθεί ποτέ
Σχετικά με τους
influencers,
το 37% των Ελλήνων ακολουθεί δημιουργούς περιεχομένου στα
social
media,
ποσοστό ίδιο με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, σχεδόν ένας
στους δύο (51%) δηλώνει ότι, παρότι χρησιμοποιεί μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, δεν ακολουθεί κανέναν
influencer,
σε αντίθεση με το 37% στην υπόλοιπη Ευρώπη, δείχνοντας ότι
οι Έλληνες παραμένουν πιο «παθητικοί» καταναλωτές
περιεχομένου
Η μορφή της
ενημέρωσης αλλάζει ριζικά, με προτίμηση σε σύντομα κείμενα
και μικρά βίντεο. Το 48% των Ελλήνων επιλέγει σύντομα
κείμενα και 40% βίντεο διάρκειας κάτω του ενός λεπτού, ενώ
μόνο 39% δείχνει προτίμηση σε βίντεο μεγαλύτερης διάρκειας.
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει την επιρροή πλατφορμών όπως
TikTok
και Instagram
Reels,
όπου η ενημέρωση συμπυκνώνεται σε λίγα δευτερόλεπτα και η
ταχύτητα υπερισχύει της ανάλυσης.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Να τα λάβουμε υπόψη αυτά…
Σε ένα θέμα που
είχαμε παρουσιάσει και με άρθρο τις προηγούμενες ημέρες στο
GFF…
Πολύ σημαντικές προειδοποιήσεις του ΔΝΤ για τις αμερικανική
οικονομία, προειδοποιήσεις τις οποίες θα πρέπει να λάβουμε
όλα σοβαρά υπόψη.
Καμπανάκι κινδύνου
για τη ραγδαία αύξηση του δημόσιου χρέους των Ηνωμένων
Πολιτειών κρούει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προβλέποντας
ότι με τον τρέχοντα ρυθμό διόγκωσης θα ξεπεράσει για πρώτη
φορά μέσα στον αιώνα τα επίπεδα χρέους των πλέον
υπερχρεωμένων κρατών της Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η
Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το αμερικανικό χρέος αναμένεται να
αυξηθεί κατά περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το
τέλος της δεκαετίας, φτάνοντας το 143,5% του ΑΕΠ — τη
μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών και
πάνω από το ρεκόρ που είχε σημειωθεί την περίοδο της
πανδημίας.
Αντίθετα, οι
υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης καταγράφουν σταδιακή
βελτίωση των δημοσιονομικών τους. Η Ιταλία διατηρεί το χρέος
της γύρω στο 137% του ΑΕΠ, με προοπτική σταθεροποίησης έως
το 2030, ενώ η Ελλάδα, από 146,7% σήμερα, αναμένεται να
υποχωρήσει στο 130,2% στο τέλος της δεκαετίας. Για σύγκριση,
η Γαλλία βρίσκεται στο 116,5%, η Ισπανία στο 100,4%, η
Γερμανία στο 64,4%, ενώ οι Ολλανδία, Σουηδία και Δανία
διατηρούν χρέος κάτω από το 60%, επιβεβαιώνοντας το χάσμα
μεταξύ βόρειας και νότιας Ευρώπης ως προς τη δημοσιονομική
πειθαρχία.
Το Ταμείο αποδίδει
τη δυναμική αύξηση του αμερικανικού χρέους στα παρατεταμένα
ελλείμματα και στο αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης,
τονίζοντας ότι πλέον το προφίλ του θυμίζει εκείνο των πιο
υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Το έλλειμμα του
αμερικανικού προϋπολογισμού προβλέπεται να υπερβαίνει το 7%
του ΑΕΠ κάθε χρόνο έως το 2030 — το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ
των ανεπτυγμένων χωρών. Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική
οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα
από τις ευρωπαϊκές.
Το ΔΝΤ επισημαίνει
πως η κατάσταση αυτή συνιστά συστημικό κίνδυνο για την
παγκόσμια οικονομία. Όπως αναφέρεται στην έκθεση Fiscal
Monitor, «αν και ο αριθμός των χωρών με χρέος άνω του 100%
του ΑΕΠ θα μειώνεται, το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα
αυξάνεται». Σε παγκόσμιο επίπεδο, το δημόσιο χρέος
αναμένεται να υπερβεί το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το
2029, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 1948.
Η έκθεση
υπογραμμίζει ότι η εποχή του φθηνού δανεισμού έχει
τελειώσει. Μετά από χρόνια μηδενικών επιτοκίων, η άνοδος του
κόστους χρηματοδότησης καθιστά το χρέος πολύ πιο ακριβό στην
εξυπηρέτηση, περιορίζοντας τους δημοσιονομικούς χώρους για
κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες. Σε αρκετές ανεπτυγμένες
οικονομίες, το κόστος εξυπηρέτησης ξεπερνά ήδη τους
αμυντικούς προϋπολογισμούς, ενώ κάθε αύξηση κατά μία
ποσοστιαία μονάδα στο μέσο επιτόκιο μεταφράζεται σε δεκάδες
δισεκατομμύρια που μεταφέρονται από κοινωνικά προγράμματα
στους τόκους.
Ακόμη και η
Γερμανία, σύμβολο δημοσιονομικής πειθαρχίας, έχει προχωρήσει
σε χαλάρωση του «δημοσιονομικού φρένου» του Συντάγματός της,
ώστε να επιτρέψει μεγαλύτερο δανεισμό για επενδύσεις σε
υποδομές και άμυνα.
Το ΔΝΤ επισημαίνει
τέλος τη δημογραφική πίεση ως κρίσιμο διαρθρωτικό παράγοντα.
Οι αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική
περίθαλψη επιβαρύνουν ολοένα και περισσότερο τους
προϋπολογισμούς. Στις ΗΠΑ, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων
εκτιμάται ότι θα φτάσει το 40% έως το 2050, ενώ στην ΕΕ θα
ξεπεράσει το 55%. Η μείωση του εργατικού δυναμικού, σε
συνδυασμό με αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές,
επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση, οδηγώντας σε έναν φαύλο
κύκλο αύξησης του χρέους.
Το Ταμείο
προειδοποιεί ότι η απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών σε μία
μεγάλη οικονομία, όπως οι ΗΠΑ, θα μπορούσε να προκαλέσει
παγκόσμιο ντόμινο στις αγορές ομολόγων, τα νομίσματα και το
τραπεζικό σύστημα, αποτελώντας ίσως τη σοβαρότερη
μακροοικονομική απειλή της δεκαετίας.
|
|
|
|
|
|