|
Δεν διαθέτει τη
λάμψη του χρυσού ή τη γεωπολιτική αίγλη των σπάνιων γαιών,
ωστόσο το αλουμίνιο αναδεικνύεται στο μέταλλο-κλειδί της
εποχής. Από τις υποδομές και τις μεταφορές μέχρι τις
τεχνολογικές συσκευές και την πράσινη ενέργεια, αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης ζωής. Σήμερα, όμως,
βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή: ο κόσμος κινδυνεύει να
αντιμετωπίσει είτε μια βαθιά κρίση εφοδιασμού είτε ακόμη
μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα — ή, ενδεχομένως, και τα
δύο.
Η τιμή του μετάλλου
κινείται κοντά στα 2.900 δολάρια ανά τόνο, το υψηλότερο
επίπεδο των τελευταίων τριών ετών και εντός του ανώτερου 5%
του εύρους τιμών από το 1990. Με βάση τους ετήσιους μέσους
όρους, το 2025 αναμένεται να καταγραφεί ως η τέταρτη πιο
ακριβή χρονιά για το αλουμίνιο στην ιστορία.
Παρά το ότι σπάνια
προσελκύει τη δημοσιότητα, το αλουμίνιο είναι θεμελιώδες για
την παγκόσμια οικονομία: από αεροσκάφη και smartphones έως
κουφώματα, κουτάκια αναψυκτικών και ηλεκτρικά οχήματα. Με
ετήσια κατανάλωση σχεδόν 300 δισ. δολαρίων, είναι το
σημαντικότερο μη σιδηρούχο μέταλλο στον κόσμο, δεύτερο μόνο
μετά τον χάλυβα.
Αν και οι πρώτες
ύλες του, όπως ο βωξίτης, είναι άφθονες, η παραγωγή καθαρού
αλουμινίου είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα — τόσο ώστε να έχει
χαρακτηριστεί “στερεοποιημένο ρεύμα”. Η παραγωγή ενός μόνο
τόνου απαιτεί όση ηλεκτρική ενέργεια καταναλώνουν πέντε
γερμανικά νοικοκυριά σε έναν χρόνο.
Αυτό το ενεργειακό
βάρος άνοιξε τον δρόμο στην Κίνα. Εκμεταλλευόμενη τη φθηνή
ηλεκτρική ενέργεια από ανθρακικούς σταθμούς, η χώρα έγινε ο
απόλυτος κυρίαρχος στην παραγωγή, καλύπτοντας σχεδόν τη μισή
παγκόσμια ζήτηση των 100 εκατ. τόνων ετησίως. Από 6 εκατ.
τόνους στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η παραγωγή της Κίνας
εκτινάχθηκε σε πάνω από 43 εκατ. το 2024. Όμως, το Πεκίνο
έχει πλέον επιβάλει ανώτατο όριο στους 45 εκατ. τόνους, το
οποίο πλησιάζει να “πιάσει” φέτος, περιορίζοντας την
περαιτέρω επέκταση.
Η ζήτηση συνεχίζει
να αυξάνεται κατά 2-3 εκατ. τόνους ετησίως, ενώ η παραγωγή
στην Ευρώπη περιορίζεται λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους
και της λήξης των ευνοϊκών συμβολαίων ηλεκτρικού ρεύματος.
Τα παγκόσμια αποθέματα βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά, ενώ η
εκτίναξη της τιμής του χαλκού αυξάνει την υποκατάσταση με
αλουμίνιο σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς.
Η αγορά διχάζεται:
οι “αισιόδοξοι” βλέπουν μια διαρθρωτική έλλειψη που θα
οδηγήσει σε τιμές πάνω από 4.000 δολάρια τα επόμενα χρόνια,
ενώ οι “συντηρητικοί” θεωρούν ότι η κινεζική βιομηχανία θα
βρει τρόπους να αυξήσει την παραγωγή και να συγκρατήσει τις
τιμές.
Κρίσιμος παίκτης
αναδεικνύεται η Ινδονησία, όπου μεγάλες κινεζικές εταιρείες,
όπως οι Tsingshan Holding, China Hongqiao και Shandong
Nanshan Aluminum, επενδύουν σε νέα χυτήρια. Με φθηνό
άνθρακα, χαμηλό κόστος εργασίας και άφθονο βωξίτη, η χώρα
μπορεί να εξελιχθεί σε “νέα Κίνα” του αλουμινίου. Αν όλα τα
έργα ολοκληρωθούν, η παραγωγή της θα μπορούσε να
πενταπλασιαστεί έως το 2030, καθιστώντας την τέταρτη
μεγαλύτερη παραγωγό παγκοσμίως, πίσω από Κίνα, Ινδία και
Ρωσία.
Ωστόσο, η εμπειρία
από τον τομέα του νικελίου δείχνει ότι η επιτυχία δεν είναι
δεδομένη. Το κόστος κατασκευής εργοστασίων στην Ινδονησία
είναι υψηλότερο, ενώ οι κινεζικές εταιρείες δεν εισάγουν την
ίδια τεχνολογική καινοτομία. Έτσι, η χώρα δύσκολα θα
μπορέσει να αντικαταστήσει πλήρως τον ρόλο που διαδραματίζει
η Κίνα από το 2000.
Το Πεκίνο, από την
άλλη, θα μπορούσε να χαλαρώσει το πλαφόν στην παραγωγή,
επιτρέποντας μεγαλύτερη λειτουργική ένταση στα υφιστάμενα
εργοστάσια ή εξαιρώντας τις μονάδες “πράσινης” ενέργειας.
Το πιθανότερο σενάριο είναι ένας
συνδυασμός των δύο άκρων: υψηλότερες τιμές αλουμινίου και
διατήρηση της κινεζικής κυριαρχίας μέσω επεκτάσεων στην
Ινδονησία. Σε κάθε περίπτωση, το “αθόρυβο” αυτό μέταλλο
βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας βιομηχανικής
και γεωοικονομικής σκακιέρας.
|