|
Οι αποσπασματικές
και συχνά αντιφατικές κινήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης
εγείρουν ένα κρίσιμο ερώτημα για τη λειτουργία του διεθνούς
νομισματικού συστήματος: Είναι τελικά επωφελής ή επιζήμια
για τις ΗΠΑ η κυριαρχία του δολαρίου;
Η σύντομη απάντηση
είναι πως όχι μόνο δεν τις επιβαρύνει, αλλά τους προσφέρει
σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία θα απολέσουν με οδυνηρό
τρόπο αν η θέση του νομίσματος αποδυναμωθεί. Παρ’ όλα αυτά,
η παγκόσμια χρήση του ενέχει και κινδύνους, που απαιτούν πιο
υπεύθυνη διαχείρισης.
Ενδεχομένως, ο
Λευκός Οίκος δεν είχε πρόθεση να οδηγήσει το δολάριο σε
υποτίμηση ή τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε άνοδο
μέσω της ασταθούς εμπορικής του πολιτικής. Ωστόσο, σύμφωνα
με μία διαδεδομένη άποψη, μια απότομη πτώση του δολαρίου
μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη.
Ο Στίβεν Μιράν,
επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων των ΗΠΑ,
υποστηρίζει πως η δεσπόζουσα θέση του δολαρίου – ως
παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, ασφαλούς καταφυγίου και
κυρίαρχου μέσου συναλλαγών – δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά
επιβάρυνση για τις ΗΠΑ. Η υψηλή ζήτηση για δολάρια ενισχύει
την ισοτιμία του, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα των
αμερικανικών εξαγωγών και διογκώνοντας «φούσκες» σε εγχώρια
περιουσιακά στοιχεία. Κατά τον ίδιο, οι εταίροι των ΗΠΑ
οφείλουν να αντισταθμίζουν αυτά τα μειονεκτήματα είτε
αποδεχόμενοι δασμούς είτε συνδράμοντας στη μείωση της αξίας
του νομίσματος.
Η παραπάνω
προσέγγιση όμως περιέχει σοβαρές παραλείψεις. Το
σημαντικότερο είναι ότι η διεθνής αποδοχή του δολαρίου
μειώνει το κόστος δανεισμού για τις ΗΠΑ και ενισχύει την
ανάπτυξη. Παράλληλα, η ευχέρεια δανεισμού που προσφέρει η
θέση αυτή επιτρέπει στην Ουάσινγκτον να εφαρμόζει ισχυρά
δημοσιονομικά μέτρα σε περιόδους κρίσης. Χωρίς αυτό το
πλεονέκτημα, η σημερινή δημοσιονομική ανευθυνότητα θα είχε
ήδη οδηγήσει σε κρίση.
Επιπλέον, η
κυριαρχία του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές ωφελεί τους
Αμερικανούς εξαγωγείς, καθώς ο συναλλαγματικός κίνδυνος και
το κόστος αντιστάθμισης μετακυλίονται στους αγοραστές. Η
χρήση του δολαρίου ενισχύει επίσης την αποτελεσματικότητα
των οικονομικών κυρώσεων των ΗΠΑ και προσφέρει έσοδα από το
seigniorage,
δηλαδή τα κέρδη από την κυκλοφορία των δολαρίων εκτός
συνόρων.
Όλα αυτά προσδίδουν
στις ΗΠΑ σκληρή και ήπια ισχύ – ένα πραγματικό στρατηγικό
πλεονέκτημα, για το οποίο Ευρώπη και Κίνα επιδιώκουν εδώ και
καιρό να αποκτήσουν μερίδιο.
Ωστόσο, η αδιάκοπη
ροή ξένου κεφαλαίου δημιουργεί και στρεβλά κίνητρα. Έχει
επιτρέψει υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου χρέους και
συνέβαλε στην κρίση του 2008, με τη δημιουργία φούσκας στην
αγορά ακινήτων, εξαιτίας της υπερεκτίμησης «ασφαλών»
στεγαστικών τίτλων. Αυτές οι πιέσεις εντείνονται όσο η
διεθνής οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τις ΗΠΑ.
Πρόκειται για
βάσιμες ανησυχίες, αλλά η απάντηση δεν είναι η υπονόμευση
της εμπιστοσύνης στο δολάριο. Αντίθετα, οι ΗΠΑ πρέπει να
επικεντρωθούν σε δύο βασικούς άξονες: Πρώτον, στη
δημοσιονομική πειθαρχία. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι
κρίσιμη τόσο για λόγους ασφάλειας όσο και για τη διατήρηση
της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η
ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης είναι ο ενδεδειγμένος
τρόπος περιορισμού του εμπορικού ελλείμματος και όχι η
τεχνητή υποτίμηση του νομίσματος.
Δεύτερον,
απαιτείται ένα αυστηρότερο κανονιστικό πλαίσιο. Η ισχυρή
θέση του δολαρίου επιτρέπει εύκολη πρόσβαση σε δανεισμό,
καθιστώντας επιτακτική τη ρύθμιση της μόχλευσης. Η
βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενισχύεται όταν
οι επενδύσεις βασίζονται σε ίδια κεφάλαια αντί για
υπερβολικό δανεισμό. Εξίσου σημαντικό είναι να σταματήσει η
κρατική επιδότηση του χρέους, όπως η φορολογική έκπτωση για
την αποπληρωμή τόκων.
Δυστυχώς, τόσο η
εκτελεστική εξουσία όσο και το Κογκρέσο κινούνται στην
αντίθετη κατεύθυνση, προωθώντας μεγαλύτερα ελλείμματα και
χαλαρότερους κανόνες για τη μόχλευση.
Αν η Ουάσινγκτον
συνεχίσει να διαχειρίζεται με επιπολαιόττα την παγκόσμια
κυριαρχία του δολαρίου, τότε όχι μόνο θα απειληθεί το
προνόμιο, αλλά και η ζημιά που θα προκληθεί θα είναι
τεράστια – και πιθανώς μη αναστρέψιμη.
|